Η εξαίσια αλιεία, την οποία αφηγήθηκε σήμερα το ιερό κείμενο (Λουκ. 5.1-11), είναι τύπος προφητικός μιας δεύτερης αλιείας. Ψαρεύει ο μεγάλος ψαράς Χριστός τον όμιλο εκείνο των αποστόλων, για να τον καλέσει ν’ αποβεί το πλήρωμα του δικού Του «ανοικτής θαλάσσης» αλιευτικού, ποντοπόρου ανά την οικουμένη, που είναι η Εκκλησία. «Από του νυν ανθρώπους έση ζωγρών»! Τρομακτικά ρηξικέλευθο το θείο κάλεσμα! Να γίνουν με τη σειρά τους ψαράδες ψυχών!
Ποια η απάντηση; Τέσσερις μόνο λέξεις του ευαγγελικού κειμένου, αλλά νευρώδεις, δυνατές, συμπυκνωμένες πιο πολύ από άτομο ουρανίου. Ανταποκρίθηκαν οι απόστολοι λακωνικά όχι με λαλιά αλλά με έργο. Τέσσερις λέξεις: «Αφέντες άπαντα ηκολούθησαν αυτώ». Η συγκεκριμένη μισή γραμμή μπορεί να αναλυθεί σε ογκωδέστατο βιβλίο. Κρύβεται εδώ η διάθεση και η αποφασιστικότητα των μετέπειτα μαθητών του Ιησού· ο αγώνας τους και οι θυσίες τους στον αγρό του θερισμού, για να θυμηθούμε άλλη συμβολική «εργασιακή» εικόνα του ευαγγελισμού των ανθρώπων (Λουκ. 10.2)· τα καρποφόρα αποτελέσματά τους παγκόσμια και τέλος το ανεξιχνίαστο αντίκρυσμά τους στην ατελεύτητη άνω Βασιλεία.
«Αφέντες άπαντα», ακόμη και τα ψάρια του τερατουργήματος. Δεν πούλησαν την άγρα, που θα τους απέδιδε υπολογίσιμα σεβαστό ποσό, γιατί είχαν βρει τον μέγιστο πλούτο, τον ατίμητο μαργαρίτη της παραβολής (Ματθ. 13.45-46). Και ο πιο μυθικός θησαυρός ωχριά μπροστά του, παρουσιάζεται – και είναι – «άνθρακες ο θησαυρός» (Λουκιανός Ζευξ. 2).
Εμφανή άλλωστε κίνδυνο θα εγκυμονούσε η φροντίδα για την πώλησή τους σε εμπόρους ή λιανικά από τους ίδιους. Η έγνοια της μεταφοράς, ο απαιτούμενος χρόνος και ιδίως η επιδίωξη καλής τιμής, με όλα τα συνεπακόλουθα, μπορεί να εξασθένιζε τον αρχικό τους ζήλο και να τους ψύχραινε.
Γράφει παραπλήσια ο άγιος Ιωάννης στην Κλίμακά του: «Μόλις δεχθείς τη φλόγα, τρέξε· γιατί δεν ξέρεις πότε σβήνει και θα σε αφήσει στο σκοτάδι» (3.4). Πολλοί που ανέβαλαν για προσφορότερο δήθεν χρόνο, έμειναν τελικά έξω από το τραίνο, έχασαν τον συρμό για τον Ουρανό. Και έμειναν να οδύρονται την ευήθεια, την αβελτηρία και τη ραθυμία τους.
Σε πέτυχε το αγγίστρι του τεχνίτη Χριστού; Μην αντιδράς. Σε έπιασε για το καλό σου, «για να παράσχει ζωή και όχι θάνατο» (Δοξαστικό αποστίχων όρθρου Μεγάλης Παρασκευής). Η λέξη ζωγρώ – «ανθρώπους έση ζωγρών» – σημαίνει στην αρχαία γλώσσα συλλαμβάνω ζωντανούς, ενώ ποιητικά σημαίνει αναζωογονώ. Για ζωή καλείσαι!
Ο Θεός καλεί. Δεν χωρεί σκεπτικισμός και αμφιταλαντεύσεις και αναποφασιστικότητες. Πάλι παραλληλίζει η Κλίμαξ: «Εάν δεν θ’ αργοπορούσαμε ούτε θα προφασιζόμασταν όταν μας καλούσε επίγειος βασιλιάς και ήθελε να μας στρατολογήσει για υπηρεσία μπροστά του, αλλά θα τα παρατούσαμε όλα και θα καταφθάναμε πρόθυμα κοντά του», ας προσέξουμε μήπως όταν μας καλεί ο υπέρτατος Βασιλιάς παραιτηθούμε λόγω οκνηρίας. Θα τρέμουμε αναπολόγητοι στο μεγάλο βήμα της Κρίσεως (1.35).
Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος μήπως αργότερα παρασυρθεί η ψυχή από το ρεύμα του κόσμου, μήπως «δια το πληθυνθήναι την ανομίαν ψυγήσεται η αγάπη» (Ματθ. 24.12). Η ολιγωρία σε τέτοιες περιπτώσεις περικλείει μέσα της το ενδεχόμενο να καταντήσει να προδώσει, να χάσει την πρώτη θέρμη, και να βρεθεί ο άνθρωπος να θρηνεί σκοτεινός και παγωμένος τη σβησμένη φλόγα.
Ο Χριστός είναι το παν. Όλα τα λοιπά, από τα πιο υψηλά και ιδεώδη, είναι δευτερεύοντα και χαμηλότερα, πολύ μάλλον τα χρήματα και τα ψάρια. Σε πέτυχε το βέλος της θείας κλήσεως και του θείου πόθου; Τρέχε! Μη σέρνεις τα πόδια σου, μη διστάζεις, μην αναβάλλεις, μη μπλέκεσαι στα πολυμέριμνα βιωτικά, που όσο περνάει ο καιρός θα ξεφτίζουν και θ’ αποχρωματίζουν τους πόθους και τις εφέσεις σου.
Αξιοσημείωτο είναι ότι τα της θαυμαστής αλιείας στο ξεκίνημα της δημοσίας ζωής του Σωτήρα επαναλήφθηκαν σχεδόν ομοιότυπα και στο τέρμα της. Μετά την κάθοδό Του στον Άδη και την Ανάσταση, βαρύθυμοι και κατηφείς οι μαθητές που χωρίσθηκαν από τον Κύριο, καθώς ψάλλει το υπέροχο δέκατο εωθινό δοξαστικό, στράφηκαν ξανά στην εργασία τους. «Και πάλι πλοία και δίχτυα, και άγρα πουθενά»…
Παρουσιάζεται τότε ο Θεάνθρωπος και ενεργεί για δεύτερη φορά θαύμα αλιείας ψαριών πρώτης ποιότητος, «ιχθύων μεγάλων εκατόν πεντήκοντα τριών· και τοσούτων όντων ουκ εσχίσθη το δίκτυον». Ξανακαλεί στη συνέχεια με το «Ακολούθει μοι» τον Πέτρο. Προς τι τούτο, αφού τον είχε καλέσει στην αρχή, σήμερα δηλαδή, και πράγματι εκείνος Τον είχε ακολουθήσει σε όλα τα τρία χρόνια της δράσεώς Του;
Το συγκεκριμένο «Ακολούθει μοι» ήταν η αναίρεση πικρού συμβάντος, τότε που ακολούθησε τον Ιησού στην αυλή του αρχιερέα. Εκεί Τον είχε αρνηθεί (Ιω. 18.14-27). Το έπιασε το νόημα ο Πέτρος τώρα, και γι’ αυτό δεν ρωτάει τον Αναστημένο γιατί επαναλαμβάνει την κλήση. Εκείνος του ζητάει να βόσκει τα πρόβατά Του. Ψαράς και βοσκός λοιπόν. Ψαράς για να μαζεύει ψυχές όχι προς θάνατο αλλά προς φροντίδα στοργική, ποιμενική-ποιμαντική (Ιω. 21.1-22).
Ανάλογο περιστατικό, μόλις επίσης ο Σωτήρας μας βγήκε από την αφάνεια των τριάντα πρώτων ετών Του, είναι και το εξής γνωστό:
Κάλεσε τον απόστολο Φίλιππο, ο οποίος γρήγορα αναγνώρισε στο πρόσωπό Του τον αναμενόμενο Μεσσία, οπότε έτρεξε πασίχαρος στον Ναθαναήλ για να τον καταστήσει κοινωνό της ανακαλύψεώς του και της ευφροσύνης του. «Ον έγραψε Μωϋσής εν τω νόμω και οι προφήται, ευρήκαμεν, Ιησούν τον υιόν του Ιωσήφ τον από Ναζαρέτ».
Ο Ναθαναήλ αμφιβάλλει. Μπορεί να προέλθει κάτι καλό από την άσημη, ανυπόληπτη Ναζαρέτ; Τον Χριστό Τον προσδοκούσαν από τη Βηθλεέμ, την πατρίδα τού προγόνου Του Δαβίδ.
Ο Φίλιππος δεν κάθεται να τον πείσει δια μακρών. Δεν έχει χρόνο για χάσιμο, ούτε διάθεση· ζει την αγαλλίασή του. Του πετάει απλώς μια τρίλεξη φράση: «Έρχου και ίδε»! Το πιο τρανταχτό επιχείρημα που θα του δημιουργούσε ατράνταχτη πίστη, ήταν η γνωριμία με τον Ναζωραίο.
Ο σκεπτικιστής έρχεται στον Ιησού, ο Οποίος του φανερώνει ως παντογνώστης κάτι πρόσφατο που έκανε ο νεοφερμένος, ώστε αυτός εκρήγνυται ενθουσιασμένος: «Ραββί, συ ει ο υιός του Θεού, συ ει ο βασιλεύς του Ισραήλ»! Ακούει δε στη συνέχεια ότι στο μέλλον θα βλέπουν μεγαλύτερα και εκθαμβωτικότερα παράδοξα μυστήρια (Ιω. 1.44-52).
«Ακολούθει μοι», «έρχου και ίδε», απευθύνουν σαν κάλεσμα ο Κύριος και οι μαθητές Του. Και δεν αφορά μόνο σε όσους βρίσκονται έξω και μακριά από την Εκκλησία. Αφορά σε όλους μας.
Ιερομόναχος Ιουστίνος