Μέσα στην Εκκλησία μας, την Ορθόδοξη Εκκλησία, συνέβαιναν, συμβαίνουν και θα συμβαίνουν, πέρα από τα θαύματα, και ορισμένα παράδοξα, τα οποία δεν μπορεί κανείς –λέμε για έναν ο οποίος παραδέχεται τα θαύματα και τη διδασκαλία της Εκκλησίας– να τα καταλάβει, όταν τα βλέπει απλώς δια μέσου της λογικής.
Νομίζω ότι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε και να εξηγήσουμε αυτά τα παράδοξα που έχουν σχέση με τον μοναχισμό και με παρόμοια θέματα, εάν προσπαθήσουμε να δούμε κάτι που υπήρχε από τα πρώτα χρόνια μέσα στην Εκκλησία ως ουσιαστικό και βασικό στοιχείο, το οποίο όμως σχεδόν απουσιάζει σήμερα. Δεν έχουμε εμείς πολύ-πολύ συνείδηση της υπάρξεως αυτού του στοιχείου, και ίσως γι’ αυτό δεν μπορούμε να καταλάβουμε ορισμένα πράγματα.
Δεν εμφανίσθηκε η Εκκλησία μέσα στον κόσμο σαν ένα κοινωνικό σύστημα, σαν ένα κοινωνικό ίδρυμα, σαν σωματείο, αλλά εμφανίσθηκε ως ένας οργανισμός, ο οποίος προέρχεται βέβαια από αυτόν τον κόσμο, αλλά συνεχώς έχει κάτι από τον άλλο κόσμο: έχει μέσα του το Πνεύμα το Άγιο, έχει μέσα του τον Χριστό.
Όλη η φροντίδα, όλη η προσπάθεια της Εκκλησίας στο σύνολό της, αλλά και των μελών της χωριστά, ήταν ακριβώς να έχουν συνεχώς μέσα τους το Άγιο Πνεύμα, να έχουν συνεχώς μέσα τους την παρουσία του ενανθρωπήσαντος Θεού.
Η Εκκλησία μάλιστα από τα πρώτα της βήματα ζούσε με την αίσθηση ότι, όπου να ‘ναι, έρχεται το πλήρωμα της βασιλείας, δηλαδή όπου να ‘ναι έρχεται ο Κύριος. Αυτό είναι το πλήρωμα της βασιλείας, το ότι ξανάρχεται ο Κύριος.
Προσέξτε: κατά τη δική μου γνώμη –δεν ξέρω αν πέφτω έξω– όταν η Εκκλησία ζούσε με αυτή την αναμονή, ότι ο Κύριος έρχεται, δεν το έκανε απλώς διότι πίστευε ότι όπου να ‘ναι έρχεται· δεν το έκανε δηλαδή μόνο από άποψη χρονική, αλλά και από άποψη, αν θέλετε να πω, ποιοτική. Δηλαδή: είμαι Εκκλησία, ενόσω αναμένω να έρθει ο Κύριος και εφόσον ζω με αυτή την αναμονή, με αυτή την προσμονή και προσδοκία· αν δεν ζω έτσι, δεν είμαι Εκκλησία.
Αυτό ήταν κάτι πάρα πολύ ζωντανό. Βέβαια, τότε υπήρχε και η χρονική πλευρά. Πίστευαν δηλαδή ότι όντως όπου να ‘ναι έρχεται ο Κύριος. Αλλά αυτή η χρονική άποψη υπαγορευόταν από την ποιοτική. Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος, ενώ μιλάει τόσο ρεαλιστικά για τον γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων στο έβδομο κεφάλαιο της Α’ προς Κορινθίους επιστολής, από την άλλη πλευρά, όπως ξέρουμε, στο ίδιο κεφάλαιο λέει:
«Τούτο δε φημί, αδελφοί, ο καιρός συνεσταλμένος το λοιπόν εστίν, ίνα και οι έχοντες γυναίκας ως μη έχοντες ώσι, και οι κλαίοντες ως μη κλαίοντες, και οι χαίροντες ως μη χαίροντες, και οι αγοράζοντες ως μη κατέχοντες, και οι χρώμενοι τω κόσμω τούτω ως μη καταχρώμενοι· παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α’ Κορ. 7:29-31).
Το πνεύμα λοιπόν της Εκκλησίας, επομένως του χριστιανού, είναι ότι «ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13:14), και ότι είμαστε χριστιανοί, ενόσω επιζητούμε τη μέλλουσα αυτή πόλη.
Αυτό είναι το πνεύμα της Εκκλησίας, και μέσα σ’ αυτό το πνεύμα, που είναι θεμελιώδες και βασικό κατ’ εμέ, πρέπει να δούμε και το σοβαρό θέμα που μας απασχολεί, τον γάμο και την αγαμία.
Γι’ αυτό ο απόστολος Παύλος, ενώ αναφέρεται πολύ συγκεκριμένα στον γάμο, όμως τελικά λέει ότι ο καιρός είναι συνεσταλμένος, και έτσι όπως είναι τα πράγματα, χρειάζεται εκείνοι που έχουν γυναίκα, να ζουν σαν να μην έχουν, και εκείνοι που αγοράζουν, σαν να μην έχουν αυτά που αγοράζουν.
Αν θέλετε, να φύγουμε λίγο από το ειδικό θέμα και να αναφερθούμε κάπως γενικότερα. Εδώ είναι όλο το μυστικό του αληθινού χριστιανού: να χράται, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, τω κόσμω, αλλά να μην καταχράται. Από το ένα μέρος, να είναι όπου είναι, να κάνει ό,τι κάνει, σαν να είναι μόνιμο αυτό το οποίο κάνει και σαν να είναι μόνιμη η θέση στην οποία βρίσκεται, και από το άλλο μέρος, ανά πάσα στιγμή να είναι έτοιμος να αποχωρισθεί τη θέση, το έργο κτλ.
Αυτό είναι το μυστικό του χριστιανού. Στη Φιλοκαλία πρέπει να υπάρχει μια σχετική προτροπή: Όποια εργασία κι αν κάνεις, πρέπει να εργάζεσαι, σαν να μην πρόκειται να πεθάνεις ποτέ, και επίσης να εργάζεσαι, σαν να πρόκειται να πεθάνεις ύστερα από μια στιγμή.
Είναι μια αντινομία αυτό, αλλά αυτή καθ’ εαυτήν η παρουσία και η ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο είναι συνεχώς μια αντινομία. Αν κανείς δεν τα καταφέρει να μπει μέσα σ’ αυτή την αντινομία και να προσαρμοσθεί σ’ αυτήν, θα είναι έξω από τον χριστιανισμό. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πνεύμα πρέπει να δούμε τον γάμο και την αγαμία.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Εφηβεία, γάμος, αγαμία”, τόμος Β’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2004, σελ. 130-139 (αποσπάσματα).