Η περιπέτεια του δυστυχισμένου που έπεσε στα χέρια των ληστών, και στη συνέχεια η αντιμετώπισή του από τους τρεις περαστικούς (Λουκ. 10.25-37), μας φέρνουν στον νου τον Ύμνο της αγάπης του αποστόλου Παύλου, που τον κατέγραψε στην Α’ προς Κορινθίους επιστολή (κεφ. 13).
Ο καλός Σαμαρείτης πρώτα, εμπίπτει σε διάφορα εδάφια-πλευρές της εγκωμιαζόμενης αγάπης. Δεύτερο, ο ιερέας εμπίπτει σε άλλα εδάφια-πλευρές που στηλιτεύει ο Ύμνος. Ο δε λευΐτης επαναλαμβάνει τη δεύτερη περίπτωση, επιβαρυμένη κάπως: Αυτός ήρθε κοντά στον τραυματία και είδε την οικτρή του κατάσταση, και αντιλήφθηκε την αμεσώτατη ανάγκη παροχής περιθάλψεως – ο ιερέας είχε περάσει από μακριά και δεν είχε διαπιστώσει από κοντά το επείγον του περιστατικού.
Ας γίνουμε σαφέστεροι και ας επισημάνουμε τις πολλαπλές εκδηλώσεις αγάπης του Σαμαρείτη, και όχι μόνο.
Λοιπόν η αγάπη «χρηστεύεται», ευεργετεί. Όλο το περιστατικό του καλού Σαμαρείτη συγκεφαλαιώνεται σε αυτή τη λέξη, καθώς και στο αντίθετό της, την ασπλαχνία και σκληρότητα των δυο άλλων.
«Η αγάπη ου ζηλοί», δεν ζηλοφθονεί. Ήταν έντονο και γνωστό το μίσος μεταξύ Ιουδαίων και Σαμαρειτών. Ο Σαμαρείτης μας αντί να ευχαριστηθεί για το πάθημα του εχθρού του σπεύδει να κάνει ό,τι μπορεί γι’ αυτόν, σε αντίθεση με τους συμπατριώτες τού καταπληγωμένου, όχι δε μόνο συμπατριώτες μα και ανθρώπους του Θεού, υποτίθεται.
Και ο Σαμαρείτης και οι άλλοι δυο φέρθηκαν παράδοξα και αναπάντεχα. Η κρατούσα νοοτροπία, που πιθανόν τη δίδασκαν οι δυο κληρικοί, εντελλόταν «Αγαπήσεις τον πλησίον σου και μισήσεις τον εχθρόν σου» (Ματθ. 5.43). Ο ιερέας και ο λευΐτης ήσαν γνώστες του Νόμου, ωστόσο «εάν έχω προφητείαν και ειδώ τα μυστήρια πάντα και πάσαν την γνώσιν… αγάπην δε μη έχω, ουδέν ωφελούμαι».
Στη συνέχεια η αγάπη «ουκ ασχημονεί». Ασχημόνησαν σε χείριστο βαθμό οι δυο τους με την ανεκδιήγητη συμπεριφορά τους, που μαρτυρούσε παντελή έλλειψη ψυχικής ευγενείας και λεπτών αισθημάτων.
Η αγάπη «ου ζητεί τα εαυτής». Ο Σαμαρείτης παραθεώρησε το συμφέρον του ή μάλλον και την ίδια τη ζωή του. Πολύ φυσικά και αβίαστα η πρώτη σκέψη του θα ήταν ότι κάπου εκεί κοντά βρίσκονταν οι κακούργοι. Η απειλή για τον εαυτό του ήταν ορατή, και ας μη φαίνονταν οι ληστές. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι έπρεπε να βιαστεί ν’ απομακρυνθεί από την περιοχή! Συγγνώμη, λάθος. Η πρώτη του σκέψη ήταν να σώσει τον ετοιμοθάνατο…
Αν παραφράσουμε το «Η αγάπη ου λογίζεται το κακόν», στο νόημα ότι η αγάπη δεν προμελετάει τι κακό ενδέχεται να υποστεί η ίδια, τότε ο Σαμαρείτης εκπλήρωσε και τούτον τον όρο: Φέρθηκε ριψοκίνδυνα χάριν της αγάπης.
Επίσης αναμφισβήτητα είχε λόγους να μην αργοπορήσει. Για να διέρχεται από αφιλόξενο, «εχθρικό» έδαφος, το ιουδαϊκό έδαφος, θα πήγαινε σε αναγκαία εργασία. Το δίχως άλλο θα ήθελε να μη χρονοτριβήσει.
Ακόμη: Έδωσε στον πανδοχέα μικρό ποσό (δυο δηνάρια). Θα του επιμετρούσε χρήματα, όταν επέστρεφε. Τα στοιχεία αυτά προσιδιάζουν σε φτωχό άνθρωπο. Έτσι κατά κάποιο τρόπο και από πλευράς οικονομικής προέβη σε θυσία· κατά κάποιο τρόπο «ψώμισε» από τα υπάρχοντά του υπέρ του οικτιρομένου αγνώστου του.
Στο απέναντι άκρο βρέθηκαν ο ιερέας και ο λευΐτης. Κοίταξαν το συμφέρον και τη φιλαυτία τους από κάθε άποψη.
Η αγάπη «πάντα ελπίζει». Ο φιλόθεος όταν μοχθούσε να προσφέρει τις πρώτες και πρόχειρες βοήθειες στον ταλαίπωρο και να τον επιβιβάσει έπειτα μόνος του στο κτήνος του και να τον μεταφέρει στο πανδοχείο, έλπιζε στην καλυτέρευση, στην επιβίωση και θεραπεία του. Όχι μόνο δεν χάρηκε «επί τη αδικία» και τη συμφορά που τον είχε βρει, αλλά και κινητοποιήθηκε ελπιδοφόρα.
Όλα όσα σχολιάσαμε μέχρις εδώ για τον φιλάνθρωπο ήταν μια αναδοχή θυσιών. Υπέμεινε τα πάντα χάριν του δυστυχισμένου, τελείως διαφορετικά από τους ομοεθνείς εκείνου· η αγάπη «πάντα υπομένει».
Τέλος «η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει». Ο άνθρωπός μας αν μη τι άλλο, έμεινε στην Ιστορία. Έγινε το πρότυπο της αγαθοεργίας και έγινε προτύπωση του πανανθρώπινου Καλού Σαμαρείτη, του γόνου όχι της Σαμαρείας αλλά της Θεοτόκου Μαρίας.
Έμεινε στην Ιστορία, είπαμε, έστω και αν η όλη ιστορία μοιάζει σαν παραβολή. Το Ευαγγέλιο δεν τη χαρακτηρίζει παραβολή, όπως κάνει συνηθέστατα στις άλλες περιπτώσεις, αλλά η όλη πλοκή συνηγορεί προς τούτο.
Ιερομόναχος Ιουστίνος