Την Πέμπτη της έκτης Εβδομάδας από το Πάσχα εορτάζουμε την ανάληψη του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού.
Όταν ακόμη ο Χριστός ήταν με τους μαθητές, πριν από το πάθος, τους υποσχέθηκε την παρουσία του παναγίου Πνεύματος λέγοντας: «Σας συμφέρει να φύγω· διότι αν εγώ δεν φύγω, ο Παράκλητος δεν θα έρθει» (Ιω. 16:7), και: «Όταν έρθει Εκείνος, θα σας διδάξει όλη την αλήθεια» (Ιω. 16:13).
Γι’ αυτό, μετά την εκ νεκρών ανάσταση, ο Χριστός για σαράντα μέρες εμφανιζόταν στους μαθητές, όχι πάντοτε, αλλά με διαλείμματα, τρώγοντας και πίνοντας μαζί τους, κάνοντας έτσι την ανάσταση βεβαιότερη.
Την τελευταία φορά, αφού τους είπε πολλά για τη βασιλεία του Θεού, τους παράγγειλε να μην απομακρυνθούν από την Ιερουσαλήμ, αλλά παραμένοντας εκεί, να περιμένουν την έλευση του παναγίου Πνεύματος, για να βαπτιστούν και απ’ Αυτό –διότι μόνο με νερό είχαν βαπτιστεί προηγουμένως από τον Ιωάννη (αν και αργότερα ο Επιφάνιος Κύπρου εξιστόρησε ότι ο Ιωάννης ο Θεολόγος βάπτισε την Θεοτόκο, και ο Πέτρος με τον Ιωάννη πάλι βάπτισαν τους υπόλοιπους αποστόλους).
Τους παράγγειλε να παραμείνουν στην Ιερουσαλήμ, για να στερεωθεί πρώτα εκεί το κήρυγμα του Ευαγγελίου, μήπως πηγαίνοντας σε ξένους τόπους, εύκολα θα μπορούσαν να κατηγορηθούν, και διότι έπρεπε, όπως ακριβώς οι στρατιώτες, από εδώ να προετοιμαστούν με τα όπλα του Πνεύματος, και έτσι να προχωρήσουν σε μάχη με τους εχθρούς του Χριστού.
Όταν λοιπόν έφτασε ο καιρός της αναλήψεως, ο Χριστός έβγαλε τους μαθητές στο Όρος των Ελαιών –που ονομάζεται έτσι γιατί ήταν κατάφυτο από πολλές ελιές– και μιλώντας τους για την κήρυξή Του από αυτούς στα πέρατα του κόσμου και για την ακατάλυτη μελλοντική βασιλεία Του, και επειδή έβλεπε ότι κι εκείνοι ήθελαν να κάνουν ερωτήσεις, και ενώ ήταν παρούσα εκεί και η άχραντη Μητέρα Του, έφερε μπροστά τους αγγέλους που θα τους έδειχναν την άνοδό Του στους ουρανούς.
Και ενώ οι μαθητές έβλεπαν, άρχισε να ανεβαίνει από ανάμεσά τους, και μια νεφέλη Τον παρέλαβε. Και μ’ αυτόν τον τρόπο, υποβασταζόμενος από τους αγγέλους, που ο ένας παρακινούσε τον άλλον να ανοίξουν τις ουράνιες θύρες και ήταν κατάπληκτοι βλέποντάς Τον να έχει σάρκα και αίμα, ο Χριστός ανέβηκε στον ουρανό και κάθισε στα δεξιά του Πατέρα, και μ’ αυτό τον τρόπο θέωσε τη σάρκα Του, και τολμώ να πω, την έκανε ομόθεη, με την οποία εμείς οι άνθρωποι συμφιλιωθήκαμε με τον Θεό, αφού διαλύθηκε η αρχαία έχθρα.
Τότε παρουσιάστηκαν άγγελοι, με τη μορφή ανδρών, και έλεγαν στους αποστόλους: «Άνδρες Γαλιλαίοι, τι στέκεστε κατάπληκτοι και κοιτάζετε στον ουρανό; Αυτός ο Ιησούς, τον οποίο βλέπετε με σάρκα Θεό, έτσι θα έρθει πάλι, δηλαδή με σάρκα. Αλλά όχι όπως προηγουμένως φτωχός και αθόρυβα, αλλά με μεγάλη δόξα, καθώς τώρα τον βλέπετε να υποβαστάζεται από αγγέλους».
Οι απόστολοι, όταν απέκαμαν να κοιτάζουν ψηλά, έφυγαν από το Όρος των Ελαιών. Αυτό είναι πολύ κοντά στην Ιερουσαλήμ, απέχει απ’ αυτήν δύο χιλιάδες σαράντα βήματα. Αυτή η απόσταση είναι η “οδός του Σαββάτου”.
Έτσι είχε νομοθετήσει ο Μωυσής, τόσα βήματα να περπατούν το Σάββατο. Διότι ακριβώς και η Σκηνή του μαρτυρίου τόσα βήματα απείχε από το στρατόπεδο των Ιουδαίων στην έρημο. Γιατί επιτρεπόταν να πηγαίνουν εκεί και το Σάββατο για προσκύνηση και να μην προχωρούν περισσότερο. Για τον λόγο αυτό ονομάστηκε “οδός Σαββάτου”.
Από εδώ, μερικοί υποθέτουν ότι και η ανάληψη του Χριστού έγινε Σάββατο, το οποίο όμως είναι απίθανο.
Αφού λοιπόν οι απόστολοι επέστρεψαν στην Ιερουσαλήμ, ανέβηκαν στο υπερώο, στο οποίο έμεναν μαζί με τις μυροφόρες γυναίκες και τη Μητέρα του Λόγου, ζώντας με νηστεία, προσευχή και δεήσεις και περιμένοντας την επιφοίτηση του παναγίου Πνεύματος, όπως τους είχε υποσχεθεί ο Κύριος.
Ο αναληφθείς εν δόξη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον ημάς. Αμήν.
Διασκευή για την Κ.Ο. του κειμένου του Πεντηκοσταρίου.