Όταν νικήσεις κάποιο από τα πιο ατιμωτικά πάθη, τη γαστριμαργία, ας πούμε, ή την πορνεία ή την οργή ή την πλεονεξία, αμέσως σου έρχεται ο λογισμός της κενοδοξίας. Αν και αυτόν τον νικήσεις, τον διαδέχεται ο λογισμός της υπερηφάνειας.
Όλα τα ατιμωτικά πάθη της ψυχής διώχνουν τον λογισμό της κενοδοξίας. Όταν όμως όλα αυτά που είπαμε νικηθούν, τον ξαναφέρνουν στην ψυχή.
Την κενοδοξία τη θανατώνει η κρυφή εργασία, ενώ την υπερηφάνεια το να αποδίδει κανείς τα κατορθώματά του στον Θεό.
Εκείνος που καλλιεργεί τις αρετές για την κενοδοξία, είναι φανερό ότι και την πνευματική γνώση για την κενοδοξία την καλλιεργεί. Ένας τέτοιος άνθρωπος τίποτε δεν κάνει και τίποτε δεν λέει για την ωφέλεια των άλλων, αλλά σε όλα κυνηγά τη δόξα από αυτούς που τον βλέπουν ή τον ακούν. Το πάθος του ωστόσο φανερώνεται, όταν μερικοί από αυτούς που είπαμε κατηγορήσουν σε κάτι τα έργα ή τα λόγια του. Αυτό τον κάνει να λυπηθεί πάρα πολύ, όχι επειδή εκείνοι δεν ωφελήθηκαν – άλλωστε δεν είχε τέτοιον σκοπό –, αλλά επειδή ο ίδιος ντροπιάστηκε.
Η κενοδοξία και η φιλαργυρία γεννούν η μία την άλλη· γιατί εκείνοι που είναι κενόδοξοι φροντίζουν να πλουτίσουν, και εκείνοι που είναι πλούσιοι είναι κενόδοξοι. Αυτό βέβαια ισχύει για τους κοσμικούς· γιατί ο μοναχός γίνεται περισσότερο κενόδοξος όταν είναι ακτήμων, ενώ όταν έχει χρήματα τα κρύβει, επειδή ντρέπεται να έχει κάτι που δεν ταιριάζει στο μοναχικό σχήμα.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της κενοδοξίας του μοναχού είναι να καμαρώνει για την αρετή και όσα τη συνοδεύουν· της υπερηφάνειάς του χαρακτηριστικό είναι να υπερηφανεύεται για τα κατορθώματά του, να περιφρονεί τους άλλους και να τα αποδίδει στον εαυτό του και όχι στον Θεό. Το χαρακτηριστικό της κενοδοξίας και της υπερηφάνειας του κοσμικού είναι να υπερηφανεύεται και να καμαρώνει για την ομορφιά, τον πλούτο, την εξουσία ή την εξυπνάδα του.
Χρειάζεται μεγάλος αγώνας για να απαλλαγεί κανείς από την κενοδοξία. Και απαλλάσσεται με την κρυφή εργασία των αρετών και με τη συνεχή προσευχή. Το σημάδι της απαλλαγής είναι να μη νιώθει πλέον μνησικακία για εκείνον που τον κακολόγησε ή τον κακολογεί.
Από το βιβλίο: ΕΥΕΡΓΕΤΙΝΟΣ, τόμος Γ’, Υπόθεση ΚΣΤ’ (26), σελ. 194. Εκδόσεις “Το Περιβόλι της Παναγίας”, Θεσσαλονίκη 2006.