Έλεγε ο αββάς Ζωσιμάς: «Ήταν κάποτε ένας αδελφός που είχε μείνει μαζί μου και είχε πάρει από εμένα το μοναχικό σχήμα, τον οποίο καθοδήγησα με πολλή φροντίδα στο αγαθό, γιατί ήταν ευαίσθητος και χρειαζόταν πολλή επιμέλεια και συγκατάβαση λόγω της αδυναμίας του. Αυτός λοιπόν ήρθε μια μέρα και μου είπε· “Αββά μου, πολύ σε αγαπώ”. Του αποκρίθηκα· “Εγώ δεν βρήκα ακόμη κάποιον που να με αγαπά όπως τον αγαπώ. Εσύ τώρα μου λες ότι με αγαπάς, και σε πιστεύω. Αν όμως συμβεί κάτι που δεν θα σου αρέσει, δεν θα παραμείνεις ο ίδιος, ενώ εγώ, ό,τι και να πάθω από εσένα, θα παραμείνω ο ίδιος απέναντί σου, και τίποτε δεν μπορεί να με απομακρύνει από την αγάπη σου”.
»Πέρασε λίγος καιρός και δεν γνωρίζω τι του συνέβη, γιατί δεν έμενε πια μαζί μου· άρχισε όμως να λέει εναντίον μου πολλά φοβερά, μέχρι και αισχρότητες. Εγώ τα μάθαινα όλα όσα έλεγε εναντίον μου και έλεγα στον εαυτό μου· “Αυτός είναι καυτήρας του Ιησού και στάλθηκε για να γιατρέψει την κενόδοξη ψυχή μου. Αυτός είναι αληθινός ευεργέτης μου”. Τον έφερνα στον νου μου ως γιατρό και ευεργέτη και προσευχόμουν ειλικρινά γι’ αυτόν, ενώ σε εκείνους που μου μετέφεραν αυτά που έλεγε, απαντούσα· “Ο αδελφός ξέρει τα φανερά ελαττώματά μου, και μάλιστα όχι όλα αλλά ένα μέρος από αυτά, και λέει μόνο όσα ξέρει, γιατί αυτά που δεν ξέρει και είναι κρυφά, είναι αναρίθμητα”.
»Μετά από καιρό με συνάντησε στην Καισάρεια και ήρθε, όπως συνήθιζε, με αγκάλιασε, με φίλησε θερμά, όπως και εγώ αυτόν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε. Και αυτό δεν έγινε μία ή δύο φορές, αλλά πολλές. Ενώ δηλαδή έλεγε τέτοια πράγματα εναντίον μου, όταν με συναντούσε με αγκάλιαζε εγκάρδια, και εγώ δεν του έδινα καμία αφορμή να υποπτευθεί, ούτε έδειχνα ίχνος λύπης, μολονότι, όπως είπα, δεν μου ξέφευγε το παραμικρό από όλα όσα έλεγε. Κάποια φορά όμως που με συνάντησε και έτρεξε κοντά μου, έπεσε στα πόδια μου, τα αγκάλιασε και μου είπε· “Συγχώρησέ με, αββά μου, για χάρη του Κυρίου, γιατί πολλά φοβερά είπα εναντίον σου”.
»Εγώ τον σήκωσα, τον φίλησα θερμά και του είπα με εύθυμη διάθεση· “Θυμάσαι, ευλογημένε, πως όταν μου είπες ότι πολύ με αγαπάς, εγώ σου απάντησα ότι δεν βρήκα ακόμη κάποιον να με αγαπά όπως τον αγαπώ; Θυμάσαι και τα άλλα που σου είπα; Μάθε λοιπόν ότι δεν μου ξέφυγε τίποτε από όσα έλεγες, αλλά όλα τα μάθαινα, ακόμη και πού και σε ποιους τα έλεγες. Και ποτέ δεν είπα ότι δεν είναι τα πράγματα έτσι που τα λέει ο αδελφός, ούτε με κατάφερε κανείς να πω κάτι κακό εναντίον σου. Αντίθετα, σε εκείνους που μου μετέφεραν τα λόγια σου, απαντούσα ότι αυτά που λέει ο αδελφός είναι αληθινά, και τα λέει από αγάπη, γιατί με θεωρεί δικό του άνθρωπο, και δεν έπαυα να σε μνημονεύω στις προσευχές μου. Και ως απόδειξη της αγάπης μου για εσένα σου λέω ότι κάποτε που μου πόνεσε φοβερά το μάτι, θυμήθηκα εσένα, έκανα το σημείο του σταυρού και είπα: Κύριε Ιησού Χριστέ, με τις προσευχές αυτού του αδελφού, γιάτρεψέ με –και αμέσως έγινα καλά”.
»Από εκεί και πέρα ο αδελφός απέκτησε απόλυτη εμπιστοσύνη σ’ εμένα· έπαψε να με κακολογεί, με τιμούσε πάρα πολύ και με αγαπούσε». Και ο γέροντας κατέληγε: «Εμείς δεν ξέρουμε να αγαπούμε και να τιμούμε ο ένας τον άλλον, αλλά χάσαμε τη φρόνησή μας. Όταν δηλαδή κάποιος υπομείνει τον αδελφό του την ώρα που ο εχθρός τον κάνει να θυμώνει και να οργίζεται εναντίον του, εκείνος μετά από λίγο συνέρχεται. Συναισθάνεται τότε την ανεξικακία του αδελφού και ότι τον υπέμεινε στον θυμό του· τον ευχαριστεί λοιπόν πολύ, και τόση αγάπη νιώθει γι’ αυτόν, ώστε είναι έτοιμος και την ψυχή του να θυσιάσει για χάρη του».
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση Β’, σελ. 53. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Η πραγματική αγάπη του αββά Ζωσιμά