«Εδέετο δε αυτού ο ανήρ, αφ’ ου εξεληλύθει
τα δαιμόνια είναι συν αυτώ» (Λουκ. 8:38).
Τρία αιτήματα έντονα παρουσιάζονται στη σημερινή ευαγγελική περικοπή. Το πρώτο είναι αίτημα των δαιμόνων. Το δεύτερο απαίτηση των κατοίκων της περιοχής που επισκέφτηκε ο Κύριος και την απάλλαξε από την απειλή ενός τραγικού δαιμονιζόμενου που είχε καταντήσει ο φόβος και ο τρόμος της περιφέρειας. Και το τρίτο ήταν η ικεσία του θεραπευμένου και γεμάτου ευγνωμοσύνη δαιμονιζόμενου.
Ως προς το πρώτο θα απορούσε κανείς: Μα και οι δαίμονες απευθύνονται στο Χριστό και Τον παρακαλούν; Τι περίεργο αλήθεια! Αυτοί που μάχονται εναντίον του θελήματος του Θεού και μοναδικό τους έργο είναι το ξερίζωμα και το γκρέμισμα κάθε ηθικού και καλού, η αντιστράτευση και ο πόλεμος κατά του Χριστού, των γνήσιων μαθητών Του, της Βασιλείας Του, στέκουν με φόβο μπρος στη δύναμη της αγάπης του Κυρίου. Πιστεύουν στην ύπαρξη του Χριστού και φρίσσουν, διαβεβαιώνει η Αγία Γραφή. Διεστραμμένοι καθώς είναι, μολονότι ξέρουν την αξία Του, δε δέχονται την εφαρμογή των λόγων Του. Μηχανεύονται μάλιστα τα πάντα για να εμποδίσουν την εφαρμογή τους από τον άνθρωπο.
Άλλο είναι πως πολλοί άνθρωποι αμφισβητούν την ύπαρξη των δαιμόνων. Και σ’ αυτό απάντηση μπορούν να δώσουν όσοι στο γειτονικό νησί της Κεφαλονιάς τίμησαν τη μνήμη του Αγίου Γερασίμου. Εκεί κανένας βλέπει τις σύγχρονες τραγικές αυτές υπάρξεις να ελευθερώνονται από τη δαιμονική κυριαρχία.
Γιατί οι δαίμονες, σαν βρεθούν αντιμέτωποι με το Χριστό, «φρίσσουν», πτοούνται, αναγνωρίζουν την αδυναμία τους. Κυριαρχούν στην ανθρώπινη ψυχή και ζωή, αν γίνουν δεκτοί. Οδηγούν στον όλεθρο, στον πόνο και την καταστροφή – έστω και μέσα από συνθήκες που απατηλά φαίνονται ευχάριστες – εκείνους που τους δέχονται. Φαίνονται παντοδύναμοι, σε σημείο που ο άνθρωπος να μην μπορεί με κανέναν τρόπο να τους αντικρούσει.
Μα μόλις αντικρίσουν τον Κύριο και το Σταυρό Του – το σύμβολο αυτό της υπέρτατης αγάπης του Θεού για το πλάσμα Του – παραλύουν. Σε μια τέτοια στιγμή τρέμουν και ζητούν από το Θεό να μην τους βασανίσει χειρότερα. Να μην τους αφανίσει. Φοβούνται και απεχθάνονται την έξωσή τους από τον κόσμο.
Γιατί, λένε τότε μερικοί, δεν τους εξουδετερώνει και δεν τους αφανίζει ο Κύριος, για να ελευθερωθούμε από την τυραννία τους; Μα ο Χριστός με τη Σταύρωση και την Ανάστασή Του έδεσε και αιχμαλώτισε το σατανά. Τον ενίκησε και τον εξέβαλε από την ανθρωπότητα. Τον κατέστησε ανίσχυρο να διαπράξει οποιοδήποτε κακό στον άνθρωπο.
Αλλά, για να το πετύχουμε καθένας μας αυτό, πρέπει να δεχτούμε την παρουσία του Θεού και τη συνεργασία μαζί Του. Όταν εμείς Τον αποκρούουμε και δεν Του δίνουμε τόπο στην καρδιά μας, τότε τη θέση Του την παίρνει ο διάβολος. Την παίρνει ή τη δίνουμε εμείς οι ίδιοι τη θέση αυτή; Αυτό είναι το τραγικό.
Συμβαίνει δηλαδή μ’ εμάς ό,τι και με τους Γεργεσηνούς, τους συντοπίτες του δαιμονιζόμενου. Τι εκπληκτικό το αίτημά τους προς τον Κύριο! Είδαν την αγάπη Του. Ελευθέρωσε τον ταλαίπωρο συμπολίτη τους από την καταστροφική τυραννία των δαιμόνων. Μαζί μ’ αυτόν απάλλαξε και τους ίδιους από την τρομοκρατία τους. Θα περιμέναμε να νιώσουν ανακούφιση και ικανοποίηση. Ευγνωμοσύνη.
Εντούτοις, άλλο είναι το αίτημά τους. Επειδή επέτρεψε ο Κύριος να εισέλθουν οι δαίμονες στους χοίρους, που κατά παράβαση του Νομού του Θεού έτρεφαν και εμπορεύονταν, δε θέλουν το Χριστό κοντά τους. Προτιμούν να ζουν στην αμαρτία κερδίζοντας παρανόμως χρήματα, παρά να δεχτούν την παρουσία Του. Ας κινδύνευαν να επανέλθουν οι δαίμονες. Τούτη είναι η παράκλησή τους: να φύγει ο Κύριος μακριά από τον τόπο τους.
Μη μας εκπλήσσει. Αυτή είναι η εγκληματική τακτική μερικών. Γνωρίζουν την αξία των λόγων του Θεού και της χριστιανικής πίστεως. Αναγνωρίζουν την ανωτερότητα της χριστιανικής ζωής. Αντιλαμβάνονται – ίσως να έχουν και πείρα σχετική – πόσο γίνεται όμορφη η ζωή με την παρουσία του Χριστού. Έχουν γευτεί πόσο βαθιά και ολοκληρωτικά ικανοποιεί η συνεργασία μαζί Του και η αποδοχή της χάριτός Του πόσο τους ανακουφίζει. Έχουν ίσως απολαύσει την ελευθερία από το σατανά και την αμαρτία χάρη στην επέμβαση του Κυρίου και ξέρουν πόση χαρά δοκιμάζουν, όταν ζητάνε αυτή Του την επέμβαση.
Εντούτοις κάμπτονται μπρος στην απατηλή γλυκύτητα της αμαρτίας. Λυγίζουν με τις ψεύτικες υποσχέσεις για παραδείσους απολαύσεων που υπόσχεται ο διάβολος. Νικιούνται από την επιθυμία αυτών των απολαύσεων που ίσως έχουν δοκιμάσει ή από περιέργεια τις επιζητούν. Και τότε μόνοι ζητούν να φύγει ο Χριστός. Τον αποκρούουν. Ειρωνεύονται καθετί που σχετίζεται μ’ Αυτόν. Πέφτουν στου σατανά την παγίδα και αιχμαλωτίζονται.
Στο βάθος της ψυχής τους νιώθουν πως έπεσαν έξω. Αισθάνονται τυραννική την πικρή γεύση τώρα της αμαρτίας. Δεν έχουν όμως τη δύναμη ούτε να το αναγνωρίσουν ούτε – πολύ περισσότερο – ν’ αποτινάξουν το ζυγό της. Προτιμούν τα ανούσια ξυλοκέρατα από τη μεστή και θρεπτική τροφή του λόγου του Θεού.
Δε λείπουν βέβαια και οι άλλοι. Εκείνοι που αγαπάνε πραγματικά τον εαυτό τους. Εκείνοι που αποβλέπουν στην ευτυχία τους. Που επιζητούν την ψυχική τους γαλήνη και την εσώτερη χαρά, οτιδήποτε και αν τους στοιχίσει αυτό. Είναι αυτοί που δέχτηκαν τη χάρη του Θεού. Αυτοί που αναγνωρίζουν το ολίσθημά τους και μέσα στον κίνδυνο του καταποντισμού τους κραυγάζουν καθώς ο Πέτρος: «Κύριε, σώσον με».
Και επεμβαίνει ο Κύριος. Επιστέφει τον αγώνα του μαχητή της πίστεως και της αρετής. Ανταποκρίνεται στο «Κύριε, ελέησόν με» αυτού που μέσα στην ομίχλη των παθών και κάτω από το βάρος των αδυναμιών Τον αναζητεί. Δίνει πλουσιότερη τη χάρη Του σ’ εκείνους που ελευθερωμένοι με την επέμβασή Του από το διάβολο, γεμάτοι ευγνωμοσύνη αλλά και με συναίσθηση της αδυναμίας τους ικετευτικά ζητάνε να μείνει κοντά τους. Γιατί μόνο έτσι νιώθουν πως βρίσκονται σε ασφάλεια. Κάτω από τη θαλπωρή της αγάπης Του. Μέσα στη σκιά του Σταυρού Του.
Αυτό άλλωστε είναι το τρίτο αίτημα. Η ικεσία του θεραπευμένου, του ελευθερωμένου από τους δαίμονες. Παρακαλούσε μ’ όλη τη θέρμη της καρδιάς του να του επιτρέψει ο Κύριος να μείνει κοντά Του. Να Τον ακολουθεί παντού. Να μη χάσει την ευεργετική Του παρουσία.
Αλλά Εκείνος που έφυγε μακριά από τους ανθρώπους που δεν Τον ήθελαν, του ζήτησε κάτι άλλο. «Υπόστρεφε εις τον οίκον σου και διηγού όσα εποίησέ σοι ο Θεός» (Λουκ. 8:39). Γύρισε στο σπίτι σου και να διηγείσαι ανάμεσα στους δικούς σου, στους συντοπίτες σου, πόσο καλό, πόση ευεργεσία σου εδώρισε ο Θεός.
Η παραμονή του κοντά σ’ εκείνους που έδιωξαν το Χριστό θα ήτανε μια διαρκής μαρτυρία της άπειρης αγάπης και δυνάμεώς Του. Ένας διαρκής έλεγχος για κείνους που απέκρουσαν και τα δυο κατά τρόπο εγκληματικό.
Αδερφοί μου.
Να τι πρέπει να εξετάσουμε. Ποιο είναι το δικό μας αίτημα; Να μείνουμε κοντά στο Χριστό μόνιμα ή να φύγει μακριά μας ο Χριστός; Θέλουμε την παρουσία Του για ν’ αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά την πάλη μας με την αμαρτία; Ή μήπως επιδιώκουμε να φύγει ο Κύριος από τη σκέψη και τη ζωή μας για να αμαρτάνουμε χωρίς τύψεις; Για να παρασυρόμαστε στην οποιαδήποτε αμαρτία, χωρίς την αντίδραση της διδασκαλίας και της χάριτός Του;
Ας κάνουμε μια αυτοεξέταση. Και με ειλικρίνεια ας πάρουμε μια υπεύθυνη θέση απέναντί Του. Ποιο είναι το δικό μας αίτημα; Να μείνει ή να φύγει ο Χριστός;
Αν επιδιώκουμε την απομάκρυνσή Του, ο σατανάς θα καλύψει το κενό. Το θέλει. Παλεύει για να το κατορθώσει. Απροσδόκητα γι’ αυτόν συνεργαζόμαστε μαζί του διώχνοντας το Θεό. Τον αφήνουμε να θρονιαστεί στην καρδιά μας. Ενώ είναι ανίσχυρος, αντί να εκμεταλλευτούμε αυτή του την αδυναμία για να τον εξουδετερώσουμε, του δίνουμε αξία. Τον αφήνουμε να κυριαρχήσει πάνω μας, μη βρίσκοντας αντίσταση.
Ποιο λοιπόν θα είναι το αίτημα μας;
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Α’.