Γνωρίζουμε όλοι από προσωπική μας πείρα ότι ο κάθε άνθρωπος που υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο θέλει να ζήσει. Ένας φυσιολογικός, ένας κανονικός άνθρωπος, που δεν είναι άρρωστος, θέλει να ζήσει, και μάλιστα όχι μόνο με την έννοια μην τυχόν χάσει αυτό που έχει. Και ο πιο αδιάφορος και ο άπιστος, αν θέλετε, άνθρωπος θέλει να ζήσει, όχι απλώς διότι δεν θέλει να χάσει αυτό που έχει, αλλά γιατί κάτι περιμένει. Και γι’ αυτό πασχίζει να βελτιώσει τη ζωή του, πασχίζει να βρει εκείνο που του ξεφεύγει, που όλο νομίζει ότι το βρήκε και πάλι από την αρχή το γυρεύει.
Λίγο-πολύ όλοι το γνωρίζουμε αυτό. Από το άλλο μέρος ξέρουμε λίγο-πολύ όλοι ότι υπάρχουν εκείνοι οι οποίοι κάποια στιγμή λένε: «Φθάνει… Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα». Δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτό συμβαίνει σε όλους. Αυτό το βλέπουμε στον άγιο Συμεών, ο οποίος έχει βέβαια την πληροφορία από τον ίδιο τον Θεό, από το Πνεύμα το Άγιο, ότι δεν θα δει θάνατο, δεν θα πεθάνει, πριν δει τον Χριστόν Κυρίου, πριν δει τον Μεσσία, τον Ιησού Χριστό. Και έχει το κουράγιο να περιμένει χρόνια και χρόνια.
Περιμένει ο άγιος Συμεών. Και όταν αξιώθηκε όχι μόνο να δει, αλλά και να βαστάσει στις αγκάλες του τον Χριστόν Κυρίου –και έτσι εκπληρώθηκε ο πόθος του, ο καημός του– και να προφητεύσει κιόλας, τότε είπε απλά-απλά: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη· ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου Ισραήλ» (Λουκ. 2:29-32).
Νομίζω, από κάποια πλευρά, αυτό θα θέλαμε να γίνει και σ’ εμάς και νομίζω ότι λίγο-πολύ όλους μας ο Θεός μας προορίζει γι’ αυτό. Ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο, για να δούμε τον Χριστό, για να συναντήσουμε τον Χριστό. Ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο, για να γνωρίσουμε τον Κύριό μας, τον Σωτήρα μας, για να νιώσουμε αυτή τη σωτηρία και να τη δούμε όχι απλώς εκ του μακρόθεν. Όταν λέει ο άγιος Συμεών «ότι είδον οι οφθαλμοί μου», εννοεί ότι ζει αυτή τη σωτηρία, που είναι γι’ αυτόν και για όλο τον κόσμο.
Ζούμε, για να φθάσουμε σ’ αυτή την κοινωνία με τον Χριστό, για να δούμε, να νιώσουμε και να ζήσουμε τη σωτηρία. Γι’ αυτό ζούμε όχι μόνο εμείς εδώ αλλά όλοι οι άνθρωποι· και αυτοί που αυτή την ώρα δεν είναι εδώ και δεν θα είναι ούτε αύριο σε κάποιο ναό, και, ας πούμε, είναι αδιάφοροι και άπιστοι. Και αυτοί τον Χριστό περιμένουν, τον Χριστό ζητούν. Αλλά ακούγοντας αυτά, μπορεί να νομίζουν ότι αυτοί εξαιρούνται. Δεν εξαιρούνται. Αλλά και κάποιοι από μας εδώ, μπορεί να μην το πολυπιστεύουν αυτό, ότι και αυτοί τον Χριστό περιμένουν, και μπορεί να νομίζουν ότι η ψυχή τους όντως έχει ανάγκη απ’ αυτό, το κάτι διαφορετικό που ζητούν. Άλλος ζητάει την υγεία του, άλλος ζητάει την πρόοδό του, την εξέλιξή του γενικά, την οικονομική, τη μορφωτική, την κοινωνική και την όποια άλλη εξέλιξη. Και νομίζει ότι η ψυχή του αυτά ζητάει, αυτά ποθεί, αυτά θέλει, όμως στο βάθος η ψυχή του θέλει τον Χριστό.
Και όταν έχει κανείς μια κάποια κοινωνία με τη Χάρι του Θεού, όταν δεχθεί κάποια ψίχουλα της Χάριτος του Θεού, κάποια ψίχουλα της άνω ζωής, όταν δεχθεί κάποια επίσκεψη του Κυρίου, τότε δεν δυσκολεύεται ο άνθρωπος, οποιοσδήποτε και αν είναι, να πει ότι αυτό ήταν που ήθελε, αυτό ήταν που γύρευε. Στη στιγμή ξεχνάει τα πάντα· ας νόμιζε μέχρι εκείνη την ώρα ότι ζητάει και θέλει άλλα πράγματα. Όταν έχει την επίσκεψη της Χάριτος «εν αισθήσει», «γνωστώς», όπως λένε οι Πατέρες, τότε δεν θέλει τίποτε άλλο. Φθάνει σε μια ανάπαυση, φθάνει σε μια τέλεια παρηγορία, φθάνει σ’ ένα τέλος που είναι αρχή, και δεν έχει καμία διάθεση να ζητήσει κάτι άλλο. Αυτή την αλήθεια τη βλέπουμε απόψε και τη ζούμε στο πρόσωπο του αγίου Συμεών του Θεοδόχου.
Πόσο, αδελφοί μου, θα το ήθελα όλοι εμείς, που λίγο-πολύ ο καθένας μας από τα βάθη της ψυχής μας θέλουμε να είμαστε σ’ αυτόν τον δρόμο, όντως σ’ αυτό τον δρόμο να είμαστε. Να μη μας παραπλανούν άλλοι πόθοι και άλλα πράγματα που φαίνονται τάχα ελκυστικά. Πόσο θα το ευχόμουν, όλοι λίγο-πολύ να το εννοήσουμε αυτό, να το καταλάβουμε, ότι τον Χριστό ζητούμε.
Γι’ αυτό λοιπόν, και εύχομαι και παρακαλώ, αδελφοί μου, η εορτή αυτή της Υπαπαντής, η περίπτωση αυτή του αγίου Συμεών, να συντελέσει απόψε στο ν’ ανοίξουν τα μάτια μας, να συντελέσει στο να προσανατολίσουμε αυτή τη ζήτηση που υπάρχει μέσα μας, ώστε να ζητήσουμε όντως τον Χριστό. Ζητούν πολλοί τον Χριστό, αλλά κατ’ ουσίαν όμως δεν ζητούν τον Χριστό, γι’ αυτό και δεν τον βρίσκουν. Ζητούν να τους δώσει ο Χριστός άλλα και όχι τον ίδιο τον εαυτό του. Γιατί όποιος ζητήσει τον ίδιο τον Χριστό, ξέρει πρώτα-πρώτα να περιμένει. Δεν θα κουρασθεί να περιμένει. Και αν χρειασθεί να ζήσει δεκάδες και εκατοντάδες χρόνια, για να περιμένει, όπως έζησε ο άγιος Συμεών, δεν θα κουρασθεί. Και περιμένοντας θα έλθει η ευλογημένη ώρα, που θα δεχθεί κανείς τον Κύριο, θα δει τον Κύριο, θα δεχθεί στην αγκάλη της καρδιάς του τον Κύριο.
Θα πείτε βέβαια «εμείς κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος του Χριστού». Κοινωνούμε του Σώματος και του Αίματος, αλλά πόσοι όμως έχουμε αληθινή κοινωνία; Αυτό φαίνεται από το ότι, όταν κάποτε φωτισθεί κανείς, τότε καταλαβαίνει πόσο επιπόλαια και πρόχειρα και εξομολογιόταν και προσευχόταν και μελετούσε και κοινωνούσε. Αλλά βλέπει συγχρόνως ότι ο Θεός δεν συνερίζεται τον άνθρωπο, δεν τον αποπαίρνει, αλλά περιμένει να έλθει η ώρα που θα φωτισθεί και θα καταλάβει.
Να παρακαλέσουμε τον Θεό να μας αξιώσει να δεχθούμε τον Χριστό μέσα στην αγκαλιά της καρδιάς μας, και όταν τελειώσει εδώ η ζωή μας, και φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο, να πάμε εκεί που πήγε ο άγιος Συμεών, εκεί που πήγαν και όλοι οι άγιοι και που είναι ό,τι καλύτερο. Καμιά σύγκριση δεν μπορεί να γίνει της εκεί ζωής με την εδώ. Καμία, καμία.
Είθε ο Θεός να μας αξιώσει να τον βρούμε, πριν φύγουμε απ’ αυτόν τον κόσμο και να φύγουμε, βέβαια αφού τον βρούμε. Και φυσικά δεν θα φύγουμε χωρίς εκείνον. Μ’ εκείνον θα φύγουμε και μ’ εκείνον και με όλους τους αγίους θα είμαστε αιώνια. Αμήν.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 293 (αποσπάσματα).