Τρεις πρωταγωνιστούν στη συναγωγή κατά το περιστατικό που αφηγήθηκε το ιερό κείμενο: ο αρχισυνάγωγος, η συγκύπτουσα, ο Ιησούς μας. Η συναγωγή ήταν και είναι ο τόπος της ιουδαϊκής κοινής προσευχής, στη δε γενικώτερη έννοια Συναγωγή ήταν και είναι ο Ισραηλιτικός λαός. Αντίστοιχος όρος για μας είναι η Εκκλησία. Ειδικώτερα σημαίνει τον ναό, γενικώτερα τον θεανθρώπινο οργανισμό που έχει κεφαλή τον Χριστό (Κολ. 1.18) και μέλη όλους τούς ορθοδόξους (Ρωμ. 12.5).
Αυτοί οι τρεις λοιπόν, ο αρχισυνάγωγος, η κυρτωμένη και ο Κύριος θα γίνουν τα ερεθίσματα για να αναπτύξουμε το θέμα του εκκλησιασμού.
Λοιπόν η συγκύπτουσα σύρθηκε στη συναγωγή παρά την αναπηρία της που ήταν μεγάλου βαθμού, όπως υπονοείται από τα συμφραζόμενα. Ο βαρύς κόπος της φανερώνει τη θερμότητα του πόθου της για τη συλλογική προσευχή. Έτσι ο Σωτήρας παρά τη συνήθειά Του (π.χ. Μάρκ. 5.36) δεν της ζητάει πριν από την ίασή της να Του δηλώσει την ευσέβειά της, την πίστη της. Είναι δεδομένη η ευσέβειά της, τη διαδηλώνει και μόνη η επίμοχθη παρουσία της στη συναγωγή. Ακόμη ο Χριστός την ονομάζει «θυγατέρα [του] Αβραάμ», που αποτελεί επαινετική προσηγορία, και τέλος δεν της λέει ό,τι επίσης συνηθίζει πριν από της θεραπείες, δεν της λέει «αφέωνταί σοι αι αμαρτίαι σου» (Ματθ. 9.2).
Η γιατρειά της ήταν αναγνώριση και επιβράβευση του τιμήματος του πόνου που κατέβαλε για να συμμετέχει στη λατρεία του Θεού! 18 χρόνια δοκίμαζε ο Θεός την υπομονή, την αγογγυσία της. Αν γινόταν καλά νωρίτερα, δεν θα είχε την άμεση επαφή με τον Λυτρωτή. Και αναντίρρητα δεν θα την ξέραμε εμείς, η σειρά των χριστιανικών αιώνων. Πήγε για ψυχική ωφέλεια και απόλαυσε και τη σωματική. Της την έδωσε Εκείνος που μας καλεί στοργικά: «Δεύτε πρός με πάντες οι κοπιώντες και πεφορτισμένοι, καγώ αναπαύσω υμάς» (Ματθ. 11.28). Ήταν φορτωμένη από τη νόσο μέχρι κυρτώσεως και την ανάπαυσε ο Θεός Ιησούς. Τι τιμή! Της βγήκε σε καλό η παράταση της αρρώστιας της.
Η προσέλευση στη συναγωγή μάς παραδειγματίζει: Πολύ περισσότερο πρέπει να προσευχόμαστε εμείς στον ναό, γιατί είναι πολύ εξοχώτερος και σπουδαιότερος της συναγωγής. Εξηγούμαστε:
Ο Χριστός βρέθηκε στη συναγωγή τής συγκύπτουσας μια πιθανόν φορά, ενώ είναι πάντοτε παρών στην εκκλησία· «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα, εκεί ειμί εν μέσω αυτών» είπε (Ματθ. 18.20).
Εάν δε είναι στο μέσο της λατρευτικής συνάξεως ελαχίστων πιστών, πόσο μάλλον βρίσκεται στη συνάθροιση της κοινότητας, κλήρου και λαού.
Ακόμη όλοι αυτοί περιστοιχίζουν το άχραντο Μυστήριο που Εκείνος σύστησε – με τη διπλή σημασία της λέξεως, και το «ίδρυσε» και μας το συνέστησε τονίζοντας «Τούτο ποιείτε εις την εμήν ανάμνησιν» (Λουκ. 22.19).
Πόσο ανώτερος είναι ο ναός και η λατρεία μας από τη συναγωγή και τη λατρεία της! «Αδύνατον γαρ αίμα ταύρων και τράγων αφαιρείν αμαρτίας» (Εβρ. 10.4). Τούτο το κατορθώνει το αίμα όχι ζώων, ούτε καν ανθρώπων, αλλά του Θεανθρώπου το εκχυνόμενο μέσα στην Εκκλησία «εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. 26.28).
Έτσι αν το «ου γαρ εισί δύο ή τρεις συνηγμένοι εις το εμόν όνομα…» βεβαιώνει την αόρατη παρουσία του Σωτήρα, η θεία Ευχαριστία μαρτυρεί πασιφανώς την ορατή Του παρουσία στην εκκλησία είτε περιστασιακά, όσες φορές τελείται η αναίμακτη θυσία, είτε μόνιμα, μέσα στο άγιο Αρτοφόριο που είναι στην αγία Τράπεζα.
Δια της Λειτουργίας εκφαίνεται η καθολικότητα της Εκκλησίας, αυτό το «υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου» (Ειρηνικά) του εγγύς και του μακράν. Είμαστε όλοι συνδεδεμένοι – η κοινωνία των «αγίων», δηλαδή των πιστών – δια της κοινωνίας των αγίων Μυστηρίων, του ενός Αμνού. «Ότι εις άρτος, εν σώμα οι πολλοί εσμεν· οι γαρ πάντες εκ του ενός άρτου μετέχομεν» (Α΄ Κορ. 10.17).
Δέεται σχετικά ένα πρωτοχριστιανικό κείμενο, η Διδαχή των δώδεκα αποστόλων (4.4): «Όπως ήταν τούτο το κομμάτι [του άρτου της θείας Ευχαριστίας] διασκορπισμένο [σιτάρι] πάνω στα όρη και μαζεύθηκε και έγινε ένα, έτσι ας μαζευθεί η Εκκλησία Σου από τα πέρατα της γης στη Βασιλεία Σου», και ας γίνει ένα και ας ομοφρονήσει και συνταυτισθεί.
Γι’ αυτό η κοινή θεία Μετάληψη είναι έκφραση παντελούς ταυτότητος πίστεως. Γι’ αυτό αποκλείεται απόλυτα και απαγορεύεται η κοινή Λειτουργία με αιρετικούς, αφού απαγορεύεται ακόμη και η απλή συμπροσευχή μαζί τους (Κανόνες 45 και 66 Αγίων Αποστόλων). Και φυσικά απαγορεύεται να τους μεταδίδουμε τη θεία Κοινωνία μας ή να παίρνουμε τη δική τους, και ας το επιθυμούν διακαώς.
Λοιπόν η Εκκλησία στην ορατή της τουλάχιστον μορφή επικεντρώνεται στο μέγα Μυστήριο που το τελεί ο επίσκοπος (ή ο κατ’ εξουσιοδότησή του πρεσβύτερος) πλαισιωμένος από τον κλήρο και τον λαό του Θεού. Ο ναός άρα είναι το κέντρο του κόσμου, ο ομφαλός του σύμπαντος, ο Ουρανός στη γη! ή καλύτερα η γη στον Ουρανό!
Ο ναός και ο ένοικός του, ο Χριστός! Η Συναγωγή Τον προφήτευε, Τον περίμενε και προετοίμαζε τη έλευσή Του. Μα εμείς, «ο νέος Ισραήλ, η Εκκλησία από τα έθνη» (Εσπέριο Βαΐων), Τον παρέλαβε όταν Εκείνος ήρθε και απορρίφθηκε από τη Συναγωγή. Η Συναγωγή βλάστησε την άμπελο-Χριστό (Ιω. 15.5), τον άρτο της ζωής (Ιω. 6.35), αλλά εμείς «πας ο νέος Ισραήλ» (Εσπέριο Βαΐων), τρυγήσαμε τη σωτηρία και απολαμβάνουμε μεθυστικά το σωτήριο νάμα (αίμα) και άρτο (σώμα) Του! Ο παλαιός Ισραήλ εξαπατήθηκε. Κάποιος Πατήρ λέει ότι το πουλάκι πέταξε και οι άφρονες φυλάνε το κλουβί!
Έκτοτε, από την αρχή, ο Χριστός ήρθε και είναι διαρκώς παρών στον ναό μέσα στο Αρτοφόριο και μέσα στο Ευαγγέλιο πάνω στην αγία Τράπεζα, διαρκώς και όχι περαστικός όπως από τα μέρη της συγκύπτουσας.
Έτσι από παλιά ο ναός επονομάσθηκε «οίκος Θεού» και «πύλη του Ουρανού» – πρόκειται για προσηγορίες που έδωσε ο Ιακώβ στον ιερό τόπο όπου είδε το όραμα της κλίμακας του Ουρανού (Γεν. 28.10-22). Αποτελεί την προτύπωση του πανίερου τόπου της αιώνιας λατρείας, δηλαδή του Ουρανού, όπου υμνείται η Παντοκρατορική Τριάδα από τους αγγέλους και τους αγίους. Από την Εκκλησία ξεκινάει η αιωνιότητα!
Άλλο προσέτι όφελος του εκκλησιασμού: Η κοινή προσευχή προς τον κοινό Πατέρα ενώνει τα παιδιά. Ζώντας τη σχέση με τον Πατέρα μας συνειδητοποιούμε τη σχέση με τα παιδιά Του, τους αδελφούς μας. Δεν είναι δυνατό να συμπροσευχόμαστε δίπλα-δίπλα και να συγ-κοινωνούμε και όμως να αλληλομισούμαστε!
Δικαιολογημένα λοιπόν η πρώτη Εκκλησία ανέκαθεν έριξε το βάρος στην κοινή λατρεία. Το Ευαγγέλιο που διαβάζεται αυτή την περίοδο και που διαβάσθηκε και σήμερα, το κατά Λουκάν, έχει ακροτελεύτιο στίχο τον εξής: [Οι απόστολοι μετά την Ανάληψη του Κυρίου] ήσαν διά παντός εν τω ιερώ [των Ιεροσολύμων] αινούντες και ευλογούντες τον Θεόν. αμήν» – εδώ θυμόμαστε την Άννα της Υπαπαντής, «η ουκ αφίστατο από του ιερού» (Λουκ. 2.37).
Οι απόστολοι συναθροίζονταν στον Ναό των Ιεροσολύμων «δια παντός», συστηματικά, επειδή δεν είχαν διαμορφωθεί ακόμη οι ειδικοί χώροι της χριστιανικής λατρείας. Δεν άφιναν λατρευτική σύναξη. Το παράδειγμα της συχνής φοιτήσεως στους αρμόδιους λατρευτικούς τόπους το είχε δώσει ο ίδιος ο Ιησούς, όπως μαρτυρεί το σημερινό περιστατικό και άλλα και άλλα. Έπαιρνε μέρος τακτικά «κατά το ειωθός αυτώ εν τη ημέρα των σαββάτων εις την συναγωγήν» (Λουκ. 4.16) και κήρυττε. Κήρυτταν στις συναγωγές και οι απόστολοι (λ.χ. Πρ. 13.5).
Ωστόσο σύντομα η ομαδική χριστιανική λατρεία ξεχώρισε από την ιουδαϊκή. Ως πρώτο καθ’ αυτό χριστιανικό ευκτήριο, κέντρο της αρχέγονης Εκκλησίας, μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το υπερώο «ου ήσαν καταμένοντες» οι δώδεκα μαθητές του Κυρίου. «Ούτοι πάντες ήσαν προσκαρτερούντες ομοθυμαδόν τη προσευχή και τη δεήσει συν γυναιξί και Μαρία τη μητρί του Ιησού και συν τοις αδελφοίς αυτού» (Πρ. 1.13-14). Το «καταμένοντες» υποδηλώνει επίμονη, ανελλιπή φοίτηση και παραμονή.
Εξ άλλου το ίδιο πιθανώς υπερώο είχε καθαγιασθεί ως μέρος κοινής λατρείας από τον ίδιο τον Λυτρωτή. Ταυτίζεται μάλλον με το «ανώγαιον» του Μυστικού Δείπνου (Λουκ. 22.12). Μετά από την πρώτη εκείνη Λειτουργία, που την τελετούργησε αυτός ο Κύριος, ο όμιλος «υμνήσαντες εξήλθον εις το όρος των ελαιών» (Ματθ. 26.30), όπου ύστερα από λίγο συνελήφθη ο Ιησούς και άρχισε το θείο Πάθος. Η υμνωδία άρα κατά τις λατρευτικές συναθροίσεις είναι καθαγιασμένη από τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό.
Σε επόμενο στάδιο, και όταν η Εκκλησία πληθύνθηκε και απλώθηκε, ώστε δεν επαρκούσε πια ένας μόνο τόπος, δημιουργήθηκαν οι «κατ’ οίκον εκκλησίες». Ο όρος υπονοεί είτε την ευσεβή οικογένεια είτε τα σπίτια που μαζεύονταν οι πιστοί για να ασκήσουν τη λατρεία (λ.χ. Ρωμ. 16.4).
Στην ανάγκη σε χώρους λατρείας μεταβάλλονταν και οι φυλακές, όπως τότε που οι κρατούμενοι Παύλος και Σίλας «προσευχόμενοι ύμνουν τον Θεόν· επηκροώντο δε αυτών οι δέσμιοι», ώσπου άνοιξαν αυτόματα με σεισμό οι πόρτες και έπεσαν οι αλυσίδες από τα χέρια τους (Πρ. 16.22-26).
Στην αλυσίδα των διαδοχικών φάσεων του χώρου λατρείας έρχονται στη συνέχεια οι κατακόμβες στους καιρούς των διωγμών, για να καταλήξουν στους ναούς υπό τη μορφή που τους έχουμε μέχρι σήμερα.
Από τη σύντομη ιστορική αναδρομή καταδείχθηκε ότι ουδέποτε απουσίασε η κοινή προσευχή κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες είτε ειρηνικές είτε ανώμαλες και δυσχείμερες. Τούτο ακριβώς τεκμηριώνει την αναγκαιότητά της.
Ας μας αξιώσει το θείο έλεος, τώρα μεν να τρέχουμε στη σύναξη της εκκλησίας με τον τρόπο που επιποθεί η λαφίνα τις πηγές των υδάτων όπως προείπαμε, στη δε αιωνιότητα να είμαστε για πάντα συντονισμένοι στην αγγελική συχνότητα και να μην έχουμε ανάπαυση «λέγοντες· άγιος, άγιος, άγιος Κύριος ο Θεός ο Παντοκράτωρ, ο ην και ο ων και ο ερχόμενος» (Απ. 4.8). Αμήν!
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Ο εκκλησιασμός – Κυριακή Ι΄ Λουκά