Η ώρα είναι ένδεκα. Σε μία ώρα θα περάσουμε στον καινούργιο χρόνο. Αφήνουμε τον παλαιό και περνούμε στον καινούργιο. Καλό είναι εμείς οι χριστιανοί να μη βιαζόμαστε να περάσει ο χρόνος, για να έλθει ο άλλος, όπως κάνουν συνήθως οι άνθρωποι του κόσμου αυτού, που δεν ξέρουν και κάνουν ό,τι τους έρθει.
Για μας βέβαια δεν υπάρχει στην ουσία τέλος ενός χρόνου και αρχή άλλου χρόνου, αλλά κι αν το πάρουμε έτσι, ο απερχόμενος χρόνος δεν είναι πάντοτε χρόνος που πρέπει να θέλουμε να φύγει όσο το δυνατό γρηγορότερα, αλλά είναι ένας χρόνος κι αυτός του Θεού, όπως θα είναι κι ο άλλος που θα έρθει. Και ο Θεός, όσο κι αν εμείς δεν αξιοποιούμε τον χρόνο, φροντίζει να κάνει έτσι τα πράγματα, ώστε να αξιοποιούμε τον χρόνο και να ευλογούμεθα.
Θα ήθελα πρώτα να πω υπεύθυνα, ότι καθώς όλο και καταβάλουμε κάποια προσπάθεια να ωφελούμαστε, γνωρίζουμε καλύτερα τον εαυτό μας, γνωρίζουμε και συνειδητοποιούμε την παρουσία των αδυναμιών που έχουμε. Αν μη τι άλλο, λίγο λίγο, θέλουμε δεν θέλουμε, χάνουμε την καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας, αφού αποκτούμε μια κάποια γνώση του εαυτού μας, μια κάποια αυτογνωσία. Και επομένως ταπεινωνόμαστε, όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, μετανοούμε, αρχίζουμε να ελπίζουμε περισσότερο στον Θεό, να πιστεύουμε περισσότερο, να περιμένουμε δηλαδή την Χάρι του, άσχετα αν νομίζουμε ότι λιγοστεύει, μικραίνει η πίστη μας, ελαττώνεται η ελπίδα μας. Κατά βάθος η εργασία αυτή γίνεται, και μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα έλθει το καλό κάποια μέρα.
Λίγο-πολύ γίνεται δηλαδή και σ’ εμάς αυτό το οποίο έγινε στους Αποστόλους, στους μαθητάς του Χριστού, οι οποίοι όλο το ίδιο ήταν, σαν να μην προόδευαν, σαν να μην προέκοπταν. Καμιά φορά έμοιαζε να γίνονται και χειρότεροι. Όμως έμειναν κοντά στον Χριστό, καίτοι πειράσθηκαν, καίτοι ο διάβολος προσπάθησε πάση θυσία να τους απομακρύνει από τον Χριστό. «Πατάξω τον ποιμένα και διασκορπισθήσονται τα πρόβατα» (Ματθ. 26:31, Μάρκ. 14:27, Ζαχ. 13:7). Αυτός ήταν ο σκοπός του διαβόλου.
Οι μαθηταί, άσχετα εάν φάνηκαν όλες οι αδυναμίες τους, οι μεγάλες αδυναμίες τους, και φάνηκε ότι σαν να ήθελαν να απομακρυνθούν από τον Χριστό, τελικά έμειναν. Ο Κύριος μερικές φορές μαλώνει τους μαθητάς του, τους αποπαίρνει, αν επιτρέπεται να πούμε έτσι, τους παρατηρεί, τους ομιλεί αυστηρά, με σκληρή γλώσσα· όμως αυτοί είναι οι μαθηταί του, τους οποίους μάλιστα ο ίδιος τους διάλεξε. Και βλέπετε, ο Κύριος μολονότι από μια πλευρά μοιάζει να μην είναι καθόλου ευχαριστημένος μαζί τους, τελικά, καθώς μένουν κοντά του, αποδέχεται αυτή την παραμονή τους, την εγκρίνει, την νομιμοποιεί και κάποτε τους ευλογεί, και γίνονται από κει και πέρα αυτό που δεν ήταν όλα εκείνα τα χρόνια.
Αυτό είναι κάτι που μπορεί βέβαια για πολλούς από μας να γίνει την ώρα του θανάτου μας. Επειδή οι αδυναμίες μας είναι μεγάλες, και ο Θεός βλέπει ότι δεν μας συμφέρει να δείξει ότι μας αποδέχθηκε –γιατί μπορεί να πάθουμε χειρότερα– αφήνει τα πράγματα ως έχουν· και μπορεί αυτό το θαύμα να γίνει την ώρα του θανάτου. Θα γίνει το καλό αυτό, θα γίνει το θαύμα αυτό σ’ εκείνον ο οποίος, όπως κι αν έχουν τα πράγματα, όσο κι αν είναι υπό την επήρεια των παθών του, των αδυναμιών του, τελικά μένει κοντά στον Χριστό, αγωνίζεται να μένει κοντά στον Χριστό, να μένει μέσα στην Εκκλησία.
Απ’ αυτής της απόψεως θα ήθελα να πω, αδελφοί μου, πάλι ενώπιον του Θεού, πάλι, αν θέλετε, αν επιτρέπεται να πω έτσι, ως δυνάμενος να έχω μια κάποια γνώμη, ότι μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα και να πιστεύουμε βάσιμα ότι ο Κύριος που μας διάλεξε, που διάλεξε και τους μαθητάς του, θα μας οδηγήσει στη σωτηρία. Μας διάλεξε, διότι, αν είμαστε χριστιανοί, εκείνος το κανόνισε. Εμείς μπορούσαμε ποτέ να το σκεφτούμε έτσι; Μας έφερε κοντά του, και αν αυτή την ώρα είμαστε εδώ και έχουμε την υπομονή και ακούμε κι αυτά που λέγονται, και λίγο από μέσα μας φτερουγίζει η καρδιά μας και, άσχετα εάν τα πάθη είναι πολλά και οι αδυναμίες είναι πολλές, όμως υπάρχει μια κάποια επιθυμία, ένας κάποιος πόθος. Πάλι κι αυτά είναι του Κυρίου. Αλλιώς, θα μας είχε αποδοκιμάσει ο Κύριος. Βλέπετε, μας κρατάει, μας ενθαρρύνει, μας χαριτώνει, μας συγχωρεί, μας ανέχεται, συγκαταβαίνει.
Να το πιστεύουμε αυτό, αδελφοί μου, ότι ο Κύριος μας έβαλε στον δρόμο της σωτηρίας και προς τα εκεί μας σπρώχνει, και θα έρθει η ώρα και η ημέρα της σωτηρίας. Κουράγιο. Και αυτό να ανάψει μέσα μας τον ζήλο, να ενεργήσει μέσα μας, όπως είπαμε, θετικά, όχι αρνητικά. Μπορούμε κάθε στιγμή να το σκεπτόμαστε αυτό, ότι ο Κύριος θέλει να μας σώσει και θα μας σώσει.
Από το άλλο μέρος όμως, καθώς τώρα είμαστε στην τελευταία ώρα του έτους αυτού και θα μπούμε στον καινούργιο χρόνο, επιτρέψτε μου, ακόμη μία φορά να πω ότι πρέπει να σκεφτούμε αυτό το θέμα της σωτηρίας και να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά, όπως και το θέμα της αμαρτίας να το σκεφτούμε πολύ σοβαρά.
Φρίττει ο άνθρωπος, τρομάζει ο άνθρωπος, καθώς βλέπει τα φοβερά πάθη που έχουμε μέσα μας, τις φοβερές αδυναμίες που έχουμε μέσα μας. Έχει κάνει τέτοιο κακό η αμαρτία μέσα μας και κάμνει τέτοιο κακό κάθε μέρα μέσα μας που δεν λέγεται. Τι να σας πω! Και πεισματικά –άλλο αυτό!– εμμένει ο αμαρτωλός και ταλαίπωρος άνθρωπος στις αδυναμίες του, στα πάθη του. Δουλεύει, δουλεύει, δουλεύει –δεν το καταλαβαίνει– για την αμαρτία του, για τα πάθη του, για τον παλαιό άνθρωπο. Και μοιάζει σαν να μην έχει σκέψη, σαν να μην μπορεί να σκεφτεί, σαν να μην μπορεί να καταλάβει, σαν να μην έχει νου, να μην έχει λογικό. Μοιάζει σαν να ζει άσκοπα, να κουράζεται άσκοπα και να εργάζεται άσκοπα. Απ’ αυτής της απόψεως, το πόσο άσχημα είναι τα πράγματα δεν λέγεται.
Πρέπει όμως, αδελφοί μου, να δούμε τις αδυναμίες μας, να δούμε τα πάθη μας. Δεν βγαίνει τίποτε απλώς μόνο με το «ε, να, κάνουμε προσευχή, πάμε στην Εκκλησία, καλοί χριστιανοί είμαστε», ενώ μέσα μας βράζουν τα πάθη, μέσα μας οργιάζουν τα πάθη. Και κάνω μία έκκληση: Μπήκαμε πια μέσα στη μάνδρα του Κυρίου. Μην ξεφεύγουμε λοιπόν από δω κι από κει· μην ξεγελούμε τον εαυτό μας. Δεν γίνεται αλλιώς. Πού θα πάμε;
Μπαίνουμε σε καινούργιο χρόνο και δεν ξέρουμε πόσο θα ζήσουμε. Οι ημέρες που μας δίνει ο Θεός είναι ημέρες που πρέπει να τις αξιοποιήσουμε, είναι ημέρες που πρέπει να τις εκμεταλλευτούμε. Επομένως, παρακαλώ, να εντείνουμε την προσπάθειά μας, να μεγαλώσουμε τον ζήλο μας, να το πάρουμε λίγο φιλότιμα το θέμα της σωτηρίας, λίγο ζεστά, να το πάρουμε πιο σοβαρά. Όλοι οι Έλληνες σ’ όλα τα θέματα τώρα είμαστε τελείως ασοβάρευτοι, τελείως ανεύθυνοι και στα πνευματικά. Δεν στέκεται αυτό. Να πάρουμε πιο σοβαρά την όλη υπόθεση της σωτηρίας μας.
Πραγματικά να κινούμε γη και ουρανό ή καλύτερα, όπως λέει ο Δαβίδ, «ει δώσω ύπνον τοις οφθαλμοίς μου και τοις βλεφάροις μου νυσταγμόν και ανάπαυσιν τοις κροτάφοις μου έως ου εύρω τόπον τω Κυρίω» (Ψαλμ. 131:4). Δηλαδή μην αναπαυθούμε εωσότου ξεκινήσουμε σοβαρά, εωσότου μπούμε στα σοβαρά και με ζήλο στον δρόμο αυτό που μας έβαλε ο Θεός, εωσότου ανταποκριθούμε στην κλήση του Θεού, στην αγάπη του Θεού. Και να αποφασίσουμε, ας πούμε, αληθινά να μετανοήσουμε, αληθινά να ταπεινωθούμε, αληθινά να έχουμε φόβο Θεού, αληθινά να έχουμε μέσα μας αυτό το οποίο θέλει ο Θεός. Όχι επιπόλαια, όχι πρόχειρα, όχι ανεύθυνα.
Όλο το κακό γίνεται από αυτή την ανευθυνότητα, από την όλη ασοβάρευτη στάση μας. Δεν γίνεται έτσι. Δεν μπορεί ο Θεός να δουλέψει μαζί μας. Του το λέμε, του το ξαναλέμε βέβαια στην προσευχή μας, και το ακούει ο Θεός και θέλει να εργαστεί μέσα στην ψυχή μας –διότι ό,τι θα γίνει, θα το κάνει ο Θεός, καθώς εμείς συνεργούμε προσφέροντας τον εαυτό μας– αλλά, όταν δεν μπορεί να μας έχει εμπιστοσύνη ο Θεός, δεν μπορεί να εργαστεί. Και δεν μπορεί να μας έχει εμπιστοσύνη, όταν δεν μας βλέπει σοβαρούς και υπευθύνους. Εμείς, άνθρωποι είμαστε και δεν μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη, όταν έχουμε να κάνουμε με κάποιον ο οποίος δεν μπορεί να σοβαρευτεί.
Να σοβαρευτούμε λοιπόν και να συνειδητοποιήσουμε την ευθύνη που φέρουμε. Να συνειδητοποιήσουμε την όλη αγάπη του Θεού, την όλη ευεργεσία του, τις δωρεές, τις ευλογίες, τη συγκατάβασή του. Να τα συναισθανθούμε αυτά, και να ξεπεταχτεί από μέσα μας το φιλότιμο, ο ζήλος, η αγάπη, και ν’ ανταποκριθούμε στον Θεό.
Έτσι, αδελφοί μου, να μπούμε στον καινούργιο χρόνο και έτσι να προσπαθήσουμε να ζήσουμε. Ο Θεός ξέρει τη δουλειά του. Ξέρει τι είμαστε ο καθένας, ξέρει τι χρειάζεται να γίνει στον καθένα μας, ξέρει πώς θα το κάνει. Από μας περιμένει αυτό: στα σοβαρά ως άνθρωποι που έχουμε νου, που έχουμε σκέψη, να σταθούμε απέναντί του. Να ανταποκριθούμε, να τον ακολουθήσουμε, να συνεργαστούμε μαζί του μ’ αυτή τη σοβαρότητα που μπορεί να έχει ένα λογικό πλάσμα. Και ο Θεός, επαναλαμβάνω, ξέρει τι χρειάζεται να κάνει στον καθένα μας και θα το κάνει.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 120.