Μία νέα γυναίκα από την Νικήσιανη όταν πήγε να δει τον όσιο Γέροντα, αφού είχε κατηγορήσει πικρά κάποιον στη μητέρα της, έκπληκτη άκουσε: «Προχθές εσύ που πήγες στη μάνα σου τι την είπες; Τι ωραίες συμβουλές την έδωσες; Και ποια είσαι εσύ που μπορείς να κρίνεις άνθρωπο;»
Την ίδια ημέρα πήγαν και αρκετές άλλες συγχωριανές της να δουν τον όσιο. Προς όλες είχε κάτι προσωπικό να πει. Ασφαλώς και δεν το έκανε για να τις ντροπιάσει, αλλά για να μετανοήσουν. Ούτε φυσικά για να φανερώσει το διορατικό του χάρισμα και να τον θαυμάζουν. Μάλιστα προς την κάθε μία αναφερόταν με το όνομά της, χωρίς να του το έχουν πει.
Λέγει σε μία: «Εσύ γιατί ήρθες; Κακώς ήρθες. Γιατί έκανες φασαρία στον άνδρα σου; Αφού δεν σε άφηνε, δεν έπρεπε να ‘ρθείς».
Άλλη τη ρώτησε: «Πόσα παιδιά έχεις;» Εκείνη απάντησε «τέσσερα». Της ανταπάντησε: «Εσύ έχεις κτήματα για δεκατέσσερα παιδιά. Πού είναι τα άλλα παιδιά;»
Σε άλλη φανέρωσε: «Εσύ τον αδελφό σου τον έχεις γραμμένο στο ψυχοχάρτι. Θα τον σβήσεις από εκεί, δεν είναι δεκτός, γιατί πήγε μόνος του και πνίγηκε και αυτοκτόνησε. Δεν επιτρέπεται να τον έχεις γραμμένο». Αυτό είχε συμβεί πριν δεκαοκτώ χρόνια.
Κατόπιν πλησίασε μία άλλη: «Ε, μάνα μου, χώμα θα γίνουμε και για δύο τούβλα μάλωσες με τη Φρόσω; Χώμα, μάνα μου, θα γίνουμε, μη το ξεχνάς».
Άλλη τη συμβούλευσε: «Εσύ, μάνα μου, γέρασες, βγάλε αυτά τα σκουλαρίκια, να τα δώσεις σε κανένα φτωχό. Δεν σε χρειάζονται άλλο εσένα». Η ίδια είχε πάει σ’ ένα σπίτι και πήρε ασβέστη, χωρίς να ρωτήσει τον νοικοκύρη, κρυφά. Ο όσιος συνέχισε και της είπε κάπως αγριεμένα: «Τον ασβέστη να τον πας από εκεί που τον πήρες».
Άλλη τη ρώτησε: «Τον γνωρίζεις τον άγιο Μηνά;» «Όχι, δεν τον γνωρίζω» απάντησε. «Άναβε κανένα κερί εσύ για τον άγιο Μηνά, γιατί είναι προστάτης σου» της είπε με βεβαιότητα.
Τέλος πήγε σε μία ηλικιωμένη από τα Κύργια, που κουτσομπόλευε και κατηγορούσε και της είπε κάπως αυστηρά: «Τον άνδρα σου τον έφτυσες δύο φορές. Με ποιο δικαίωμα, δεν ντρέπεσαι; Είχε πάει να ψωνίσει και επειδή ξέχασε κάτι να φέρει, φτου του έκανες. Και τη δεύτερη φορά πάλι τον ξαναέφτυσες. Έχεις αυτό το δικαίωμα, εσύ μεγάλη γυναίκα να φέρεσαι έτσι; Και με τον κουμπάρο σου ήσουν μαλωμένη. Πέθανε μετά εκείνος. Αν πας τώρα πίσω, πάρε τον παπά να κάνει ένα τρισάγιο στο μνήμα για την ψυχή του».
Μόλις άκουσε αυτά, έφυγε αμέσως. Ο όσιος την ακολούθησε και της είπε: «Γιατί δεν έρχεσαι μέσα, γιαγιά;» «Γιατί είμαι αμαρτωλή», αποκρίθηκε. «Και εγώ αμαρτωλός είμαι. Μάνα μου, το ένα πόδι σου στο μνήμα το έχεις και αυτά τα χέρια ένα μύρο δεν έχουν. Βάφτισες κανένα παιδί;»
Στην άρνησή της συνέχισε εκείνος: «Ε, να βαφτίσεις, προτού είναι αργά». Ο όσιος της μίλησε κάπως αυστηρά και ελεγκτικά, γιατί ήθελε να της ταπεινώσει τον εγωισμό, που έβλεπε ότι είχε μέσα της και θεωρούσε τον εαυτό της καλύτερο απ’ όλες τις γυναίκες.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 272 (αποσπάσματα).