Ο γέροντας Ιάκωβος – διηγείται η πρεσβυτέρα Μαρία Ιωάννου Χατζηθανάση – είχε μεγάλη έγνοια το ότι είχαμε τότε οκτώ παιδιά και δεν είχαμε δικό μας σπίτι. Κάθε φορά που πηγαίναμε για εξομολόγηση μας ρωτούσε: «Τι έγινε, έχομε δικό μας σπίτι;». «Όχι, Γέροντα», απαντούσαμε εμείς. «Έχομε, όμως, έναν πολύ καλό μας φίλο σπιτονοικοκύρη που δεν μας απασχολεί κιόλας». Εκείνος, όμως, την επομένη φορά ξαναρωτούσε: «Έγινε τίποτε με το σπίτι;»
Πέρασαν λίγα χρόνια και ο σπιτονοικοκύρης μας αναγκάσθηκε να το πουλήση, κι αργότερα και ο δεύτερος ιδιοκτήτης αναγκάσθηκε να το ξαναπουλήση. Μας ρώτησε αν μπορούσαμε και θέλαμε να το αγοράσωμε. Εμείς, πλέον, είχαμε χάσει την αυτάρκεια της σιγουριάς που αισθανόμασταν παλιά, και φυσικά τώρα επιθυμούσαμε πολύ να τα καταφέρναμε, μα ανθρωπίνως ήταν αδύνατο, γιατί εμείς με απίστευτη δυσκολία βγάζαμε τον κάθε μήνα, και κάτι που μας είχαν αφήσει οι γονείς μας δεν καταφέρναμε να τα πουλήσωμε παρά τις προσπάθειές μας.
Όταν το αναφέραμε στον Γέροντα, λέει στον π. Ιωάννη (σύζυγό μου): «Πάτερ μου, εσύ διακονείς τόσα χρόνια στην Αγία Παρασκευή! Θα πας στην εικόνα της και θα της πης: “Αγία μου, εγώ σε διακονώ τόσα χρόνια. Εσύ δεν μπορείς να βάλης ένα κεραμίδι πάνω από τα κεφάλια των παιδιών μου;”. Εγώ, παιδιά μου, έτσι κάνω με τον παππού (τον όσιο Δαυίδ). Πηγαίνω στην εικόνα του και του μιλώ, να όπως μιλώ τώρα μαζί σας, και του λέω να βγη απ’ την εικόνα και να διοικήση το Μοναστήρι. Τι νομίζετε, εγώ διοικώ το Μοναστήρι; Εκείνος το διοικεί».
Ο π. Ιωάννης κάνοντας υπακοή, είπε στην Αγία μας ό,τι ακριβώς του είπε ο Γέροντας, και η Αγία άκουσε την προσευχή του Γέροντα και μέσα σε μία ακριβώς εβδομάδα πουλήθηκε ό,τι είχαμε, που τόσα χρόνια δεν βρίσκαμε αγοραστή, πήραμε και ένα δάνειο, που τελικά κάποιος χριστιανός θέλησε να μας το ξεπληρώνη κάθε μήνα, και αποκτήσαμε δικό μας σπίτι, με την δύναμη καθαρά του Θεού, που στέλνει πλούσια την Χάρη Του στους Αγίους κάθε εποχής.
Ήμουν έγκυος στο ένατο παιδί μας στο τέλος του ογδόου μήνα, όταν ανεβήκαμε στο Μοναστήρι να εξομολογηθούμε και να πάρωμε την ευλογία του γέροντος Ιακώβου. Τον τελευταίο καιρό ένας πολύ έντονος πειρασμός δειλίας για την γέννα είχε κατακυριεύσει την ψυχή μου. Του φανέρωσα τον πειρασμό μου, κι εκείνος, χωρίς να προσπαθήση να αλλάξη με νουθεσίες τον λογισμό μου, είπε μόνο δυο κουβέντες, αλλά με τόση παρρησία, που εντυπώθηκαν μέσα μου και, με την Χάρη που πλούσια ανέβλυζε, πήραν τελείως τον πειρασμό μου:
«Πρεσβυτέρα μου, μη στεναχωρείσαι· μόλις ξεκινήσουν οι πρώτοι πόνοι θα με πάρης τηλέφωνο, κι εγώ θα πάω στον παππού (στον όσιο Δαυίδ) και θα του πω: “Παππού, η πρεσβυτέρα είναι κουρασμένη, μην κάθεσαι εκεί, τρέξε και βάλε τα δυο σου χέρια (κι έκανε παράλληλα την αντίστοιχη κίνηση) και βγάλε το μωρό”».
Έφυγα πετώντας. Έφθασε η ώρα της γέννας. Ξεκίνησαν τα προειδοποιητικά συμπτώματα. Ειδοποίησα τον Γέροντα και πήγα στο μαιευτήριο. Σε λίγη ώρα ένοιωσα έναν δυνατώτερο πόνο, βούρκωσαν τα μάτια μου και παραπονέθηκα νοερώς στον Γέροντα, λέγοντάς του ότι δεν πρέπει να με ξεχάση, γιατί μου το υποσχέθηκε.
Και το θαύμα του Θεού, με την ευχή του πατρός Ιακώβου και με τα χέρια του οσίου Δαυίδ, πραγματοποιήθηκε σε μένα την ανάξια, αν και ολιγοπιστία έδειξα και ανυπομονησία. Είχα όντως την αίσθηση ότι τελείως απρόσμενα (και για τον ίδιο τον γιατρό) κάποια χέρια έβγαλαν το μωρό μου.
Όταν πέρασαν οι σαράντα ημέρες και πήγαμε να μας διαβάση την ευχή του σαραντισμού, η πρώτη του κουβέντα ήταν: «Δεν ήλθε ο παππούς, δεν έβαλε τα δυο του χέρια, πρεσβυτέρα μου;».
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 209, 208. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.