Ο υπερφυσικός χορτασμός των πεντακισχιλίων, και μάλιστα «χωρίς γυναικών και παιδίων», είναι το μοναδικό θαύμα που περιγράφεται και στα τέσσερα ευαγγέλια –και το θυμόμαστε συχνά, όσες φορές τελούμε τη σύντομη ακολουθία της Αρτοκλασίας.
Ο Χριστός κατά κανόνα διενεργούσε θεραπείες αρρώστων και δαιμονισμένων, ήταν ο υπέροχος και υπέρτατος γιατρός. Στη σημερινή περικοπή (Ματθ. 14.14-22) προβάλλεται και ως υπερφυής τροφοδότης: Όλη μέρα δίδαξε και γιάτρεψε τις ψυχές του πλήθους και «εθεράπευσε τους αρρώστους αυτών», και σαν εσπερινό κλείσιμο έθρεψε και τα σώματά τους.
Έτσι αποζημιώθηκαν με το παραπάνω, που κουράσθηκαν οδοιπορώντας «πεζή από των πόλεων» για να Τον βρουν στην έρημο όπου είχε αποσυρθεί. Ανταμείφθηκε η υπομονή τους να μείνουν για τόσο πολύ στο ύπαιθρο κοντά Του.
Αλλά και πόσο μελίρρυτος θα ήταν ο λόγος Του για να τους καθηλώσει, και πόσο καταπληκτικά και εξαίσια τα θαύματά Του, ώστε να λησμονήσουν και χρόνο και φαγητό!
Είναι λοιπόν εκεί, πέρα από τη λίμνη, τέτοια η ατμόσφαιρα η εξωτερική-αισθητική, και κυρίως η εσωτερική-συναισθηματική, είναι τέτοια η ψυχική φόρτιση, που απορροφήθηκαν όλοι. Ώρες ειδυλλιακές, θεϊκά μαγευτικές. Αποξεχνιούνται και οι ακροατές μα και ο Διδάσκαλος, έτσι που χρειάζεται να παρέμβουν κάποτε αργά οι μαθητές Του, για να Του επιστήσουν την προσοχή στην άτεγκτη πραγματικότητα· βράδυ από τη μια, πείνα από την άλλη: «Η ώρα ήδη παρήλθεν· απόλυσον τους όχλους, ίνα απελθόντες εις τας κώμας αγοράσωσιν εαυτοίς βρώματα».
Οι απόστολοι αποξεχάσθηκαν αλλιώς. Τους διέφυγε το ότι ο Χριστός είναι η «άλλη» πραγματικότητα. Πλην τότε πραγματοποιείται το πρωτοφανές θαύμα: Ευλογεί ασήμαντη ποσότητα τροφίμων, που αρκούν πια να χορτάσουν τον λαό! Το «χορτάσουν» δεν είναι συμβατικό, τρόπος του λέγειν χάριν ευγενείας.
Είναι πραγματικότητα αφού περίσσεψαν και δώδεκα κοφίνια ταξιδιωτικά –θα ήταν κάτι σαν τα δικά μας σακκίδια. Το βάρος τους στους ώμους και στις πλάτες των δώδεκα αποστόλων θα τους έπειθε πως δεν επρόκειτο για όνειρο.
Μαγιά και αρχή του σημερινού μας θέματος θα είναι το εξής σημείο: Ο Χριστός τους προμήθεψε ψωμί και ψάρια, ό,τι το πιο λιτό και απλό, χωρίς δε καθόλου οινοπνευματώδη ποτά. Αν ήθελε, ίσχυε να τους παραθέσει τα πάντα.
Το εξαιρετικά περιορισμένο εδεσματολόγιο του προνοητή και συντηρητή του κόσμου μάς υποβάλλει, αν μη και επιβάλλει, την απλότητα στη δίαιτα. Όχι λαιμαργία, όχι γαστριμαργία. Υποσημειώνουμε ότι οι Πατέρες κάνουν διάκριση των δυο όρων. Υπό τη λαιμαργία εννοούν την απόλαυση που προκαλούν στον λαιμό οι ηδονιστικές τροφές, ενώ υπό τη γαστριμαργία εννοούν την ικανοποίηση της γαστέρας, την υπερπλήρωση του κοιλιακού «ασκού» με ικανή ποσότητα τροφών.
Τι κακά προξενούν τα πολυφροντισμένα ψυχή τε και σώματι φαγητά!
* Η με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση παρασκευή γεύματος «επιπέδου» αν μη τι άλλο απαιτεί σπατάλη χρόνου. Υποκλέπτει ώρες που θα ήταν δυνατό να διατεθούν σε δραστηριότητες ωφέλιμες και όχι επιζήμιες.
Αν για τέσσερα-πέντε άτομα εξανεμίζοντας ώρες ολόκληρες πάνω από τις χύτρες και τα ταψιά, πώς θ’ απομείνει καιρός για να προσφερθεί στον Κύριο ή στον συνάνθρωπο ή στην ψυχή μας; Πώς θα περισσέψει χρόνος για προσευχή, για μελέτη και για έμπρακτη αγάπη; Τα πολυπληθή λοιπόν προϊόντα μαγειρικής και αρτοποιΐας μεταβάλλονται κατ’ αρχάς σε δολιοφθορείς των δυνατοτήτων αρετοποιΐας.
* Τα «πικάντικα», ορεκτικά και η πολυφαγία, συνοδευόμενα μάλιστα από κατάχρηση οινοπνεύματος –αυτά πάνε μαζί– ζημιώνουν το σώμα. Προκαλούν από απλές οργανικές ανωμαλίες, όπως δυσπεψίες και αϋπνίες, μέχρι ανεπανόρθωτες φθορές στα διάφορα συστήματα σαν το κυκλοφοριακό, το πεπτικό, το νευρικό κλπ. Υπάρχουν δηλαδή άνθρωποι που πεθαίνουν από το πολύ φαΐ πάνω στο φαγοπότι. Είναι αδιανόητο! Και νέοι άνθρωποι!
Εξάλλου, σώμα πολύκιλο, με πολλά κιλά, και πολύκοιλο, με πολλή κοιλιά είναι αναμφίβολα μειονεκτικό, όχι μόνο δυσκίνητο αλλά και δύσκρατο. Δικαιολογείται μόνο σε περιπτώσεις ασθενών. Το πάχος συντελεί σε δυσκινησία, η δυσκινησία σε ακινησία και η ακινησία σε πάχυνση. Το πάχος είναι και πατέρας και παιδί της παχύνσεως. Δηλαδή τρέχα-γύρευε… Τρέχα σε γιατρούς και γύρευε εξετάσεις.
* Πέρα από το σώμα, η ακράτεια του στόματος βλάπτει και την ψυχή. Τη βλάπτει διττά. Υποδουλώνει πρώτα τη θέληση στο πιρούνι και στο ποτήρι. Ο κοιλιόδουλος, αν και ξέρει και διαπιστώνει τις αναταραχές στις φυσικές λειτουργίες, που καταλήγουν σε νόσους, δεν έχει δύναμη βουλήσεως να σταματήσει.
Εκτός ωστόσο από την σκλαβιά της θελήσεως παθαίνει και άλλες πνευματικές καταστροφές, αφού όσα λιπαίνουν, όσα εκκαίουν, και όσα ηδύνουν (πρβλ. Κλίμαξ 14.8) ερεθίζουν και εξάπτουν και τα υπογάστρια μαζί με τη γαστέρα.
* Το πολυτελές τραπέζι είναι και πολυδάπανο φυσικά. Πλην των άλλων μείον και πλην, μειώνει και την ελεημοσύνη. Τα ποσά που θυσιάζονται στον βωμό των σφαγείων και αλλού, υποκλέπτονται από την άσκηση της αγάπης, αρετής που ουδέποτε καταργείται, που «ουδέποτε εκπίπτει» (Α’ Κορ. 13.7). Με την κατάχρηση ακριβών ειδών διατροφής στερούμαστε το χάρισμα της αρωγής φτωχών, οι οποίοι στερούνται και το λιτό ακόμη φαγητό.
* Σοβαρή αμαρτία, σπατάλη επίσης, και ας μη το έχουμε πάρει σοβαρά, είναι το πέταγμα του φαγητού. Θεωρούμε ότι χάνει τη ηδύτητά του όταν δεν είναι μόλις κατεβασμένο από τη φωτιά, όταν είναι χθεσινό.
Οι παλιές νοικοκυρές, που ήσαν αληθινά νοικοκυρές, ρύθμιζαν και κανόνιζαν, ώστε να μη καταλήγει τίποτε στα σκουπίδια. Και η οικογένεια τρεφόταν σωστά, αλλά και διασπάθιση των σπιτικών οικονομικών δεν γινόταν, και ας μην πολυυπήρχαν ακόμη τα μέσα συντηρήσεως, ψύξη-κατάψυξη.
Η σπατάλη όμως αποτελεί σημαντική αμαρτία και αχαριστία προς τον σιτοδότη Θεό. Ας το έχουμε στον νου μας για να μη χρειάζεται να έρχονται κατοχικοί καιροί και ισχνές αγελάδες (πρβλ. Γεν. 41.19-20).
Αμαρτία η σπατάλη, αρετή η οικονομία. Διακηρύχθηκε έμμεσα πλην σαφώς από το πιο έγκυρο στόμα, από το στόμα του Θεανθρώπου, στο σημερινό γεγονός. Προσθέτει δηλαδή ο ευαγγελιστής Ιωάννης στη δική του έκθεση του θαύματος, ότι τα δώδεκα κοφίνια των πλεονασμάτων συγκεντρώθηκαν έπειτα από εντολή του Κυρίου «ίνα μη τι απόληται» (6.12). Τέσσερις μικρές λέξεις με μεγάλο νόημα. Να μην απολεσθεί τίποτε απολύτως! Εκείνος που έδωσε εκατοντάδες κοφίνια έλαβε πρόνοια για ελάχιστα περισσεύματα που φαίνονταν άχρηστα πια.
Ιερομόναχος Ιουστίνος