Στον τρίτο στίχο του πρώτου ψαλμού λέει για τον ευσεβή: «και πάντα όσα αν ποιή κατευοδωθήσεται».
Στον ευσεβή άνθρωπο, στον πράγματι πιστό, στον άνθρωπο του Θεού, στον άνθρωπο που αγαπά τον Χριστό και θεωρεί ότι θησαυρός είναι ο Χριστός, θεωρεί ότι το παν είναι ο Χριστός, όντως όλα θα πάνε καλά. Όχι με την έννοια ότι θα πάνε καλά οι δουλειές, ότι θα πάει καλά το σπίτι, ότι θα πάει καλά δεν ξέρω τι.
Ο ευσεβής άνθρωπος, ο πιστός άνθρωπος που αγαπά τον Χριστό έχει τον πλούτο μέσα του, έχει τον θησαυρό μέσα του, ο οποίος θησαυρός είναι ο ίδιος ο Χριστός. Αν τώρα του λείψει τούτο ή του λείψει εκείνο, αυτά δεν τον επηρεάζουν. Αυτό θα πει ότι έχει τη βασιλεία του Χριστού μέσα του, αυτό θα πει ότι έχει το Πνεύμα του Χριστού μέσα του, αυτό θα πει ότι είναι πλούσιος, και ότι την ώρα που πεινάει, είναι σαν να μην πεινάει, την ώρα που είναι φτωχός, είναι σαν να μην είναι φτωχός. Δεν είναι θεωρία αυτά· προσέξτε το. Δεν είναι θεωρία.
Το θέμα είναι ότι έχεις τον Θεό. Και ο Θεός μπορεί να σου δώσει τα πλούτη πολλαπλάσια, όταν ξέρει ότι δεν θα σου κάνουν κακό. Άλλοτε πάλι ο Θεός παίρνει την υγεία, παίρνει τα πλούτη από τον ευσεβή. Τον ασεβή τον αφήνει· δουλεύει και θα τα βγάλει. Από τον ευσεβή όμως ο Θεός μπορεί να πάρει και την υγεία του, μπορεί να πάρει και τα πλούτη του, μπορεί να πάρει και άλλα πράγματα.
Μη φοβάστε! Εδώ είναι που μερικές ψυχές φοβούνται: «Να πάω με τον Θεό. Μα, αν μου κάνει καμιά ζημιά;» Από κάποια πλευρά, έχει δίκαιο η ψυχή που έχει έναν τέτοιο φόβο. Γιατί ο Θεός, ακριβώς για να σου δώσει τον ουράνιο πλούτο και να τον έχεις με ασφάλεια μέσα στην ψυχή σου και να μην υπάρχει κίνδυνος να τον χάσεις, είναι ενδεχόμενο να σου πάρει προσωρινά την υγεία, να σου πάρει και κάποια άλλα πράγματα. Ξέρει ο Θεός. Δεν θα κάνει λάθος. Ούτε θα σε ζημιώσει ο Θεός ούτε θα σε μεταχειρισθεί άσπλαχνα και άπονα, όπως ίσως νομίζεις. Όχι.
Ο Θεός θα σε μεταχειρισθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε θα έλθει ώρα που θα πεις: «Χαλάλι, Θεέ μου, όλα· και οι πόνοι και οι αρρώστιες και τούτο κι εκείνο. Λυπούμαι πολύ, Θεέ μου, που δεν το καταλάβαινα τότε και είπα μερικά πικρά λόγια. Αλλά πόσο σοφά, Θεέ μου, ενήργησες εσύ, που επέτρεψες να μου έλθει τούτο, που επέτρεψες να μου έλθει εκείνο, που επέτρεψες να μου έλθει το άλλο!»
Με αυτή λοιπόν την έννοια, «πάντα, όσα αν ποιή» ο ευσεβής, «κατευοδωθήσεται», όλα τα έργα του ευσεβούς θα πάνε καλά.
Τα υλικά αγαθά είναι για όλους, και εκείνοι που πιο πολύ τα κυνηγούν ασφαλώς θα έχουν περισσότερα. Αλλά είναι εντελώς αδύνατο –λένε οι Πατέρες, και αυτό το βλέπει κανείς στην καθημερινή πραγματικότητα– είναι εντελώς αδύνατον ο ασεβής άνθρωπος, ο άνθρωπος που δεν πιστεύει στον Θεό, ο άνθρωπος ο οποίος δεν μετανοεί, ο οποίος δεν ζητάει το θέλημα του Θεού και δεν αγωνίζεται να κάνει το θέλημα του Θεού και τις εντολές του Θεού, να γευθεί τα πνευματικά αγαθά. Είναι αδύνατο να αποκτήσει τα πνευματικά αγαθά αυτός ο άνθρωπος.
Ενώ ο ευσεβής, ο πιστός, αυτός που μελετά τον νόμο του Θεού, που ζητεί το θέλημα του Θεού, που αγωνίζεται να εφαρμόσει τις εντολές του Θεού, αυτός που μετανοεί και πάλι μετανοεί και επιστρέφει και αγωνίζεται να έχει αρετές, οπωσδήποτε θα έχει τα πνευματικά αγαθά του Θεού. Και θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτά που λέει εδώ ο ψαλμωδός, τουλάχιστον σήμερα, μετά τον ερχομό του Κυρίου, έχουν εφαρμογή κυρίως στην πνευματική σφαίρα, στο πνευματικό επίπεδο.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Ο άνθρωπος του Θεού”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 34, 45