Ο Θεός – έλεγε ο Δημήτριος Παναγόπουλος – έκανε σκανδαλωδώς έλεος σε μένα, διαφορετικά θα είχα ταρταρωθεί εδώ και καιρό. Έπρεπε στα χρόνια της κατοχής και στο Αλβανικό μέτωπο να είχα πεθάνει 7 φορές. Εντούτοις ακόμα ζω, όχι εξαιτίας της δικής μου δικαιοσύνης, αλλά εξαιτίας του ελέους του Θεού, γιατί γνώριζε, ότι θα επιστρέψω και θα μετανοήσω και με προστάτευε, για να μπορέσω έτσι να σωθώ και να μην πάει χαμένο το ποσοστό αίματος που έχυσε ο Χριστός και για τη δική μου ψυχή.
Είχα ένα μεγάλο πάθος στα νεότερα χρόνια μου, το πάθος της χαρτοπαιξίας. Καθόμουνα από το Σάββατο το βράδυ στο τραπέζι να παίξω χαρτί και σηκωνόμουνα την Τετάρτη το βράδυ. Τέσσερα μερόνυχτα, συνεχόμενα, έπαιζα τράπουλα, τέτοιο πάθος είχα! Καθόμουνα να κερδίσω, με κάθε μέσο, έστω και με κομπίνα, δεν πάει να ήτανε και ο Ωνάσης στο τραπέζι! Ήμουν ένας λωποδύτης. Έμενα νηστικός για το χαρτί. Πού ένας τέτοιος άνθρωπος, να πάει στην Εκκλησία!
Άμα επιτρέψει ο Θεός και γράψω ένα βιβλίο για την μετάνοιά μου και το πώς επέστρεψα στο Χριστό, πιστεύω, ότι τέτοια περίπτωση παγκοσμίως δεν θα υπάρχει. Ένα μόνο θα σας πω (αν και μου είναι δύσκολο), για να σας ωφελήσω και να σας ενδυναμώσω την πίστη σας. Μου παρουσιάστηκε ο Άγιος Δημήτριος και μου είπε: «Δεν έχεις δικαίωμα, να διατηρείς το όπλο σου στο οπλοστάσιο και να μην το χρησιμοποιείς!»
Όπλο εννοούσε ο Άγιος τον λόγο μου. Και εγώ τον λόγο μου τον χρησιμοποιούσα για κουβέντες και για αστεία. Η αποκάλυψη αυτή του Αγίου Δημητρίου με έκανε κατά 70% να επιστρέψω στην Ορθοδοξία και να είμαι σήμερα αυτός που είμαι.
Στη νεαρή μου ηλικία, όταν ερχόμουνα τα ξημερώματα στο σπίτι από τις ατασθαλίες μου, με έλεγε η μητέρα μου: «Μα φτερό σαν τα μυρμήγκια έκανες;» Πού να την καταλάβω! Αυτά με έλεγε ο κόσμος και οι άνθρωποι γύρω μου, οι «καλοθελητές», αυτά με έλεγε η σάρκα μου, αυτά με έλεγε ο εγωισμός μου και αυτά έκανα. Και έτσι της έκλεινα την πόρτα κατάμουτρα.
Έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά από τη μάνα μου. Είχα παχύ σκοτάδι. Δεν βρέθηκαν άνθρωποι να μου μιλήσουν, να με πουν μία κουβέντα, στον κόσμο που βρισκόμουν. Όλοι με οδηγούσαν στο κακό. Τώρα το πώς γύρισα και επέστρεψα στο δρόμο του Θεού, μόνο ο Θεός το ξέρει.
Δεν μπορεί να βρεθεί έστω και ένας, που να έρθει και να μου πει: «Δημήτρη, εγώ ήρθα να σε μιλήσω, εγώ σε βοήθησα και σε είπα μία καλή κουβέντα για το καλό σου!»
Κανένας δεν βρέθηκε, αλλά πώς τα οικονόμησε ο Θεός! Άμα υπάρχει καλή προαίρεση μέσα στον άνθρωπο, δεν δυσκολεύεται ο Θεός να τον βγάλει με τον τρόπο Του από το σκοτάδι στο Φως. Δεν δυσκολεύεται ο Θεός από τις αμαρτίες μας, απλά ζητάει να του επιτρέψουμε να μας λύσει τα χέρια.
Μεγάλη υπόθεση να διαφωτίσεις το σκοτάδι κάποιου συνανθρώπου σου! Οι άνθρωποι που βοηθούν το έργο του Θεού, με το να φέρνουν διαφωτίζοντας-νουθετώντας ανθρώπους στο δρόμο του Θεού, ο Θεός θα τους κατατάξει σε ειδική θέση μέσα στον παράδεισο. Έχω προσωπικά δεδομένα σε αυτό το θέμα, αλλά παραπάνω δεν μπορώ να σας πω.
Από το βιβλίο: Εις αγαθή ανάμνηση. Εμπειρικές αλήθειες από την κηρυκτική διακονία του πιστού εργάτου Κυρίου ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ (1916-1982). Εκδόσεις “Ορθόδοξος Κυψέλη”, Θεσσαλονίκη 2013.