Τον Γέροντα Ιάκωβο τον γνώρισα σε ηλικία 23 ετών το 1981. Είχα απολυθή από το στρατό και με διαγωνισμό είχα εισαχθεί στην Τράπεζα Κρήτης στην ιδιαίτερη πατρίδα μου Κέρκυρα. Από την ηλικία των 19 ετών είχα πάρει την απόφαση να ιερωθώ σαν έγγαμος, αλλά υπήρχαν διαφωνίες από την οικογένειά μου. Μετά την επιτυχία μου στην Τράπεζα, άρχισα να κλονίζωμαι και να μεταθέτω την Ιερωσύνη για όταν θα γήραζα, μετά τα 65 χρόνια, δηλαδή μετά τη σύνταξη. Μέσα μου, όμως, με βασάνιζε αυτό σαν σκέψη και με την ευλογία του Πνευματικού μου πήγα από την Κέρκυρα στην Εύβοια στη Μονή του Οσίου Δαυΐδ, από όπου είχε αρχίσει να εξαπλώνεται παντού η φήμη για την αγιότητα του γέροντος Ιακώβου. Ήθελα να τον ρωτήσω τι θα έπρεπε να κάνω. Να ιερωθώ, δηλαδή, νέος ή μετά τη σύνταξη;
Όταν έφθασα στο Μοναστήρι, η πύλη ήταν ανοιχτή. Μπήκα μέσα, στάθηκα εμπρός στη βρύση, αλλά άνθρωπος δεν υπήρχε. (Τότε ήταν μόνον οι τρεις πατέρες, ο Γέροντας, ο μετέπειτα ηγούμενος π. Κύριλλος και ο π. Σεραφείμ.)
Δεν πέρασαν 2 ή 3 λεπτά και, ενώ οπτικά έλεγχα τον διάδρομο δεξιά και αριστερά αλλά και όλο τον χώρο της αυλής, νοιώθω τον Γέροντα ξαφνικά πίσω από την πλάτη μου. Ας μου επιτραπή η έκφραση “από το πουθενά”. Ξαφνιασμένος εγώ και πριν προλάβω να του πω “ευλογείτε” ή άλλο λόγο, ο Γέροντας χώνει τα δάχτυλά του στα γένεια μου (μικρά μεν αλλά ικανά να τα αρπάξη κάποιος άλλος), μου τα αρπάζει μαλακά, μου κουνάει το κεφάλι πέρα-δώθε, ελαφρά, χωρίς να πονέσω καθόλου και μου λέει: «Να γίνης, Γιώργο μου, νέος παπάς, τ’ ακούς, νέος, όχι όταν γεράσης».
Την απάντηση την είχα πάρει. Είχα βεβαιωθεί ότι αυτός ήταν λόγος Θεού και ότι εμπρός μου στεκότανε ένας σύγχρονος Άγιος. Οι πνευματικές μου μπαταρίες είχαν γεμίσει, η χαρά μου ήταν πρωτόγνωρη, ψέλλισα μόνον ένα «ευλογείτε, Γέροντα», του φίλησα το χέρι και πετώντας έφυγα από το Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ για την Κέρκυρα. Δεν έμεινα ούτε για κέρασμα. Αυτό που ήθελα το είχα.
Πρώτο μου μέλημα στην Κέρκυρα ήταν να παραιτηθώ από την Τράπεζα Κρήτης και σε πέντε μήνες ήμουν σπουδαστής στην Εκκλησιαστική Σχολή Αθηνών.
Από το 1982 έμενα στην Αθήνα και άρχισα να έχω τακτικές σχέσεις με το Μοναστήρι και τον Γέροντα Ιάκωβο.
Παραμονές των Θεοφανείων του 1984 πήγα προσκύνημα στο Μοναστήρι. Προπαραμονή Θεοφανείων στο Μοναστήρι είμαστε, ο Γέροντας, ο π. Κύριλλος, ο π. Σεραφείμ, ένας μοναχός από τη Λακωνία που είχε καρή σχεδόν στα 80 του, ο κ. Λαζούνης που έγραφε ιστορίες για τα βιβλία των Αναγνωστικών του Δημοτικού και ο γράφων. Παραμονή Θεοφανείων έρριξε τόσο χιόνι, που έκλεισαν όλοι οι δρόμοι. Έτσι μείναμε στο Μοναστήρι κλεισμένοι έξι άνθρωποι να εορτάσωμε τα Άγια Θεοφάνεια.
Αυτά τα Θεοφάνεια ήταν τα ωραιότερα της ζωής μου. Το χιόνι κράτησε μια εβδομάδα και μέχρι να ‘ρθουν προσκυνητές πέρασαν δεκαπέντε ημέρες. Όλες αυτές τις ημέρες μου δόθηκε η ευκαιρία να απολαύσω τον Γέροντα και να λάβω πνευματική τροφή, ως παρακαταθήκη για την μετέπειτα ιερατική μου ζωή, αλλά συγχρόνως και δυσβάστακτη ευθύνη, γιατί συναναστράφηκα διαπιστωμένο Άγιο.
Ο Γέροντας είδε ότι φορούσα ένα ελαφρύ κοτλέ μπουφάν και κρύωνα πολύ. Προσπάθησα να μην το δείξω. Ο Γέροντας μου λέει: «Περίμενε εδώ». Πηγαίνει φέρνει μια πλεχτή ζακέτα, μου τη δίνει και με ζεσταίνει όλες τις ημέρες. Τη ζακέτα αυτή την έχουμε στην οικογένειά μου ανεκτίμητο θησαυρό. Όποιος αρρωστήσει φοράει τη μαλακή ζακέτα του Γέροντα, και ο Άγιος δεν αργεί να απαντήση.
Ο Γέροντας Ιάκωβος ήταν αδύνατος και μετρίου αναστήματος. Στο ναό, όταν παρακολουθούσε την ακολουθία, ήταν συνήθως γονατιστός εμπρός στο ηγουμενικό στασίδι, εμπρός στο τέμπλο. Έδινε την αίσθηση ότι ήταν ένα σακκί κόκκαλα. Όταν, όμως, εξομολογούσε στο κελλί του, αν και καθιστός, ή λειτουργούσε στο ναό, φάνταζε τεράστιος, ιεροπρεπής, αρχοντικός, ηγεμονικός, όπως ακριβώς ήταν η ελεήμων καρδία του και η χαριτωμένη ψυχή του.
Αγαπούσε όλη την κτίση, ιδιαίτερα τα ζώα που προσέφεραν υπηρεσία στους ανθρώπους. Έτσι, πολλές φορές θα τον άκουγε κανείς να μιλάη με περισσή συμπάθεια για τη “Χάϊδω”, το μουλάρι της Μονής, που πολλές φορές τον ξεκούρασε από την οδοιπορία, όταν εφημέρευε στα γύρω χωριά.
Ήταν τόση η πνευματική ακτινοβολία του Γέροντα, που όταν κατέβαινε στη Λίμνη Ευβοίας για υποθέσεις της Μονής, σήμαινε συναγερμός στις υπηρεσίες και οι υπάλληλοι έτρεχαν να πάρουν την ευχή του και να τον εξυπηρετήσουν. Έλεγε: «Τι βρίσκουν σε μένα τον χαζούλιακα και μ’ αγαπάνε τόσο; Θα είναι πολύ καλοί άνθρωποι».
Μαρτυρίες του π. Γεωργίου Αυθίνου, Εφημερίου Αγίου Ελευθερίου κάτω Χαλανδρίου.
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 238. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Ο άγιος Ιάκωβος δεν αργεί να απαντήσει