Την περίοδο της βουλγαρικής κατοχής ζούσε στη Ξάνθη μία μοναχή, ονόματι Ευγενία, που θέλησε να πάει στο μοναστήρι μ’ ένα κάρο. Πριν φθάσει, ο όσιος Γεώργιος γνώριζε τον ερχομό της και είπε σε μία γυναίκα που τον διακονούσε: «Μάνα, μάνα, μάνα, έρχεται η μάνα». Μόλις την είδε, της είπε: «Μάνα, εγώ εδώ θα σε θάψω». Πράγματι, μετά από λίγο καιρό κοιμήθηκε και την έθαψε στο μοναστήρι του.
Κάτοικος της Σίψας ανάφερε πως ο πατέρας του, που ήταν αξιωματικός κατά την περίοδο της κατοχής, πήγαινε στο μοναστήρι και ρωτούσε τον όσιο για την έκβαση του πολέμου. Εκείνος τον παρηγορούσε και τον καθησύχαζε: «Μη στενοχωριέσαι, αυτοί θα ‘ρθουν και θα φύγουν». Όπως πράγματι έγινε.
Μερικοί προσκυνητές του πήγαιναν δώρο ένα κατσίκι. Είχε μαζέψει λίγα και τα είχε δώσει σ’ ένα νέο του χωριού, να τα βόσκει μαζί με τα δικά του. Ο νέος αυτός άρμεγε κρυφά από μία άσπρη κατσίκα, που είχε πολύ γάλα, και το μοιραζόταν με τους φίλους του. Υπήρχε πείνα τότε και το γάλα αυτό πολύ τους παρηγορούσε.
Ο όσιος το καταλάβαινε και όταν επέστρεφε το βράδυ, τον ρωτούσε: «Σήμερα τι έκανες;»
–«Πάτερ, τίποτε δεν έκανα».
–«Αύριο θα σου δώσω πιο πολύ ψωμί και τυρί να δώσεις στα παιδιά, αλλά την κατσίκα την άσπρη δεν θα την αρμέξεις».
Εκείνος όμως πάλι τα ίδια έκανε. Όταν επέστρεφε το βράδυ και τις άρμεγε, για να μη καταλάβει ο όσιος Γέροντας ότι το γάλα είναι λιγοστό, έβαζε νερό, για να είναι πάντοτε η ίδια ποσότητα.
Ο όσιος όμως πάλι το καταλάβαινε. Κανείς δεν μπορούσε να του κρυφτεί. Το γάλα δεν το ήθελε για τον εαυτό του. Έφτιαχνε ρυζόγαλο, γιαούρτι, φαγητά διάφορα και τα έδινε στον κόσμο που φιλοξενούσε ή τα μοίραζε στο χωριό.
Σε μία προσκυνήτρια από το Δασωτό ο όσιος Γεώργιος Καρσλίδης είπε: «Έφαγες το μοσχάρι και ησύχασες». Ρώτησε τότε εκείνη: «Ποιο μοσχάρι;» «Σκέψου-σκέψου και θα το θυμηθείς». Μετά από λίγο πάλι την ρώτησε ο όσιος Γέροντας: «Το θυμήθηκες τώρα;»
«Όχι», επέμενε. «Δεν θυμήθηκες, όταν ανεβήκατε στο πλοίο και είχες μία δαμάλα, που είχε ένα σημάδι στο μέτωπο, και την τάξατε στον άγιο Νικόλαο και είπες· “αν γλυτώσουμε, θα τη δώσουμε στον άγιο Νικόλαο”. Εκείνο το τάμα ο άγιος Νικόλαος το ζητάει».
Μόλις άκουσε για τη δαμάλα και το σημάδι στο μέτωπο, το θυμήθηκε. Ρώτησε τότε, πού να την πάει, πού έχει άγιο Νικόλαο. Κάποιος την πρότεινε για τη Δράμα, αλλά ο όσιος της είπε: «Όχι, στη θάλασσα».
Σκέφθηκε, τον άγιο Νικόλαο στο Πόρτο-Λάγος. «Εκεί να την πας», συμφώνησε ο όσιος.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 170, 315 (αποσπάσματα).