Κάποτε – διηγείται ο υποτακτικός του ιερομόναχος Ιάκωβος – λειτουργούσε ο Γέροντας Ιάκωβος και ήμουν διακονητής στο Ιερό, τότε μοναχός Ιλαρίων. Ήταν μαζί με κάποιον άλλον ιερέα. Την ώρα που είπε ο Γέροντας “Πρόσχωμεν, τα άγια τοις αγίοις”, αμέσως κατανύχτηκε, έλαμψε ολόκληρος, και είδε πάνω στο άγιο Δισκάριο το Σώμα και το Αίμα του Κυρίου. Ο ιερέας το βράδυ είχε εξομολογηθεί στον Γέροντα, αλλά, ενώ είχε τον λογισμό, αν γίνεται πραγματικά μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα και τον πείραζε ο λογισμός της απιστίας, δεν τον είπε στον Γέροντα. Όταν, όμως, την ώρα της θείας Λειτουργίας είδε τον Γέροντα να συγκινήται και να κλαίη, τον ρώτησε:
– Γέροντα, τι πάθατε, τι συμβαίνει; Και ο Γέροντας απάντησε:
– Για την απιστία σας και τον λογισμό που είχατε, πάτερ, και δεν μου το είπατε.
Με δάκρυα στα μάτια και λυγμούς, συνέχισε:
– Αχ!, πάτερ μου, ζει Κύριος ο Θεός. Αν είχες μάτια πνευματικά, θα έβλεπες, όπως βλέπω εγώ, το άγιο Δισκάριο γεμάτο αίματα και να στάζη πάνω στο Αντιμήνσιο· είδες, πάτερ, “θαυμαστός ο Θεός εν τοις Αγίοις αυτού”. Ο ιερέας τότε γονάτισε και γεμάτος φόβο και τρόμο συνέχισε την Λειτουργία.
Ο Γέροντας έβλεπε και άκουγε πολλά κατά την διάρκεια της θείας Λειτουργίας. Ενώ τον βλέπαμε στον Όρθρο καταβεβλημένο και κουρασμένο, στην θεία Λειτουργία ανασταινόταν, πέταγε, γινόταν άλλος Ιάκωβος. Ακόμα είχε το χάρισμα να βλέπη αν κάποιος ήταν άξιος ή όχι για να κοινωνήση. Έβλεπε Άγγελο να παίρνη μέσα από την λαβίδα το Σώμα και το Αίμα, όταν κάποιος αναξίως κοινωνούσε.
Μια φορά, ως μοναχός, καθάριζα το Ιερό του αγίου Δαυΐδ. Μπαίνει ο Γέροντας μέσα, πάει μπροστά στην εικόνα του αγίου Δαυΐδ, αρχίζει να μιλάη στον Άγιο, να του διαβάζη ένα γράμμα και να του λέη για κάποιον ασθενή να πάη να τον κάνη καλά. Τα έλεγε αυτά γεμάτος συγκίνηση και πόνο, λες και ήταν ο Άγιος δίπλα του, παρών, και όντως ήταν. Εμένα μου έπεσε το φαράσι μέσ’ στο Ιερό που σκούπιζα και ρώτησε:
– Ποιος είναι μέσα;
– Γέροντα, εγώ, του λέω.
– Ιλαρίωνά μου, έχεις ώρα; Άκουσες αυτά που έλεγα; Μην με παρεξηγήσης, έχω πάρει κάτι χάπια για την καρδιά και βλέπω παραισθήσεις, τα ‘χω χαμένα, έχω ζαλάδα. Και ύστερα πρόσθεσε:
– Πάτερ, μην λες τίποτα, τι άκουσες και τι είδες, μην μας κοροϊδέψουν.
– Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα.
Το απόγευμα, με είδε στην κουζίνα που μαγείρευα, γιατί είχα το διακόνημα του μάγειρα και ήμουν βοηθός του π. Κυρίλλου, και μου λέει διακριτικά: «Ιλαρίωνά μου, χίλια συγγνώμη που σου είπα ψέματα το πρωί στην Εκκλησία. Δεν είχα ζαλάδα, ούτε χάπια πήρα, αλλά απλά ήθελα να κρύψω την αρετή της προσευχής και την επικοινωνία που έχω με τον Άγιο, μήπως πέσω σε κενοδοξία και χαθώ. Ό,τι θέλω, έτσι το ζητώ από τον Άγιο και μου το δίνει».
Μια φορά, καθαρίζαμε τον ναό του αγίου Δαυΐδ, για την πανήγυρη της Μεταμορφώσεως και, όταν καθαρίζαμε το Δεσποτικό, σκεφτήκαμε και είπαμε:
– Γέροντα, αφού ο Δεσπότης δεν έρχεται, καλό είναι τόσο που το καθαρίσαμε. Και ο Γέροντας είπε:
– Εγώ βλέπω τον Δεσπότη Χριστό, που ‘ναι καθημερινά επάνω και παίρνω ευχή.
Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες), σελ. 151, 153. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.