Μετά την παρακοή των πρωτοπλάστων, του Αδάμ και της Εύας, το ανθρώπινο γένος ασθένησε βαρύτατα. Κύρια γνωρίσματα της ασθένειάς του η φθορά και ο θάνατος με όλες τις ενδιάμεσες και τελικές συνέπειες, τις προσωπικές και κοινωνικές συγκρούσεις, τις σωματικές και ψυχικές ασθένειες, τις ατέλειωτες ταλαιπωρίες από το άγχος, τις φοβίες, τις ενοχές. Γι’ αυτό ο βαθύτερος πόθος και το κύριο αίτημα κάθε ανθρώπου προς τον Θεό είναι η θεραπεία του, τόσο η σωματική όσο και η πνευματική. Βέβαια, η πνευματική αλλοτρίωση όλων μας μάς έχει οδηγήσει στο τραγικό σημείο να θεωρούμε ως μόνη απαραίτητη την θεραπεία από τις σωματικές ασθένειες και να παραθεωρούμε τελείως τις πνευματικές ασθένειες, που είναι οι σημαντικότερες, ενώ συγχρόνως αποτελούν και μία από τις βασικές προϋποθέσεις των σωματικών ασθενειών.
Ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού και αληθινός Θεός, ήρθε στον κόσμο μας όχι απλώς ως πρωτότυπος και καλός θεωρητικός διδάσκαλος, αλλ’ ως ο μόνος θεραπευτής του ανθρωπίνου γένους. Όποιος παρακολουθεί προσεκτικά την πορεία και τη δράση του στην επίγεια ζωή του διαπιστώνει εύκολα ότι το έργο του είναι κατ’ εξοχήν θεραπευτικό, σωστικό. Αυτό διακηρύττει και αυτό πράττει ο ίδιος. Στο πρώτο κήρυγμα του στη Συναγωγή της Ναζαρέτ επικαλείται την προφητεία του Ησαΐα, με την οποία προσδιορίζεται το έργο του: «Πνεύμα Κυρίου επ’ εμέ ου είνεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν» (Λκ. 4:18-19). Κι όταν ακούει την κατηγορία των Φαρισαίων προς τους μαθητάς του, «Γιατί ο διδάσκαλός σας τρώγει μαζί με τους τελώνες και τους αμαρτωλούς», εκείνος απαντά με νόημα: «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς αλλά οι άρρωστοι» (Μτθ. 9:12).
Αυτός επομένως είναι ο ιατρός, ο οποίος ήλθε για να βρεθή κοντά στους ασθενείς και να τους θεραπεύση. Κι αν αυτό διακηρύττει για τον εαυτό του, αυτό και πράττει καθημερινά. Τα περισσότερα από τα σημεία, τα θαύματά του είναι θεραπευτικά. Σταματά τον πυρετό. Καθαρίζει τη λέπρα. Θεραπεύει κωφούς και μογγιλάλους. Σηκώνει από τα κρεββάτια τους παραλύτους. Ανασταίνει νεκρούς. Χαρίζει το φως σε τυφλούς, όπως ακριβώς συνέβη με τους δύο τυφλούς της σημερινής ευαγγελικής περικοπής (Μτθ. 9:27-35).
Μία πρώτη προσέγγιση όλων αυτών των σημείων δίνει την εντύπωση ότι στην προτεραιότητα του Χριστού είναι η θεραπεία των σωματικών ασθενειών. Όμως βαθύτερη και προσεκτικώτερη μελέτη τους δείχνει καθαρά ότι την προτεραιότητα στα σημεία που επιτελεί ο Χριστός την έχει η πνευματική θεραπεία. Αυτό φαίνεται και σε μία λεπτομέρεια της θεραπείας των δύο τυφλών. Μόλις τον πλησίασαν οι δύο τυφλοί, πριν ακόμη προβή σε καμμία άλλη ενέργεια, τους ερωτά: «Πιστεύετε ότι μπορώ να το κάνω αυτό;». Αυτό σημαίνει ότι, εκτός από την σωματική θεραπεία, με την οποία σε λίγο θα δώση θαυματουργικά στους δύο τυφλούς το σωματικό φως, ενδιαφέρεται πρωτίστως να έχουν το πνευματικό φως της αληθινής πίστεως. Ενδιαφέρεται για την πνευματική τους θεραπεία.
Υπάρχει ένας υπέροχος και σημαντικότατος λόγος του αποστόλου Παύλου από την προς Ρωμαίους επιστολή, που αναφέρεται στη θεραπεία του ανθρωπίνου γένους από τον Ιησού Χριστό: «Διο προσλαμβάνεσθε αλλήλους καθώς και ο Χριστός προσελαβετο υμάς» (15:7). Τι σημαίνει ότι μας προσέλαβε ο Ιησούς Χριστός; Πήρε τη δική μας, την ανθρώπινη αρρωστημένη φύση και την ένωσε με την δική του, τη θεία, την αληθινά και μόνιμα υγιά φύση. Μ’ αυτόν τον τρόπο θεράπευσε την ανθρώπινη φύση. Όπως επισημαίνουν οι άγιοι πατέρες, αυτή η πρόσληψη ήταν απαραίτητη, διότι, όπως χαρακτηριστικά λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «το γαρ απρόσληπτον και αθεράπευτον», δηλαδή, ό,τι δεν προσληφθή δεν μπορεί και να θεραπευθή.
Έτσι αντιλαμβανόμαστε ότι η προοπτική των θαυμάτων του Χριστού ευρίσκεται πολύ πιο μακρυά από εκεί που κοντόφθαλμα και υλιστικά βλέπουμε εμείς, στην προσωρινή δηλαδή σωματική θεραπεία ή την προσωρινή απαλλαγή από τον θάνατο. Είναι η προοπτική της πνευματικής και αιώνιας θεραπείας, καθώς ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός θεραπευτής του ανθρωπίνου γένους, ο νικητής της φθοράς και του θανάτου, ο χορηγός του φωτός του αληθινού, της αιώνιας ζωής. Αμήν.
Αρχιμ. Αυγουστίνος Γ. Μύρου, Δρ Θ.