Ο αββάς Πέτρος διηγήθηκε για τον άγιο Μακάριο ότι πήγε κάποτε σε κάποιον αναχωρητή και τον βρήκε άρρωστο. Τον ρώτησε τι θα ήθελε να φάει, γιατί στο κελλί του δεν υπήρχε τίποτε. Και όταν εκείνος του είπε «παστέλι», δεν δίστασε ο γενναίος να πάει στην Αλεξάνδρεια και να φέρει στον άρρωστο. Και αυτό το θαυμαστό γεγονός δεν το πήρε είδηση κανείς.
Ο αββάς Πέτρος είπε επίσης ότι, καθώς ο αββάς Μακάριος φερόταν με ακακία σε όλους τους αδελφούς, κάποιοι τον ρώτησαν: «Γιατί κάνεις έτσι;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Δώδεκα χρόνια υπηρέτησα τον Κύριό μου, για να μου δώσει το χάρισμα αυτό, και όλοι με συμβουλεύετε να το αποβάλω;»
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν ποτέ τύχαινε να βρεθεί μαζί με αδελφούς, έβαζε όρο στον εαυτό του: «Αν υπάρχει κρασί, πιες για χάρη των αδελφών. Και για κάθε ένα ποτήρι κρασί μία μέρα να μην πιεις νερό». Οι αδελφοί λοιπόν του έδιναν, για να τον ευχαριστήσουν, και ο γέροντας το έπαιρνε με χαρά, για να βασανίσει τον εαυτό του. Ο μαθητής του όμως, που ήξερε τι συμβαίνει, έλεγε στους αδελφούς: «Για το όνομα του Κυρίου, μην του δώσετε· διαφορετικά, στο κελλί θα βασανίζει τον εαυτό του». Όταν οι αδελφοί το έμαθαν, έπαψαν να του δίνουν.
Ήταν κάποιος στην Αίγυπτο που είχε γιο παράλυτο και τον έφερε στο κελλί του αββά Μακαρίου, όπου τον άφησε μπροστά στην πόρτα να κλαίει και έφυγε μακριά. Σκύβοντας λοιπόν ο γέροντας έξω, είδε το παιδί και το ρώτησε: «Ποιος σε έφερε εδώ;» «Ο πατέρας μου με έριξε εδώ και έφυγε», απάντησε εκείνο, και ο γέροντας του είπε: «Σήκω να τον προλάβεις». Και αμέσως έγινε καλά και σηκώθηκε και έφτασε τον πατέρα του, και έτσι πήγαν στο σπίτι τους.
Κάποιοι ρώτησαν τον αββά Μακάριο: «Πώς πρέπει να προσευχόμαστε;» Ο γέροντας τούς αποκρίθηκε: «Δεν χρειάζεται να φλυαρούμε, αλλά να υψώνουμε τα χέρια και να λέμε· “Κύριε, όπως θέλεις και όπως γνωρίζεις, ελέησέ με”. Αν πάλι περιμένουμε πόλεμο –δηλαδή πειρασμό–, να λέμε· “Κύριε, βοήθησέ με”. Και αυτός γνωρίζει αυτά που μας συμφέρουν και θα μας ελεήσει».
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι, αν πήγαινε σε αυτόν κάποιος αδελφός με δέος, σαν σε άγιο και μεγάλο γέροντα, δεν του έλεγε τίποτε. Αν όμως κανείς από τους αδελφούς τού έλεγε, σαν να ήθελε να τον προσβάλει: «Αββά, τότε που ήσουν καμηλιέρης και έκλεβες νίτρο και το πουλούσες, δεν σε έδερναν οι φύλακες;», αν λοιπόν του έλεγε τέτοια, ο γέροντας τού μιλούσε με χαρά επάνω σε ό,τι τον ρωτούσε.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο τον Αιγύπτιο ότι κάποτε ανέβαινε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, και όταν πλησίασε στον τόπο, είπε στον μαθητή του: «Προχώρησε λίγο». Καθώς ο αδελφός προχώρησε, συνάντησε κάποιον ιερέα των ειδωλολατρών και άρχισε να του φωνάζει: «Ε, ε, δαίμονα, πού τρέχεις;» Εκείνος γύρισε, του έδωσε δυνατά χτυπήματα και, αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο, πήρε το ραβδί και έφυγε τρέχοντας.
Λίγο παρακάτω τον συνάντησε ο αββάς Μακάριος να τρέχει και του είπε: «Είθε να σωθείς· είθε να σωθείς, ταλαίπωρε!» Έκπληκτος εκείνος, τον πλησίασε και είπε: «Τι καλό είδες σ’ εμένα και με χαιρέτησες;» Ο γέροντας του αποκρίθηκε: «Σε είδα που κουράζεσαι, και δεν ξέρεις ότι στα χαμένα κοπιάζεις». Εκείνος συνέχισε: «Εγώ συγκινήθηκα που με χαιρέτησες και κατάλαβα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Ένας άλλος όμως κακός μοναχός που με συνάντησε, με έβρισε, και εγώ τον χτύπησα μέχρι θανάτου». Ο γέροντας κατάλαβε ότι εννοεί τον μαθητή του. Στη συνέχεια ο ιερέας έπεσε στα πόδια του γέροντα και είπε: «Δεν θα σε αφήσω, αν δεν με κάνεις μοναχό». Πήγαν έπειτα στο σημείο όπου ήταν πεσμένος ο μοναχός, τον σήκωσαν και τον έφεραν στην εκκλησία του όρους. Όταν οι αδελφοί είδαν τον ιερέα μαζί του, έμειναν κατάπληκτοι· στη συνέχεια τον έκαναν μοναχό, και πολλοί ειδωλολάτρες έγιναν εξαιτίας του χριστιανοί.
Έλεγε λοιπόν ο αββάς Μακάριος ότι ο λόγος ο κακός και τους καλούς τους κάνει κακούς, ενώ ο καλός λόγος και τους κακούς τους κάνει καλούς.
Έλεγαν για τον αββά Μακάριο ότι κατά την απουσία του μπήκε ληστής στο κελλί του. Επιστρέφοντας αυτός στο κελλί, βρήκε τον ληστή να φορτώνει στην καμήλα τα πράγματά του. Μπήκε λοιπόν και αυτός στο κελλί και άρχισε να παίρνει πράγματα και να τα φορτώνει στην καμήλα μαζί μ’ εκείνον. Όταν πια τη φόρτωσαν, άρχισε ο ληστής να χτυπά την καμήλα για να σηκωθεί, αυτή όμως δεν σηκωνόταν. Βλέποντας ο αββάς Μακάριος ότι η καμήλα δεν σηκώνεται, μπήκε στο κελλί, βρήκε ένα μικρό σκαλιστήρι, το πήρε και το έβαλε και αυτό επάνω της λέγοντας: «Αδελφέ, αυτό γυρεύει η καμήλα». Και χτυπώντας την με το πόδι ο γέροντας είπε: «Σήκω!» Η καμήλα αμέσως σηκώθηκε, περπάτησε λίγο, για τον λόγο του γέροντα, και κάθισε πάλι. Και δεν ξανασηκώθηκε, μέχρι που ξεφόρτωσαν όλα τα πράγματα, και τότε έφυγε.
Ο αββάς Μακάριος διηγήθηκε: «Μια φορά, όταν ήμουν νέος, ένιωσα ακηδία (*) στο κελλί μου και βγήκα στην έρημο, λέγοντας στον λογισμό μου· “Όποιον συναντήσεις, ρώτησέ τον, για να ωφεληθείς”. Βρήκα ένα παιδί που έβοσκε βόδια και το ρώτησα· “Τι να κάνω, παιδάκι μου, που πεινώ;” Εκείνο μου αποκρίθηκε· “Να φας”. “Έφαγα και πάλι πεινώ”, είπα. Το παιδί μού απάντησε· “Πάλι να φας”. Εγώ συνέχισα· “Πολλές φορές έφαγα, και πάλι πεινώ”. Τότε μου είπε· “Μήπως είσαι γάιδαρος, αββά, και όλο θέλεις να τρως;” Ωφελήθηκα από την απάντηση και έφυγα».
(*) Η ακηδία είναι πειρασμός που αντιμετωπίζουν συχνά οι μοναχοί, ο οποίος εκδηλώνεται ως ανία, αθυμία, πλήξη, ατονία και αποστροφή προς τα μοναχικά καθήκοντα.
Από το βιβλίο: Το Γεροντικό, τόμος Α’, μετάφραση. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 192.
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος