Ο γάμος, όπως μας λέει και ο απόστολος Παύλος, είναι μέγα μυστήριο (Εφ. 5:32). Αυτό φαίνεται ακόμη από τα πρώτα βήματα, από τις πρώτες ημέρες του ανθρώπου. Στην αρχή της Αγίας Γραφής λέγεται σαφώς: «Ένεκεν τούτου καταλείψει άνθρωπος τον πατέρα αυτού και την μητέρα και προσκολληθήσεται προς την γυναίκα αυτού…» (Γέν. 2:24). Δηλαδή, τη στιγμή κατά την οποία ο άνθρωπος αποφασίζει να γίνει συνδημιουργός με τον Θεό, φθάνει μέχρι του σημείου να εγκαταλείψει τον πατέρα του και τη μητέρα και να βρει τη γυναίκα του και να δημιουργήσει έτσι οικογένεια. Προ της πτώσεως, αν δηλαδή δεν είχε πέσει ο άνθρωπος, δεν γνωρίζουμε πώς θα ήταν τα πράγματα· όμως, μετά την πτώση έτσι έχουν. Και έρχεται ο Κύριος και ευλογεί με ειδικό μυστήριο τον γάμο, όσο πεζός κι αν είναι σε ορισμένες πτυχές του και σε ορισμένες εκδηλώσεις του.
Πάντως, το βαθύτερο στοιχείο, το κυρίαρχο στοιχείο, η βαθύτερη συνεκτική ουσία στον γάμο – και στη σχέση του ανδρογύνου προς τον Θεό και στη σχέση του ενός προς τον άλλο και στη σχέση των γονέων προς το παιδί, προς τον καρπό που θα γεννηθεί – είναι η αγάπη. Δεν μπορεί δηλαδή να υπάρχει γάμος, να υπάρχει οικογένεια, δεν μπορεί αυτό το γεγονός, αυτό το μέγα μυστήριο να είναι ευλογημένο και να είναι μέσα στον σκοπό του και να εκπληρώνει την αποστολή του, εάν λείπει αυτό το στοιχείο που λέγεται αγάπη.
Θα ήθελα ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι η αγάπη είναι εκείνη η οποία δίνει νόημα στον γάμο, δίνει νόημα στην οικογένεια· η αγάπη είναι εκείνη η οποία λύνει όλα τα προβλήματα. Όχι απλώς η αγάπη, η σκέτη αγάπη, που δεν ξέρω τι νόημα θα της έδινε κανείς, αλλά η αγάπη αυτή του Θεού, που κάνει τον άνθρωπο να δημιουργεί, η αγάπη που ο Θεός φυτεύει μέσα στον άνθρωπο, και η οποία τον κάνει να μην είναι στραμμένος προς τον εαυτό του, αλλά προς τον Θεό και προς τους συνανθρώπους του.
Η εν Χριστώ αγάπη, η αληθινή αυτή αγάπη είναι εκείνη η οποία λύνει όλα τα προβλήματα που παρουσιάζονται, από την πρώτη στιγμή που αποφασίζει κάποιος να δημιουργήσει οικογένεια, αλλά και καθώς αποκτά και μεγαλώνει παιδιά. Η αγάπη όμως, επαναλαμβάνω, η αληθινή, η σωστή, αυτή που βγάζει τον άνθρωπο από τον εαυτό του. Όχι η αγάπη εκείνη η οποία κινεί γη και ουρανό, για να υπηρετηθεί, αλλά η αγάπη εκείνη η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» (Α’ Κορ. 13:5), κατά τον απόστολο Παύλο, αλλά βγαίνει από τον εαυτό της και δίνεται στον άλλο.
Όταν λέμε λοιπόν αγάπη, δεν την εννοούμε όπως τη θέλει ο καθένας. Μπορεί κάποιος πατέρας και κάποια μητέρα να περιμένουν με λαχτάρα να έλθει το παιδί στον κόσμο. Αλλά άραγε από αγάπη; Από αληθινή αγάπη; Άραγε με βαθυτάτη συναίσθηση ότι έγιναν συνδημιουργοί με τον Θεό; Άραγε με συναίσθηση ότι θα έλθει ένα επιπλέον πλάσμα στον κόσμο, και ότι το πλάσμα αυτό είναι πρωτίστως πλάσμα του Θεού, και ότι είναι ένα πρόσωπο, ένας άνθρωπος ελεύθερος και όχι δικό τους αντικείμενο, δικό τους κτήμα, κάτι δηλαδή που θα πρέπει οπωσδήποτε να τους ικανοποιήσει και να κάνει τα θελήματά τους;
Πάρα πολλοί είναι οι γονείς οι οποίοι περιμένουν με λαχτάρα πότε θα γεννηθεί το παιδί, για να παίξουν. Βέβαια, το παιδί θέλει και παιγνίδια, θέλει και γέλια, θέλει και χαρές, αλλά στο βάθος όλα αυτά μήπως τα κάνει κανείς – ένας πατέρας, μια μητέρα, μια γιαγιά, ένας αδελφός ή μια αδελφή του πατέρα ή της μητέρας – κινούμενος όχι από αγάπη; Είπαμε, η αληθινή αγάπη είναι ένα δόσιμο εν Χριστώ προς τον Θεό και προς τον άλλο και, εν προκειμένω, στο παιδί. Είναι ένα τέτοιο δόσιμο αυτή η αγάπη τους ή με την αγάπη τους θέλουν να πάρουν; Δηλαδή απλώς διασκεδάζουν ο πατέρας ή η μητέρα ή, γενικότερα, οι συγγενείς και περνούν ευχάριστα τον καιρό τους παίζοντας με το παιδί· αλλά στο βάθος πιθανόν αυτό το παιδί να το βλέπουν σαν ένα αντικείμενο, με το οποίο περνούν ευχάριστα, και όχι ως ένα πρόσωπο, ως ένα πλάσμα του Θεού, που πρέπει να γίνει ολοκληρωμένος άνθρωπος, ισορροπημένος άνθρωπος, που θα έχει, τρόπον τινά, δούναι λαβείν απευθείας με τον Θεό.
Πόσες φορές οι γονείς έχουν καημό να γεννηθεί ένα παιδί, και το παιδί αυτό να μάθει ό,τι δεν μπόρεσαν να μάθουν αυτοί, να σπουδάσει και να γίνει ό,τι δεν μπόρεσαν να γίνουν αυτοί. Το έχουν καημό μέσα τους, και είναι μια πληγή στην ψυχή τους. Πόσες φορές οι γονείς έχουν διάφορα αισθήματα κατωτερότητος, διότι είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους και ήθελαν να πετύχουν τούτο και εκείνο και δεν μπόρεσαν – δεν φθάνει να έχεις απλώς ιδέα και να θέλεις κάτι να πετύχεις, αλλά πρέπει και να μπορείς κιόλας – και μετά την αποτυχία είναι βαριά τραυματισμένοι! Αυτό το φέρουν βαρέως και έχουν τον καημό πότε να γεννηθεί το παιδί, ο γιος ή η κόρη, και αμέσως να το αρπάξουν και γρήγορα να το ετοιμάσουν να πετύχει, τουλάχιστον το παιδί τους, εκείνο που δεν πέτυχαν αυτοί, χωρίς να διερωτώνται: «Ο γιος ή η κόρη κάνει γι’ αυτό το πράγμα; Μπορεί; Φθάνουν οι ικανότητές του ως εκεί ή είναι για κάτι άλλο, και έχει δυνάμεις και ικανότητες για κάτι χαμηλότερο, για κάτι μικρότερο;» Για κάτι το οποίο βέβαια δεν θα παίξει κανένα ρόλο στην ικανοποίηση των γονέων, στο να θεραπεύσει τα τραύματα των γονέων, στο να θρέψει, σε τελευταία ανάλυση, τη φιλαυτία τους, την αγάπη του ίδιου του εαυτού τους.
Οι γονείς, πριν γεννηθεί το παιδί, και πολύ περισσότερο αφού γεννηθεί, πρέπει να το βλέπουν ως έναν ξεχωριστό άνθρωπο με το σώμα του και με την ψυχή· και μολονότι έγιναν συνδημιουργοί με τον Θεό για να εμφανισθεί αυτός ο νέος άνθρωπος, δεν είναι δικό τους κτήμα το νέο αυτό πλάσμα.
Το πλάσμα αυτό, ο νέος αυτός άνθρωπος, τρόπον τινά – αν μπορούμε να το πούμε αυτό – ανήκει στον εαυτό του, ανήκει όμως και στον Θεό. Δεν είναι όργανο των γονέων το παιδί, δεν είναι αντικείμενό τους και δεν έρχεται στον κόσμο αυτό για να παρηγορήσει τους γονείς, για να γίνει παιγνίδι των γονέων. Δεν έρχεται στον κόσμο αυτό για να ικανοποιήσει – τις οίδε ποιους – κρυφούς πόθους, για να θεραπεύσει κρυφούς καημούς των γονέων. Έρχεται στον κόσμο αυτό βάσει της εντολής του Θεού: «Αυξάνεσθε και πληθύνεσθε», βάσει της συγκαταθέσεως των γονέων να γίνουν συνδημιουργοί με τον Θεό, από αγάπη μεταξύ τους και από αγάπη προς το νέο πλάσμα· και έρχεται στον κόσμο, για να προστεθεί στα μέλη της Εκκλησίας του Χριστού, στα μέλη της βασιλείας του Θεού.
Πολλές φορές οι γονείς, ο πατέρας, η μητέρα, δείχνουν υπερβολική αγάπη στα παιδιά τους, αλλά τη δείχνουν κατά έναν τέτοιο τρόπο, και οι εκδηλώσεις τους είναι τέτοιες, που ένα έμπειρο μάτι μπορεί αμέσως να καταλάβει ότι στο βάθος δεν υπάρχει η αγάπη η πραγματική, εκείνη η οποία βγάζει τον άνθρωπο από τον εαυτό του και τον κάνει να δίνεται στον άλλο, αλλά υπάρχει η αγάπη εκείνη που κάνει τον πατέρα και τη μητέρα να χρησιμοποιούν το παιδί τους, όπως είπα πιο μπροστά, σαν ένα αντικείμενο, σαν ένα όργανο, για να ικανοποιηθούν οι ίδιοι.
Οφείλουν λοιπόν οι γονείς να δείξουν στοργή στα παιδιά τους και να τα δεχθούν ως νέα πλάσματα του Θεού και όχι σαν δικά τους αντικείμενα, σαν κτήμα τους. Να δείξουν σ’ αυτά απέραντη στοργή και να τα αποδεχθούν όπως είναι. Να μην περιμένει ο γονέας το παιδί όπως θα το ήθελε, όπως το ονειρευόταν ή όπως θα ανταποκρινόταν καλύτερα στις δικές του προσδοκίες και θα θεράπευε καλύτερα τα δικά του τραύματα, αλλά να το δεχθεί το παιδί έτσι όπως είναι. Και αυτό το πλάσμα, το νέο πλάσμα, που μπορεί να γίνει ένας μεγάλος άγιος με τη χάρη του Θεού, να το βοηθήσουν, ο πατέρας, η μητέρα, να γίνει αυτό που μπορεί να γίνει και όχι αυτό που θα επιθυμούσαν οι ίδιοι.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, Γονείς και παιδιά, τ. Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 18-32 (αποσπάσματα).