Ο Θεός εκάλεσε με τον άγγελό του τον Γεδεών να αναλάβη τη σωτηρία των Ισραηλιτών από τους Μαδιανίτες (Κριτ. στ’ 12-24). Δεν πέρασε πολύς καιρός, και πλήθη αναρίθμητα Μαδιανιτών, Αμαληκιτών και άλλων φυλών της Ανατολής εισώρμησαν στη Χαναάν και στρατοπέδευσαν στην πεδιάδα Ιεζραέλ, πολύ κοντά στην πατρίδα του Γεδεών. Ήταν καιρός τώρα να δράση ο Γεδεών. «Και πνεύμα Κυρίου ενέδυσε τον Γεδεών», λέει η Γραφή (Κριτ. στ’ 34). Ήταν βέβαια ανδρείος ο Γεδεών· έγινε όμως πολύ ανδρειότερος και γενναιότερος, όταν ο Κύριος τον εφωδίασε με την ακατανίκητη δύναμί του.
Ενισχυμένος λοιπόν με τη δύναμι του Θεού ο Γεδεών κάλεσε σε συναγερμό τους Ισραηλίτες, σαλπίζοντας με μια κεράτινη σάλπιγγα. Στην πρόσκλησί του έτρεξαν πάρα πολλοί από τη φυλή του Μανασσή, στην οποία ανήκε ο Γεδεών, αλλά και από τις φυλές Ασσήρ, Ζαβουλών και Νεφθαλείμ.
Συγκεντρώθηκαν συνολικά τριανταδύο χιλιάδες. Οι εχθροί όμως ήταν ασυγκρίτως πολυπληθέστεροι. Ο Γεδεών, θέλοντας να πάρη θάρρος ο ίδιος και να ενισχύση τους συμπολεμιστάς του, εζήτησε και πάλι ένα σημείο που θα τους στερέωνε στην πίστι. Είπε στον Θεό τα εξής: «Αν πράγματι θα σώσης με το δικό μου χέρι τον Ισραήλ, δείξε μου το με το εξής σημείο. Θα βάλω απόψε στο αλώνι ένα ποκάρι (1) μαλλιά. Κι αν αύριο βρεθούν το αλώνι και τα γύρω του στεγνά και μόνο στο ποκάρι υπάρχη υγρασία, θα βεβαιωθούμε ότι πράγματι θα μας σώσης, όπως υποσχέθηκες» (Κριτ. στ’ 36-37). Έτσι και έγινε. Το ποκάρι που έβαλε από βραδύς ο Γεδεών στο αλώνι, βρέθηκε το πρωί γεμάτο υγρασία, ενώ γύρω του υπήρχε ξηρασία· κι ήταν τόσο μουσκεμένο το ποκάρι, ώστε, όταν το έστιψε ο Γεδεών, γέμισε από τη δροσιά του μια ολόκληρη λεκάνη.
Το θαύμα ήταν ολοφάνερο. Φαίνεται όμως ότι κάποιοι από τους Ισραηλίτες δίσταζαν ακόμη. Γι’ αυτό ο Γεδεών με πολλή ταπείνωσι και ευλάβεια ξαναμίλησε στον Θεό και είπε: «Μη θυμώσης και μην οργισθής μαζί μου, επειδή θα μιλήσω πάλι και θα δοκιμάσω άλλη μια φορά το ποκάρι. Ας γίνη τώρα ξηρασία στο ποκάρι και υγρασία γύρω από αυτό» (Κριτ. στ’ 39). Και ο Θεός, συγκαταβαίνοντας στην ανθρώπινη αδυναμία, ικανοποίησε και το δεύτερο αίτημα του Γεδεών. Την άλλη μέρα βρέθηκε το ποκάρι κατάστεγνο, ενώ παντού γύρω υπήρχε άφθονη δροσιά.
Το σημείο αυτό του ποκαριού έδωσε αφορμή σε διάφορες αλληγορικές ερμηνείες. Σύμφωνα με μία από αυτές το ποκάρι εξεικόνιζε τον ισραηλιτικό λαό, ο οποίος κάποτε είχε ποτισθή με τη δροσιά της χάριτος του Θεού, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος έμενε στεγνός και ξένος από αυτήν. Οι Ισραηλίται είχαν τη γνώσι του αληθινού Θεού, τον νόμο του, την εύνοια και την προστασία του, ενώ τα άλλα έθνη ήταν κατάξερα από αρετές και αληθινή θρησκευτική ζωή. Όταν όμως ήρθε ο Χριστός στον κόσμο, το ιουδαϊκό έθνος τον απεδοκίμασε και τον απέρριψε, και γι’ αυτό εγκαταλείφθηκε από τον Θεό κι έμεινε κατάξερο, ενώ τα έθνη που δέχθηκαν τον Χριστό, δροσίσθηκαν άφθονα από τη χάρι του.
Σύμφωνα με άλλη ερμηνεία το σημείο του ποκαριού ήταν προεικόνισις της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Η Θεοτόκος είναι το ποκάρι το απαλλαγμένο από κάθε υγρασία της αμαρτίας, επάνω στο οποίο κατέβηκε ήσυχα και αθόρυβα σαν τη δροσιά ο Υιός του Θεού. Γι’ αυτόν λέγεται προφητικά στους ψαλμούς ότι «καταβήσεται ως υετός επί πόκον» (Ψαλμ. οα’ 6). Και στις ακολουθίες των Χαιρετισμών μεταξύ των άλλων ψάλλουμε προς την Παναγία: «Χαίρε ο πόκος ο ένδροσος, ον Γεδεών, Παρθένε, προεθεάσατο» (β’ τροπ. στ’ ωδής κανόνος ακαθίστου).
Έπειτα από τα σημεία αυτά, με τα οποία ο Θεός εβεβαίωσε τον Γεδεών και τους συμπολεμιστάς του ότι ήταν μαζί τους, δεν έμενε καμιά αμφιβολία ότι ήταν πια καιρός να χτυπήσουν τους Μαδιανίτες. Ο Γεδεών με όλο τον στρατό του εστρατοπέδευσε κοντά σε μια πηγή, ώστε να μην τους λείπη το νερό.
Ο Θεός τότε είπε στον Γεδεών: «Είναι πολύς ο λαός που είναι μαζί σου. Δεν θέλω να παραδώσω με τέτοιο τρόπο τους Μαδιανίτες στα χέρια σας, για να μην καυχηθούν οι Ισραηλίται ότι με τη δύναμί τους νίκησαν τους εχθρούς. Θέλω να καταλάβουν και να αναγνωρίσουν όλοι ότι η νίκη οφείλεται στη δική μου επέμβασι και προστασία. Κήρυξε λοιπόν σ’ όλο το στρατόπεδο και πες τους: Όποιος είναι δειλός, ας φύγη από το όρος Γαλαάδ κι ας επιστρέψη στο σπίτι του» (Κριτ. ζ’ 2-3). Και πράγματι· μόλις το διεκήρυξε αυτό ο Γεδεών, από τις τριανταδύο χιλιάδες έφυγαν οι εικοσιδύο κι έμειναν μόνο δέκα χιλιάδες. Ο Θεός όμως είπε: «Και πάλι πολύς είναι ο στρατός. Κατέβασέ τους στην πηγή του νερού, κι εκεί θα τους ξεκαθαρίσω εγώ· κι όποιους θα σου πω εγώ, εκείνους μόνο θα πάρης μαζί σου» (Κριτ. ζ’ 4). Ο Γεδεών έκανε ό,τι του είπε ο Θεός· και τότε ο Θεός του είπε πάλι: «Εκείνους που θα πάρουν να πιουν νερό με τη χούφτα τους βιαστικά, θα τους ξεχωρίσης· κι εκείνους που θα γονατίσουν, για να πιουν με το στόμα και να χορτάσουν, θα τους βάλης επίσης χωριστά» (Κριτ. ζ’ 5).
Διψασμένοι καθώς ήταν από την πορεία οι Ισραηλίται, έτρεξαν ασυγκράτητοι στην πηγή. Οι περισσότεροι γονάτισαν και, βάζοντας το στόμα στο νερό, έπιναν άφθονο. Μερικοί όμως περνούσαν βιαστικά και σκύβοντας απλώς έπαιρναν κι έπιναν λίγο νερό με τη χούφτα τους. Κι αυτοί ήταν όλοι-όλοι τριακόσιοι. Αυτούς λοιπόν ξεχώρισε ο Θεός και είπε στον Γεδεών: «Μ’ αυτούς τους τριακόσιους άνδρες θα σας σώσω και θα σας παραδώσω τους Μαδιανίτες· όλοι οι άλλοι ας επιστρέψουν ο καθένας στον τόπο του» (Κριτ. ζ’ 7).
Αφού μ’ αυτόν τον τρόπο ξεκαθαρίσθηκε ο στρατός του Γεδεών, ο Θεός την ίδια νύχτα, για να τον ενθαρρύνη ακόμη περισσότερο, του παρήγγειλε να κατεβή κρυφά μαζί μ’ ένα δούλο του, για να κατασκοπεύση το στρατόπεδο των Μαδιανιτών. Πράγματι ο Γεδεών μαζί με τον έμπιστο δούλο του Φαρά πλησίασαν στο στρατόπεδο. Σε λίγο άκουσαν σε μια σκηνή να συζητούν δυο Μαδιανίται. Ο ένας διηγούνταν στον άλλον ένα όνειρο που είδε: «Ωνειρεύθηκα –είπε– και είδα ένα στρόγγυλο κριθαρένιο ψωμί που κατρακυλούσε προς το στρατόπεδό μας, ώσπου έφτασε στη σκηνή του αρχιστρατήγου, τη χτύπησε και την έριξε κάτω» (Κριτ. ζ’ 13). Κι ο άλλος, εξηγώντας το όνειρο, απάντησε: «Το κριθαρένιο ψωμί είναι το σπαθί του Γεδεών του Ισραηλίτου. Ο Θεός παρέδωσε στα χέρια του όλο το στράτευμα των Μαδιανιτών» (Κριτ. ζ’ 14).
Το όνειρο αυτό καθ’ εαυτό δεν είχε ασφαλώς καμιά ιδιαίτερη σημασία. Ο φόβος όμως, με τον οποίο διηγήθηκε ο Μαδιανίτης το όνειρό του, και η εξήγησις που έδωσε ο άλλος, φανέρωναν τον πανικό που είχε κυριεύσει τους Μαδιανίτες, όταν έμαθαν τις προετοιμασίες του Γεδεών. Και γι’ αυτό ακριβώς ο Θεός ωδήγησε εκεί τον Γεδεών εκείνη την ώρα, για ν’ ακούση με τ’ αυτιά του τη συζήτησι και να διαπιστώση ο ίδιος πόσο τρομοκρατημένοι ήταν οι εχθροί. Βέβαιος πλέον ο Γεδεών για τη βοήθεια του Θεού και τη νίκη, έπεσε και προσκύνησε τον Κύριο· και αμέσως επέστρεψε στο στρατόπεδο των Ισραηλιτών και γεμάτος θάρρος είπε στα τριακόσια παλληκάρια του: «Σηκωθήτε και ετοιμασθήτε, γιατί ο Θεός μας παρέδωσε το στρατόπεδο των Μαδιανιτών» (Κριτ. ζ’ 15).
Γεμάτος θάρρος και πεποίθησι τώρα ο Γεδεών κατέστρωσε το στρατηγικό του σχέδιο, για το οποίο ασφαλώς θα πήρε πάλι οδηγίες από τον Θεό. Η τακτική που χρησιμοποίησε, ήταν ο αιφνιδιασμός και ο νυκτερινός φόβος, που είναι ό,τι χειρότερο για ένα στρατό. Διήρεσε τον μικρό στρατό του σε τρία τμήματα από εκατό άνδρες το καθένα και εφωδίασε τον κάθε στρατιώτη με όπλα περίεργα και πρωτοφανή: μια στάμνα, έναν πυρσό αναμμένο και κρυμμένο μέσα στη στάμνα και μια κεράτινη σάλπιγγα. Με απόλυτη ησυχία και μυστικότητα οι τρεις ομάδες κινήθηκαν κι έπιασαν θέσεις γύρω από το στρατόπεδο των Μαδιανιτών και περίμεναν το σύνθημα του Γεδεών, για να ενεργήσουν σύμφωνα με τις οδηγίες που τους είχε δώσει.
Λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, μόλις είχε γίνει αλλαγή φρουράς στο στρατόπεδο των εχθρών, ο Γεδεών με το τμήμα που είχε μαζί του μπήκαν στην αρχή του στρατοπέδου και σε μια στιγμή εσάλπισαν με τις σάλπιγγες και συγχρόνως πέταξαν με δύναμι κάτω και έσπασαν τις στάμνες που κρατούσαν. Το σύνθημα δόθηκε. Οι άλλες δύο ομάδες έκαναν το ίδιο· και όλοι μαζί τώρα, κρατώντας με το αριστερό χέρι τους αναμμένους πυρσούς και με το δεξιό τις σάλπιγγες, εσάλπιζαν δυνατά και φώναζαν: «Ρομφαία τω Κυρίω και τω Γεδεών» (Κριτ. ζ’ 20). Το σπαθί είναι στα χέρια του Κυρίου και του Γεδεών.
Το τέχνασμα επέτυχε απολύτως. Ο μεγάλος θόρυβος που έκαναν με το σπάσιμό τους οι στάμνες, οι αναμμένοι πυρσοί, τα δυνατά σαλπίσματα και οι κραυγές των παλληκαριών του Γεδεών ξάφνιασαν τους εχθρούς και έσπειραν τον τρόμο και τον πανικό στις τάξεις των. Μέσα στη νύχτα δεν μπορούσαν να διακρίνουν πόσοι ήταν οι αντίπαλοί τους και πού ακριβώς βρίσκονταν. Ο καθένας χτυπούσε και σκότωνε τον διπλανό του, νομίζοντας ότι είναι εχθρός, ενώ συγχρόνως, προσπαθώντας να διαφύγουν, ποδοπατούσαν ο ένας τον άλλον. Η σύγχυσις ήταν τρομερή και η πανωλεθρία μεγάλη. Χιλιάδες Μαδιανίται έπεσαν νεκροί μέσα στη νύχτα. Κι όλα αυτά έγιναν, χωρίς να χρειασθή να ρίξουν ούτε ένα βέλος οι στρατιώται του Γεδεών, που στέκονταν απλοί θεαταί των τρομακτικών εκείνων σκηνών. Ήταν φανερό ότι το αποτέλεσμα δεν ήταν έργο της δικής των δυνάμεως, αλλά της επεμβάσεως του Θεού. Πραγματικά η ρομφαία του Κυρίου είχε σπείρει τον όλεθρο στις τάξεις των εχθρών.
Τα υπολείμματα του πολυπληθούς στρατού των Μαδιανιτών έφυγαν προς τον Ιορδάνη. Ο Γεδεών όμως έστειλε γρήγορα αγγελιοφόρους προς τους άνδρες της φυλής του Εφραίμ, κι εκείνοι έπιασαν τις διαβάσεις του Ιορδάνου. Εν τω μεταξύ συγκεντρώθηκαν κι άλλοι άνδρες από τις φυλές Νεφθαλείμ, Ασήρ και Μανασσή, και όλοι μαζί κατεδίωξαν τους Μαδιανίτες και τους αποδεκάτισαν.
Η ταπείνωσις όμως και το ψυχικό μεγαλείο του Γεδεών φάνηκε ακόμη περισσότερο μετά την οριστική συντριβή των Μαδιανιτών. Οι Ισραηλίται, γεμάτοι ενθουσιασμό και θαυμασμό για τα κατορθώματά του, του είπαν: «Κύριε, άρξον ημών και συ και ο υιός σου και ο υιός του υιού σου, ότι συ έσωσας ημάς εκ χειρός Μαδιάμ» (Κριτ. η’ 22). Του ζήτησαν να γίνη κυβερνήτης των και να τον διαδεχθούν στην εξουσία οι απόγονοί του· να γίνη δηλαδή κληρονομικός άρχων του ισραηλιτικού λαού. Ο Γεδεών όμως δεν είχε μεθύσει από τις επιτυχίες του ούτε είχε κυριευθή από φιλοδοξία. Γι’ αυτό απέρριψε αμέσως την πρότασι αυτή λέγοντας: «Ουκ άρξω εγώ, και ουκ άρξει ο υιός μου εν υμίν· Κύριος άρξει υμών» (Κριτ. η’ 23). Δεν θα γίνω εγώ άρχοντάς σας ούτε ο γιος μου· ο Κύριος θα είναι άρχοντάς σας. Με την απάντησι αυτή έδειχνε όχι μόνο τη σεμνότητα και την ταπείνωσί του, αλλά και τον βαθύ σεβασμό προς τον Θεό και την υποταγή του στο θέλημά του. Ο Θεός τον είχε καλέσει μόνο ως σωτήρα των Ισραηλιτών από τους Μαδιανίτες και όχι ως βασιλέα τους. Αρκέσθηκε λοιπόν ο Γεδεών στην εκπλήρωσι της αποστολής που του ανέθεσε ο Θεός και δεν θέλησε να εκμεταλλευθή τις επιτυχίες του, για ν’ ανεβή ψηλότερα. Ήταν πραγματικά ταπεινός και ευλαβής δούλος του Θεού· γι’ αυτό και ο Θεός τον ανέδειξε και τον εδόξασε.
Δεν έγινε λοιπόν κληρονομικός άρχων των Ισραηλιτών ο Γεδεών, αλλά έμεινε απλός κριτής επί σαράντα χρόνια. Και σ’ όλο αυτό το διάστημα η χώρα των Ισραηλιτών έμεινε ήσυχη και ειρηνική.
(1) ποκάρι: ακατέργαστο μαλλί κουρεμένου προβάτου.
Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβυτέρου Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, ΙΕΡΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2014, σελ. 393 (αποσπάσματα).