Η πλάνη πάντα αυτοκαταστρέφεται και, χωρίς να το θέλει, στηρίζει σε όλα την αλήθεια. Πρόσεξε: Έπρεπε ν’ αποδειχθεί ότι ο Χριστός πέθανε και τάφηκε και αναστήθηκε. Ε, λοιπόν, όλα αυτά τα κατοχυρώνουν οι ίδιοι οι εχθροί! Εφόσον έφραξαν με το βράχο και σφράγισαν και φρούρησαν τον τάφο, δεν ήταν δυνατό να γίνει καμιά κλοπή. Αφού όμως, μολονότι δεν έγινε κλοπή, ο τάφος βρέθηκε άδειος, είναι ολοφάνερο και αναντίρρητο πως ο Χριστός αναστήθηκε. Είδες πώς, και μη θέλοντας, στηρίζουν την αλήθεια;
Αλλά και πότε θα Τον έκλεβαν οι μαθητές; Το Σάββατο; Μα αφού δεν επιτρεπόταν από το νόμο ούτε να κυκλοφορήσουν. Κι αν υποθέσουμε ότι θα παραβίαζαν το νόμο του Θεού, πώς θα τολμούσαν αυτοί, οι τόσο δειλοί, να βγουν έξω απ’ το σπίτι; Και με ποιο θάρρος θα ριψοκινδύνευαν για ένα νεκρό; Προσμένοντας ποιαν ανταπόδοση; Ποιαν αμοιβή;
Και στ’ αλήθεια, πού στηρίζονταν; Στη δεινότητα του λόγου τους; Αλλά ήταν απ’ όλους αμαθέστεροι. Στα πολλά τους πλούτη; Αλλά δεν είχαν ούτε ραβδί ούτε υποδήματα. Μήπως στην ένδοξη καταγωγή τους; Αλλά ήταν οι ασημότεροι του κόσμου. Μήπως στο πλήθος τους; Αλλά δεν ξεπερνούσαν τους έντεκα, που κι αυτοί σκόρπισαν.
Αν ο κορυφαίος τους –ο Πέτρος– φοβήθηκε το λόγο μιας υπηρετριούλας, κι αν όλοι οι άλλοι, όταν είδαν το Διδάσκαλό τους δεμένο, σκόρπισαν και διαλύθηκαν, πώς θα τους περνούσε καν από το νου να τρέξουν στα πέρατα της οικουμένης και να φυτέψουν πλαστό κήρυγμα αναστάσεως;
Αφού φοβήθηκαν τη γυναικεία απειλή και τη θέα μόνο των δεσμών, πώς θα μπορούσαν να τα βάλουν με βασιλιάδες και άρχοντες και λαούς, όπου ξίφη και τηγάνια και καμίνια και μύριοι θάνατοι κάθε μέρα, αν δεν είχαν απολαύσει και οικειωθεί τη δύναμη και την έλξη του Αναστημένου;
Αλλά σ’ αυτά πρέπει να επανέλθουμε. Ας ξαναρωτήσουμε τώρα τους Εβραίους: Πώς έκλεψαν, ανόητοι, το σώμα του Χριστού οι μαθητές; Επειδή η αλήθεια είναι λαμπρή και ολοφάνερη, το εβραϊκό ψέμα δεν μπορεί ούτε σαν σκιά να σταθεί. Πώς θα το έκλεβαν; Πέστε μου! Μήπως δεν ήταν σφραγισμένος ο τάφος; Δεν τον έζωναν τόσοι φρουροί και στρατιώτες και Ιουδαίοι, που υποψιάζονταν και αγρυπνούσαν και πρόσεχαν;
Μα και για ποιο λόγο θα το έκλεβαν; Για να πλάσουν το δόγμα της Αναστάσεως; Και πώς τους ήρθε να πλάσουν κάτι τέτοιο αυτοί, οι δειλοί; Και πώς κύλησαν τον ασφαλισμένο βράχο; Πώς ξέφυγαν από τόσους άγρυπνους και άγριους φρουρούς;
Πρόσεξε όμως πώς, με όσα κάνουν οι Εβραίοι, πιάνονται πάντα στα ίδια τους τα δίχτυα. Να, αν δεν πήγαιναν στον Πιλάτο κι αν δεν ζητούσαν την κουστωδία, πιο εύκολα θα μπορούσαν να λένε τέτοια ψέματα, οι αδιάντροποι. Μα τώρα όχι. (Υπήρχε η κουστωδία. Κανείς δεν μπορούσε να γλυτώσει από την άγρυπνη προσοχή της κι από τα ξίφη της.)
Κι έπειτα, γιατί να μην κλέψουν το σώμα νωρίτερα; Ασφαλώς, αν είχαν σκοπό να κάνουν κάτι τέτοιο, θα το έκαναν όταν δεν υπήρχε ακόμα φρουρά στον τάφο, τότε που ήταν και ακίνδυνο και σίγουρο, δηλαδή την πρώτη νύχτα –γιατί το Σάββατο πήγαν οι Εβραίοι στον Πιλάτο και ζήτησαν την κουστωδία και φρούρησαν τον τάφο, ενώ την πρώτη νύχτα δεν ήταν κανένας εκεί.
Και, βέβαια, δεν τους έμελε που τα έκαναν αυτά σε μέρα Σαββάτου, παρά την απαγόρευση του μωσαϊκού νόμου. Βλέπετε, μόνο ένα πράγμα είχαν στο νου τους (οι Εβραίοι), το πώς με κάθε πανουργία θα πετύχουν το σκοπό τους. Αυτό όμως ήταν δείγμα τόσο έσχατης μωρίας όσο και συνταρακτικού φόβου. Γιατί, άραγε, Τον φοβούνταν νεκρό εκείνοι, που Τον έπιασαν ζωντανό; Αλλά η πέτρα και η σφραγίδα και η φρουρά, που δεν μπόρεσαν να Τον κρατήσουν, τοποθετήθηκαν, για να μάθουν οι Εβραίοι ότι με τη θέλησή Του έπαθε όσα έπαθε.
Με όλα αυτά ένα μόνο επιτυγχάνεται, να γίνει δημόσια γνωστή η ταφή, κι έτσι να πιστέψουν οι άνθρωποι στην Ανάσταση.
Και τι γύρευαν στο έδαφος τα σουδάρια, τα ποτισμένα με τη σμύρνα, που βρήκαν, τυλιγμένα μάλιστα, ο Πέτρος και οι άλλοι απόστολοι; Είχε πάει πρώτη η Μαγδαληνή Μαρία. Κι όταν γύρισε και διηγήθηκε τα θαυμαστά γεγονότα στους αποστόλους, εκείνοι, χωρίς καθυστέρηση, τρέχουν αμέσως στο μνημείο και βλέπουν κάτω τα οθόνια.
Αυτό ήταν σημείο Αναστάσεως. Γιατί αν ήθελαν κάποιοι να Τον κλέψουν, δεν θα Τον έκλεβαν βέβαια γυμνό. Αυτό θα ήταν όχι μόνο ατιμωτικό, άλλα και ανόητο. Δεν θα κοίταζαν να ξεκολλήσουν τα σουδάρια, να τα τυλίξουν με επιμέλεια και να τα βάλουν τακτοποιημένα σ’ ένα μέρος. Αλλά τι θα έκαναν; Θ’ άρπαζαν όπως-όπως το σώμα και θα ‘φευγαν γρήγορα.
Γι’ αυτό, άλλωστε, πρωτύτερα ο ευαγγελιστής Ιωάννης είπε, ότι τον έθαψαν με πολλή σμύρνα, που κολλάει τα οθόνια πάνω στο σώμα, όπως το μολύβι στα μέταλλα, και δεν ήταν καθόλου εύκολο να ξεκολλήσουν· ώστε, όταν ακούσεις ότι τα σουδάρια βρέθηκαν μόνα τους, να μην πιστέψεις εκείνους που λένε ότι Τον έκλεψαν.
Θα πρέπει να ήταν βέβαια πολύ ηλίθιος ο κλέφτης, για να σπαταλήσει σ’ ένα περιττό πράγμα τόση προσπάθεια. Για ποιο σκοπό θ’ άφηνε τα σουδάρια; Και πώς ήταν δυνατό να ξεφύγει την ώρα που θα έκανε αυτή τη δουλειά; Γιατί ασφαλώς θα ξόδευε πολύ χρόνο, και ήταν φυσικό, καθυστερώντας, να συλληφθεί επ’ αυτοφώρω.
Αλλά και τα οθόνια γιατί κείτονται χωριστά από το σουδάριο, τυλιγμένο μάλιστα; Για να βεβαιωθείς, ότι δεν ήταν έργο βιαστικών ούτε ανήσυχων κλεφτών το να τοποθετήσουν χωριστά εκείνα και χωριστά τούτο τυλιγμένο. Κι από δω λοιπόν αποδεικνύεται απίθανη η κλοπή.
Άλλωστε, και οι ίδιοι οι Εβραίοι τα σκέφτηκαν όλα τούτα, και γι’ αυτό έδωσαν χρήματα στους φρουρούς λέγοντας: «Πείτε εσείς πως Τον έκλεψαν, κι εμείς θα τα κανονίσουμε με τον ηγεμόνα».
Υποστηρίζοντας πως οι μαθητές Τον έκλεψαν, επικυρώνουν και μ’ αυτό πάλι την Ανάσταση, γιατί έτσι ομολογούν, πάντως, ότι το σώμα δεν ήταν εκεί.
Όταν όμως αυτοί οι ίδιοι βεβαιώνουν ότι το σώμα δεν ήταν εκεί, ενώ από την άλλη μεριά η κλοπή αποδεικνύεται αναλήθευτη και απίθανη από τη σχολαστική φρούρηση και τις σφραγίδες του τάφου και τα οθόνια και το σουδάριο και τη δειλία των μαθητών, αναμφισβήτητα προβάλλει κι από τα δικά τους τα λόγια η απόδειξη της Αναστάσεως.
Από το βιβλίο: Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ, τόμος Α’, Ι. Μ. Παρακλήτου, σελ. 79.