Ο Κύριος ζήτησε από τον δαιμονισμένο της χώρας των Γαδαρηνών να του πει το όνομά του. Αντί γι’ αυτό του απάντησαν οι δαίμονες. Ο δυστυχισμένος αυτός είχε χάσει ακόμη και το όνομα-ταυτότητά του, εξαιτίας της αμαρτωλότητας αυτού και των συντοπιτών του.
Το όνομα καθενός τον χαρακτηρίζει. Γι’ αυτό οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί λαμβάνουν το όνομά τους με το μυστήριο του βαπτίσματος, βαπτιζόμενοι στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Στον Χριστό ο Θεός, κατά τον Απόστολο Παύλο, «εχαρίσατο αυτώ όνομα το υπέρ παν όνομα, ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλιπ. 2:10). Επίσης, οι Απόστολοι, όταν έλαβαν χάρη κατά των δαιμονίων, ανέφεραν στον Ιησού ότι «εν τω ονόματί σου εκβάλουμε τα δαιμόνια». Όλα τα μυστήρια και κάθε προσευχή αρχίζουν «στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος». Εμείς, στην Κυριακή Προσευχή, αναφέρουμε «αγιασθήτω το όνομά σου».
Όταν ο Μωυσής ρώτησε τον Θεό ποιο είναι το όνομά του, ο Θεός απάντησε «εγώ ειμί ο ων», δηλαδή ο υπάρχων, ο αυθύπαρκτος, ο «έχων ζωήν εν εαυτώ». Επρόκειτο για μια προσωπική αποκάλυψη του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Θεός απεκάλυπτε τον εαυτό του στους Προφήτες δια των ονομάτων. Κάθε όνομα ήταν αποκάλυψη μιας ενέργειας του Θεού. Τα ονόματα του Θεού αντανακλούν στις άκτιστες θείες ενέργειες, ο Θεός είναι ταυτόχρονα υπερώνυμος, ανώνυμος και πολυώνυμος. Κατά ένα σύγχρονο θεολόγο ο απρόσιτος Θεός γίνεται προσιτός με τις ενέργειές του, ενώνει το κτιστό και το άκτιστο και μας δίνει ο ίδιος την ευχέρεια της ονοματοδοσίας. Ωστόσο τα ονόματα δεν περιγράφουν την θεία ουσία ούτε διεισδύουν σ’ αυτήν. Η θεία ουσία είναι ακατονόμαστη. Ακόμα και η λέξη «Θεός» δεν μπορεί να θεωρηθεί όνομα αλλά προσωνυμία.
Ο Θεός έδωσε στον Αδάμ την δυνατότητα να δώσει όνομα στα κτίσματα «και παν ο εκάλεσεν Αδάμ ψυχήν ζώσαν, τούτο όνομα αυτού» (Γεν. 2:19). Αυτό αντανακλά στην εξουσία που έχει ο άνθρωπος, ως κορωνίδα της δημιουργίας, επάνω στην γη, γιατί ο ονοματοδότης έχει εξουσία επί του ονοματιζομένου.
Στην περίπτωση του δαιμονισμένου οι δαίμονες απάντησαν «λεγεών». Τα πονηρά πνεύματα εξαφανίζουν τον άνθρωπο όταν τον καταλάβουν και μιλούν εκ μέρους του. Ο διάβολος, ως ανθρωποκτόνος, μισεί το κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση πλάσμα του Θεού και τείνει να το εξαφανίσει. Ο Θεός, όμως, σέβεται την ατομική ιδιοσυγκρασία καθενός, το αυτεξούσιο του ανθρώπου και τα δωρήματά του, και ακόμη και η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος δεν καταλαμβάνει τον άνθρωπο εξαφανίζοντάς τις ιδιαιτερότητές του, αλλά η χάρη του Θεού αναδεικνύει τον άνθρωπο ως πρόσωπο.
Εμείς οι άνθρωποι πολλές φορές δεν σεβόμαστε ο ένας τον άλλον και επιχειρούμε να τον δυναστεύουμε, όμως ο Θεός είναι τόσο τρυφερός και διακριτικός απέναντί μας. Όλες οι ενέργειες του Θεού αποκαλύπτουν το βάθος της αγάπης του. Έτσι, δίπλα στο παντοδύναμος και πολυέλεος και αληθινός, άλλα ονόματα μπορούν να προστεθούν για τον Θεό όπως τρυφερός, διακριτικός, μακρόθυμος. Η ιδέα ενός Θεού τιμωρού προέρχεται από την δικανική αντίληψη των δυτικών περί παράβασης-τιμωρίας. Οι Πατέρες δεν θεωρούν την αμαρτία παράβαση αλλά ασθένεια και την Εκκλησία θεραπευτήριο όπου αποκαθίσταται, με βάσει την ορθόδοξη μεθοδολογία, η υγεία της ψυχής του πιστού.
Ο Θεός επιτρέπει στα πονηρά πνεύματα να καταλάβουν έναν άνθρωπο προκειμένου να σπεύσει να βοηθηθεί αλλά και να σωφρονίζονται άλλοι που δεν πιστεύουν. Ο δαιμονισμένος της σημερινής ευαγγελικής διήγησης κατελήφθη από τα πονηρά πνεύματα επειδή, κατά παράβαση του Νόμου, στην περιοχή έτρωγαν και εμπορεύονταν χοίρειο κρέας. Για τον λόγο αυτό ο Κύριος, όταν τον θεράπευσε, τον έστειλε στους συντοπίτες του να κηρύξει όσα έγιναν.
Το βάπτισμα είναι μία πανοπλία που προστατεύει τον Ορθόδοξο Χριστιανό από την επήρεια των δαιμόνων. Θα πρέπει να αρνηθεί ο χριστιανός το βάπτισμά του για να τον καταλάβουν τα πονηρά πνεύματα. Τότε αφαιρείται το ένδυμα της ψυχής, το βάπτισμα, και ο άνθρωπος εξέρχεται του Οίκου του, δηλαδή της Εκκλησίας, γίνεται αντικοινωνικός και ομοιώνεται με τους νεκρούς. Η βλασφημία του Θεού, ο φόνος δια των εκτρώσεων ή η σχέση με μάγους και ανθρώπους του σατανά είναι άρνηση του Θεού και τότε η διαρκής πολιορκία του ανθρώπου από τα δαιμόνια πολλαπλασιάζεται και η άμυνά του εξασθενεί. Η Εκκλησία, όμως, έχει την μέθοδο για την αποκατάσταση εφόσον υπάρχει αληθινή μετάνοια.
Η αμαρτωλότητα σπρώχνει στην επήρεια του σατανά και αλλοιώνει τον άνθρωπο. Κάθε αμαρτία είναι άρνηση του Θεού και ανοίγει την θύρα στους ανθρωποκτόνους δαίμονες. Η επίκληση του Θεού, η δύναμη του ονόματος Ιησούς Χριστός, η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» σώζουν τον άνθρωπο. Στην εποχή μας που οι άνθρωποι είναι αδύναμοι και πέφτουν εύκολα στην αμαρτία, η επίκληση του ονόματος του Κυρίου δια της ευχής, είναι ομολογία και παραδοχή της ανεπάρκειάς μας, γι’ αυτό και σώζει.
Από το βιβλίο: Αρχιμανδρίτου Δωροθέου Τζεβελέκα, ΔΙΗΓΗΣΟΜΑΙ ΠΑΝΤΑ ΤΑ ΘΑΥΜΑΣΙΑ ΣΟΥ (η αγάπη του Θεού στα κυριακάτικα Eυαγγέλια). Θεσσαλονίκη 2015