Ο μακάριος Ζωσιμάς διηγήθηκε για κάποιον γέροντα τα εξής: «Όταν ήμουν ακόμη στο μοναστήρι στην Τύρο μας επισκέφτηκε ένας γέροντας ενάρετος. Κάποια ώρα που διαβάζαμε τα Αποφθέγματα των Γερόντων – γιατί αυτά συνηθίζαμε να διαβάζουμε σχεδόν πάντοτε – φτάσαμε και στη διήγηση για τον γέροντα εκείνον, στον οποίο πήγαν ληστές, πήραν όλα του τα πράγματα και έφυγαν, αφήνοντας ένα ταγάρι. Και ο γέροντας, λέει, το πήρε και έτρεξε από πίσω τους φωνάζοντας· “Παιδιά, πάρτε και αυτό που ξεχάσατε στο κελλί μου”. Εκείνοι, κατάπληκτοι από την ανεξικακία του γέροντα, έβαλαν πάλι στο κελλί του όλα όσα πήραν από αυτό.
» Μόλις διαβάσαμε λοιπόν αυτή τη διήγηση, μου είπε ο γέροντας που μας επισκέφτηκε· “Αυτό το απόφθεγμα με έχει ωφελήσει πάρα πολύ”. Τον παρακάλεσα να μου πει ποια ωφέλεια βρήκε από αυτό, και μου διηγήθηκε· “Κάποτε που έμενα στην περιοχή του Ιορδάνη, διάβασα και εγώ αυτή τη διήγηση και, θαυμάζοντας τον γέροντα για την ανεξικακία και την πραότητά του, έλεγα στον Θεό· ‘Κύριε, εσύ που με αξίωσες να λάβω το σχήμα αυτών των αγίων γερόντων, αξίωσέ με να ακολουθήσω τα ίχνη τους και να βαδίσω τον ίδιο δρόμο που βάδισαν και αυτοί, καθώς οδηγούνταν από τη χάρη σου’. Αφού παρακάλεσα έτσι τον Θεό και ενώ είχα μέσα μου αυτόν τον πόθο, πέρασαν δύο μέρες και, όπως καθόμουν στο κελλί, αντιλήφθηκα κάποιους να έρχονται, οι οποίοι στάθηκαν και χτύπησαν την πόρτα. Κατάλαβα ότι ήταν ληστές και είπα μέσα μου· ‘Σε ευχαριστώ, Θεέ μου· ήρθε η ώρα να πραγματοποιήσω τον πόθο μου’. Άνοιξα λοιπόν, τους υποδέχτηκα με χαρά, και αφού άναψα ένα λυχνάρι, άρχισα να τους δείχνω τα πράγματα λέγοντας· ‘Μην ανησυχείτε· πιστεύω ότι, με τη βοήθεια του Θεού, δεν θα σας κρύψω τίποτε’. ‘Χρυσάφι έχεις;’ με ρώτησαν. ‘Ναι, έχω τρία νομίσματα’, τους απάντησα και άνοιξα το κουτί μπροστά τους. Τα πήραν και αυτά και όλα τα πράγματα και έφυγαν ήσυχα”».
«Εγώ», συνέχισε ο αββάς Ζωσιμάς, «του είπα αστειευόμενος· “Τι έγινε μετά; Γύρισαν πίσω όπως οι ληστές του προηγούμενου γέροντα;” “Να μην επιτρέψει ο Θεός”, αποκρίθηκε αμέσως. “Γιατί ούτε εγώ το ήθελα να γυρίσουν”. Δες λοιπόν ποια πρόοδο και ποια δόξα μπροστά στον Θεό του έδωσαν ο πόθος και η προετοιμασία του: όχι μόνο δεν λυπήθηκε που του πήραν όλα όσα είχε, αλλά και χάρηκε, σαν να είχε αξιωθεί να λάβει ένα πραγματικά πολύ μεγάλο καλό».
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Β’, Υπόθεση ΛΗ’ (38), σελ. 331. Εκδόσεις Το Περιβόλι της Παναγίας, Θεσσαλονίκη 2003.
Η ανεξικακία και η πραότητα ενός γέροντα