Πολλές φορές ακούμε να γίνεται λόγος, τόσο για θανάσιμα, όσο και για συγγνωστά αμαρτήματα, και είναι αλήθεια ότι λίγοι από εμάς γνωρίζουμε να κάνουμε την διάκριση αυτή.
Επειδή, λοιπόν, η διάκριση της αμαρτίας είναι απαραίτητη για κάθε άνθρωπο, θα αναφέρουμε λίγα πράγματα για τα δύο αυτά αμαρτήματα, θανάσιμα και συγγνωστά, για να γνωρίζουμε πού βαδίζουμε. Διότι πολλοί από εμάς υποπίπτουμε σε θανάσιμα αμαρτήματα και λέμε, α, δεν είναι τίποτε αυτό! Και το αντίθετο, υποπίπτουμε σε συγγνωστά και νομίζουμε ότι έχουμε αμαρτήσει θανάσιμα και απελπιζόμαστε.
α) Για τα θανάσιμα.
Τα θανάσιμα αμαρτήματα, κατά τον Γεννάδιο Σχολάριο, τον Κορέσσιο και των Ιεροσολύμων Χρύσανθο, όπως αναφέρει ο άγιος Νικόδημος, είναι τα προαιρετικά εκείνα αμαρτήματα που προσβάλλουν την μεταξύ ημών και Θεού αγάπη, ή την αγάπη μεταξύ ημών, Θεού και πλησίον, και καθιστούν τους αμαρτάνοντες ενόχους αιωνίου Κολάσεως. Και η μεταξύ ημών και Θεού αγάπη προσβάλλεται, όταν π.χ. θα βλασφημήσουμε Αυτόν, ενώ η μεταξύ ημών, Θεού και πλησίον αγάπη προσβάλλεται, όταν π.χ. θα φονεύσουμε κάποιον.
Τα αμαρτήματα λοιπόν αυτά που λέγονται θανάσιμα είναι τα εξής: 1) η Υπερηφάνεια, 2) η Φιλαργυρία, 3) η Πορνεία, 4) ο Φθόνος, 5) η Γαστριμαργία, 6) ο Θυμός και 7) η Ακηδία (ή Αμέλεια). Από αυτά τα επτά βασικά αμαρτήματα πηγάζουν όλα τ’ άλλα. Το τι δε ακριβώς γεννά το καθένα από αυτά μάς το σημειώνει ο Γαβριήλ Φιλαδελφείας στην Ορθόδοξη Ομολογία του, όπως και ο Νικόλαος Βούλγαρης, που γράφουν τα εξής:
1) Από την Υπερηφάνεια πηγάζουν: κενοδοξία, καύχηση, οίηση, φιλοδοξία, ανυποταξία, καταγέλαση, υπόκριση, πείσμα κ.α.
2) Από τη Φιλαργυρία πηγάζουν: πλεονεξία, ανελεημοσύνη, σκληρότητα της καρδιάς, κλοπή, αρπαγή, ψεύδος, αδικία, δολιότητα, επιορκία, σιμωνία, ιεροσυλία, απιστία, ανειλικρίνεια κ.α.
3) Από την Πορνεία πηγάζουν: μοιχεία, αρσενοκοιτία, κτηνοβασία, αιμομιξία, παιδοφθορία, παρθενοφθορία, συγκυλισμός, αυνανισμός, τύφλωση του νου, αθεοφοβία κ.α.
4) Από τον Φθόνο πηγάζουν: επιβουλή, έχθρα, χαιρεκακία, φιλονεικία, καταλαλιά, απάτη, προδοσία, φόνος, αχαριστία, λύπη για τα καλά του φθονουμένου.
5) Από τη Γαστριμαργία πηγάζουν: λαιμαργία, μέθη, ασωτία, καρηβαρία (πονοκέφαλος), λαγνεία, ακηδία κ.α.
6) Από τον Θυμό πηγάζουν: βλασφημία, μίσος, μνησικακία, φιλονεικία, επιορκία, κατάρα, ύβρη, μάχη, διαπληκτισμός, φόνος κ.α.
7) Από την Ακηδία πηγάζουν: μικροψυχία, λύπη και αγανάκτηση για το καλό που κάνουμε, προφάσεις εν αμαρτίαις, απόγνωση, απιστία και νωθρότητα προς κάθε καλό έργο που ήταν δυνατό να πράξουμε.
Ας σημειωθεί ότι τα επτά αυτά βασικά θανάσιμα αμαρτήματα είναι ως πάθη και έξεις ριζωμένα στην ψυχή, από τα οποία βλαστάνουν όλα τα ανωτέρω. Και ακόμη, ότι άλλα από αυτά είναι μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα και άλλα είναι αίτια των άλλων και άλλα αιτιατά. Π.χ. η λαγνεία (η ασέλγεια δηλαδή) και η ακηδία (η αμέλεια ή αδιαφορία) γεννιούνται από την γαστριμαργία. Ο φθόνος, ο θυμός και η φιλαργυρία γεννούν τον φόνο και τη φιλονεικία κ.ο.κ.
Ο Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέει, ότι η ρίζα όλων των αμαρτημάτων, θανασίμων και μη, είναι η φιλαυτία. Αυτή η αμαρτία είναι η αιτία όλων των άλλων κακών. Το αναφέρει δε αυτό, ερμηνεύοντας το του αποστόλου Παύλου, εκεί που λέει: «Έσονται οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι» κτλ. (Β’ Τιμ. 3:2-7), διότι και ο απόστολος προέταξε αυτήν την αμαρτία από τις λοιπές.
β) Για τα συγγνωστά.
Συγγνωστά αμαρτήματα λέγονται τα αμαρτήματα εκείνα, τα οποία δεν προσβάλλουν την προς τον Θεό ή τον πλησίον αγάπη, ούτε καθιστούν τον άνθρωπο εχθρό του Θεού και ένοχο αιωνίου Κολάσεως, στα οποία είναι υποκείμενοι και αυτοί οι Άγιοι κατά το ρητό του Ιακώβου που λέει: «Πολλά γαρ πταίομεν άπαντες» (Ιακ. 3:2), το του Ιωάννου: «Εάν είπωμεν αμαρτίαν ουκ έχομεν εαυτούς πλανώμεν και η αλήθεια ουκ έστιν εν ημίν» (Α’ Ιω. 1:8), το του Δαβίδ: «Μη εισέλθης εις κρίσιν μετά του δούλου σου, ότι ου δικαιωθήσεται ενώπιόν σου πας ζων» (Ψαλ. 142:2), το του Σολομώντος: «Ουκ έστιν άνθρωπος, ος ουχ ήμαρτε» (Γ’ Βασ. 8:46), το του Δανιήλ: «Ημάρτομεν, ηνομήσαμεν» (Δαν. 9:5) και το «Ηυχόμην και εξωμολογούμην τας αμαρτίας μου και τας αμαρτίας του λαού μου Κυρίω τω Θεώ μου» του ίδιου (Δαν. 9:20).
Έτσι αναφέρει και η εν Καρθαγένη Σύνοδος στους κανόνες της 125, 126 και 127. Τα συγγνωστά λοιπόν αμαρτήματα είναι π.χ. η πρώτη κίνηση προς άνομη επιθυμία, η πρώτη κίνηση του μίσους, το παιγνιώδες (αν είναι δυνατόν να λεχθεί) ψεύδος, ο κατά πάροδον φθόνος, δηλαδή η λεγόμενη ζήλεια, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά μικρή λύπη για κάτι καλό που έχει επάνω του ή γύρω του ο άλλος.
Και λέμε, ότι σε αυτά υποπίπτουμε άπαντες και δεν υπάρχει άνθρωπος στη γη που έμεινε άτρωτος από αυτά.
Και είναι αλήθεια τόσο λυπηρό, άνθρωποι αγωνιζόμενοι εν Κυρίω να πέφτουν πολλές φορές σε αμαρτήματα θανάσιμα, που αυτοί τα βλέπουν ίσως για συγγνωστά. Αλλά ο Κύριος που είναι τόσο καλός όλα τα ενεργεί για την σωτηρία μας και την αφύπνισή μας.
Ως επί το πλείστον δε, την παθαίνουν οι άνθρωποι που έχουν πολλές αρετές. Εκεί ο Σατανάς βρίσκει ευκαιρία να τους βαστά από κάπου, από τη στιγμή που έχουν τόσα άλλα.
* * *
Είναι πράγματι δυσκολοδιάκριτη η διαφορά που υπάρχει μεταξύ θανάσιμου και συγγνωστού αμαρτήματος. Γι’ αυτό θα παραθέσουμε, με τη θεία χάρη, γνώμες διαφόρων αγίων προσώπων που μιλούν για τη διάκριση αυτή. Ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης π.χ. λέει, ότι «Προς θάνατον αμαρτία είναι η αμαρτία που γίνεται εν γνώσει, μη προς θάνατον δε, αυτή που γίνεται εν αγνοία. Αλλά και η κατά του Θεού βλασφημία και η εν γνώσει μεγάλη αμαρτία (δηλαδή φόνος, μοιχεία κ.τ.τ.) είναι προς θάνατον» (Ερωτ. νδ’).
Επίσης ο Ε’ κανόνας της Ζ’ Οικ. Συνόδου, όπως και ο Οικουμένιος, προς θάνατον αμαρτία λένε την αμετανόητη και αδιόρθωτη. Ο Γεώργιος Κορέσσιος, ο οποίος φαίνεται ότι μιλάει ακριβέστερα, λέει ότι «τα θανάσιμα διαφέρουν από τα συγγνωστά καθώς διαφέρει ένα θανάσιμο έργο από έναν αργό λόγο ή έναν μάταιο λογισμό. Καθότι με τρεις όψεις παρουσιάζεται η αμαρτία, ή ως πονηρό έργο ή ως πονηρός λόγος ή ως πονηρό νόημα. Και όλα τα πονηρά έργα είναι βέβαια ενός γένους, διαφέρουν όμως μεταξύ τους κατά το είδος· ομοίως και όλα τα πονηρά λόγια και νοήματα διαφέρουν κατά την ατέλεια της πράξεως και ενεργείας, όπως διαφέρει η πρώτη κίνηση του θυμού και του μίσους από τον πραγματικό θυμό και τη μνησικακία. Επίσης η επιορκία, αν και είναι θανάσιμη, διαφέρει του αργού λόγου».
Ο Γεννάδιος ο Σχολάριος ταξινομεί τα θανάσιμα και συγγνωστά αμαρτήματα σε γενικότερους κανόνες. Δηλαδή στον νου αποδίδει τους κακούς λογισμούς, στη γλώσσα τους κακούς λόγους και στο σώμα τα κακά έργα. Και προσθέτει ότι γίνεται θανάσιμη η αμαρτία που ανήκει στον νου, όταν πραγματοποιηθεί, όπως η υπερηφάνεια, η μνησικακία, η αίρεση κ.α., και όχι όταν απλώς περάσει από τον νου ο εγωϊσμός, το μίσος, η απιστία. Γι’ αυτά αναφέρει και ο Νηστευτής στον β’, γ’ και δ’ κανόνα του.
Ομοίως γίνεται θανάσιμη η αμαρτία που ανήκει στη γλώσσα, όταν πραγματοποιηθεί, όπως είναι η βλασφημία, η επιορκία, η ψευδομαρτυρία.
Κατά τον ίδιο τρόπο, κάθε αμαρτία που ανήκει στο σώμα γίνεται θανάσιμη όταν πραγματοποιηθεί, όπως είναι η πορνεία, η μοιχεία, ο φόνος, η έκτρωση κ.τ.τ.
Συγγνωστά παραμένουν τα θανάσιμα αμαρτήματα που ανήκουν στο σώμα αλλ’ όταν έλθουν μόνο στον νου και παραμείνουν μόνο εκεί και φύγουν από εκεί. Διότι όταν αυτή την απλή επιθυμία της πορνείας, ας πούμε, δεν προσέξουμε και τη δεχθούμε και την πράξουμε, τότε αυτή η απλή επιθυμία γεννά θάνατο, όπως λέει ο αδελφόθεος Ιάκωβος: «Η επιθυμία συλλαβούσα τίκτει αμαρτίαν (συγγνωστή δηλαδή), η δε αμαρτία αποτελεσθείσα (μέσω του σώματος) αποκύει θάνατον» (Ιακ. 1:15).
Ομοίως και η θανάσιμη αμαρτία που ανήκει στον λόγο, αν μείνει μόνο στον νου, είναι συγγνωστή. Παραδείγματος χάριν, η βλασφημία που πραγματοποιήθηκε είναι θανάσιμο αμάρτημα, αλλ’ όταν δεν πραγματοποιηθεί και μόνο περάσει από τον νου ή παραμένει και κάπως σ’ αυτόν ακουσίως, είναι συγγνωστή. Με λίγα λόγια, συγγνωστά είναι και αυτά τα θανάσιμα αμαρτήματα, αν δεν πραγματοποιηθούν.
Από το περιοδικό “ΑΓΙΑ ΜΑΡΙΝΑ” Αθηνών, φύλλο 197 του 1959 (απόσπασμα).
Διασκευή για την Κ.Ο.