«Άνθρωπός τις ην πλούσιος… ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς» με κατάληξη έπειτα από τον «εφήμερο» επίγειο βίο του, να φωνάζει σπαρακτικά προς τον προπάτορα Αβραάμ, που βρισκόταν αγεφύρωτα μακριά του, «οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη».
Εμείς ας τρυφήσουμε όχι στις υλικές σαρκικές ηδονές, που καταποντίζουν στον κατώτερο βυθό οδύνης, στον ανώτερο βαθμό κολάσεως, αλλά στην πνευματικότατη Αγία Γραφή, που ανοίγει τους κόλπους του Αβραάμ.
Η πανδαισία, την οποία μας προσφέρει το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκ. 16.19-31), διαμετρικά αντίθετη των πανδαισιών και εδεσμάτων του πλουσίου, έχει δυο κύρια πιάτα:
Απογυμνώνει το προσωπείο και την απάτη του πλούτου, που διαστρέφει τις δύο πραγματικότητες, αφενός την πραγματικότητα των παρόντων, ώστε τα παρουσιάζει αιωνίως πραγματικά, και αφετέρου την πραγματικότητα της αιωνιότητας, ώστε την παρουσιάζει α-πραγματική και ανυπόστατη-ανύπαρκτη· και την ξεχνάει.
Άλλωστε καταδεικνύεται ότι ο πλούτος επιπλέον σκληρύνει συνήθως τον κάτοχό του απέναντι του συνανθρώπου του, του εκάστοτε φτωχού Λαζάρου, και τον κάνει άσπλαχνο και λιθοκάρδιο.
Και το δεύτερο πιάτο του «μενού» μας: Φανερώνει τη δικαιοσύνη του Θεού: «Απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» τελεσίδικα «εν τω άδη… υπάρχων εν βασάνοις».
Ο Λάζαρος ήταν φτωχός, άρρωστος, πεινασμένος, ξένος, ανέστιος-αφιλοξένητος. Υπάρχει δυσπραγία στον κόσμο.
Ο Κύριος είναι ικανός να εξαλείψει όλες τις ανάγκες των ανθρώπων· να τους πλουτίζει, όπως πλούτισε τον Σολομώντα (Γ’ Βασ. 3.13)· να τους ποτίζει, όπως τους Εβραίους στην έρημο, τότε που πήγασε νερό από κατάξερο βράχο (Αρ. 20.1-11)· να τους έχει πάντοτε ντυμένους, όπως είχε επίσης τους Ισραηλίτες κατά την Έξοδο (Δευτ. 29.4)· να τους θεραπεύει – απερίγραπτες οι θαυματουργικές ιάσεις του Χριστού που μνημονεύει (π.χ. 4.40) ο αρμόδιος Λουκάς, ως γιατρός (Κολ. 4.14) και άλλοι (π.χ. Ματθ. 4.23-24)· να τους χορταίνει, όπως τους πεντακισχίλιους (Ματθ. 14.14-21)· να μην υπάρχουν ξένοι, αφού μας συμφιλίωσε με τον Πατέρα (Εφ. 2.11-22)· να μην βρίσκεται φυλακισμένος αθώος, ή αθωούμενος δια της μετανοίας – δεν είχε ελευθερωθεί ο Πέτρος και άλλοι από τα δεσμά; (Πρ. 5.17-21).
Μα τότε πώς θα είχαμε εμείς περιθώρια εκδηλώσεως της αγάπης; Ο πάνσοφος Θεός αφήνει τις πολύμορφες δοκιμασίες για να καλλιεργούνται, δια μεν της υπομονής οι εμπερίστατοι, δια δε της έργω και λόγω συμ-παθείας προς αυτούς, οι άλλοι. Τελικά η αντιμετώπιση της δυστυχίας και από τους μεν και από τους δε θα είναι το κριτήριο της θείας δικαιοσύνης, όπως αποδεικνύεται από την περίπτωση του Λαζάρου.
Αναντίρρητα η δικαιοσύνη του Θεού υπάρχει και δρα πάντοτε, ενεργεί και τώρα στη γη μας, ωστόσο συχνά αδυνατούμε να τη διακρίνουμε και να την αντιληφθούμε επειδή «ανεξιχνίαστοι αι οδοί αυτού» (Ρωμ. 11.33).
Εμείς παρατρέχοντας τη «σύγχρονή» μας δικαιοσύνη του Θεού θα εστιασθούμε στα έσχατα, τότε που όμως είπαμε θα φανερωθεί αυτή αναφανδόν και αδιαμφισβήτητα. Προς τα εκεί άλλωστε μας κατευθύνει ο πλούσιος ο «υπάρχων εν βασάνοις» της Κολάσεως.
Στην ημερησία διάταξη της εποχής μας βρίθει το ερώτημα πότε θα έρθει ο αντίχριστος, το 666, πότε θα έρθουν τα έσχατα και η συντέλεια του κόσμου.
Οι πιστοί παρακάμπτουμε την περιέργεια και απαντούμε στον εαυτό μας και στους άλλους ότι η ουσία είναι όχι το πότε θα έρθει, αλλά το πώς θα μας βρει· να έχουμε καλά έσχατα, τέλη, και «καλή απολογία την επί του φοβερού βήματος του Χριστού» (Πληρωτικά Ακολουθιών).
Ο απόστολος Παύλος μας «χτυπάει καμπανάκι» αφυπνιστικά: «Απόκειται τοις ανθρώποις άπαξ αποθανείν, μετά δε τούτο κρίσις» (Εβρ. 9.27).
Αναπόφευκτη και αυστηρή η επιβολή της θείας δικαιοσύνης. Τη διηγείται «σκηνικά» προφητικά ο Αμώς: «Όπως αν φεύγει άνθρωπος μπροστά από το λιοντάρι και θα του επιπέσει η αρκούδα και θα πηδήξει μέσα στο σπίτι του και θ’ ακουμπήσει [αποκαμωμένος] τα χέρια του πάνω στον τοίχο και θα τον δαγκώσει φίδι» (5.19). Τα διαζωγράφισε τούτα για τους αυτοθεωρούμενους δίκαιους, που επιζητούσαν να έρθει «η ημέρα Κυρίου» (5.18).
Συμπληρώνει ο απόστολος Πέτρος ότι θα καταφθάσει απροσδόκητα «η ημέρα Κυρίου ως κλέπτης εν νυκτί» (Β’ Πέτρ. 3.10). Εξηγεί δε ο συγκορυφαίος του απόστολος Παύλος: «Όταν γαρ λέγωσιν, ειρήνη και ασφάλεια, τότε αιφνίδιος αυτοίς εφίσταται όλεθρος, ώσπερ η ωδίν τη εν γαστρί εχούση» (Α’ Θεσ. 5.3) – το έπαθε και ο άφρων πλούσιος, που έχασε τη ζωή του, πάνω που θα έλεγε «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά κείμενα εις έτη πολλά· αναπαύου, φάγε, πίε, ευφραίνου» (Λουκ. 12.19).
Και πρώτιστα από έκπληξη σε έκπληξη θα πέφτουν οι αμαρτωλοί του τύπου του καλοζωιστή άσπλαχνου πλουσίου μας, «που λένε “Δεν θα μας αγγίξουν ούτε θα γίνουν πάνω μας κακά» (Αμώς 9.10), επειδή «νομίζουν ότι θα διαφύγουν τη μισοπόνηρη [που μισεί το πονηρό] δίκη του Θεού, ο Οποίος πάντοτε κατοπτεύει τα πάντα» (Εσθήρ 8.12δ).
Τότε μόνο, που θα έχουν πικρή πείρα ήδη, θα ομολογήσουν συντετριμμένοι «Έθεσες τις ανομίες μας μπροστά σου», ω Θεέ (Ψαλμ. 89.8). Αυταπατούνταν ότι δεν υπήρχε Θεός ή έστω δεν έβλεπε ή έστω αδιαφορούσε ή έστω ξεχνούσε. Μα έπειτα «εν τω άδη… εν βασάνοις» θα τα βρουν «σκούρα», «εις το σκότος το εξώτερον· εκεί έσται ο κλαυθμός και βρυγμός των οδόντων» (Ματθ. 8.12).
Ιερομόναχος Ιουστίνος