«Και ιδών αυτήν ο Κύριος εσπλαχνίσθη επ’ αυτή
και είπεν αυτή· μη κλαίε» (Λουκ. 7:13).
Αναπόσπαστο στοιχείο της ζωής μας ο πόνος και το δάκρυ. Κοιλάδα του κλαυθμώνος έχει χαρακτηριστεί ο ανθρώπινος βίος. Όχι γιατί λείπει τελείως η χαρά και το γέλιο. Αλλά γιατί συμβαδίζει η λύπη με τη χαρά. Ο πόνος συντροφεύει και τα πιο ευχάριστα γεγονότα. Πέρα όμως απ’ αυτό είναι αλήθεια πως είναι πιο συχνές και πιο έντονες οι αφορμές και οι ευκαιρίες της λύπης. Πότε για τον ένα λόγο, πότε για τον άλλο πικραίνεται κανένας. Άλλοτε από ασήμαντες αιτίες κι άλλοτε από δυσκολίες και θλίψεις μεγάλες λυγίζει ο άνθρωπος. Καταντά ασήκωτο το βάρος της δοκιμασίας.
Ποικίλη η προέλευση αυτών των θλίψεων. Μπορεί να προέρχονται από τον εαυτό μας. Από λάθη που κάναμε. Από κακούς υπολογισμούς. Από αποτυχίες των προσπαθειών μας. Από απογοήτευση, γιατί είδαμε τα όνειρά μας γκρεμισμένα. Από ασυλλόγιστες ενέργειες που είχαν συνέπειες τρομερές. Ακόμη γιατί αφήσαμε να παρασυρθούμε σε μια στιγμή αδυναμίας. Γιατί αφήσαμε να μας οδηγήσει τυφλά κάποιο πάθος. Ή γιατί υποχωρήσαμε σε πειρασμούς. Γιατί δε δείξαμε την οφειλόμενη αξιοπρέπεια εκεί που έπρεπε. Πνιγόμαστε τότε μέσα στον πόνο. Θα θέλαμε να ξαναζήσουμε διαφορετικά τις στιγμές που πέρασαν άσχημα. Αν ήταν δυνατόν να λυώσουμε. Να μην υπάρχουμε. Να ξαναγεννηθούμε διαφορετικοί. Ακούμε τον άλλο να λέει: μ’ αυτό που έπαθα, αν μπορούσε ν’ ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Έπειτα υπάρχει ο πόνος που προέρχεται από τη συμπεριφορά των άλλων. Παραπονείται συχνά καθένας μας, γιατί δεν τον προσέχουν ή του κακοφέρονται τα πιο αγαπητά του πρόσωπα. Μέσα στο σπίτι ο ένας γίνεται στον άλλον αιτία να θλιβεί. Να νιώθει την ανάγκη να φύγει από το σπίτι για να λυτρωθεί. Άλλοτε υποφέρει σιωπηλά και ξεσπά στο κλάμα κρυφά, γιατί δεν αντέχει την κακία ή τούς τρόπους και το χαρακτήρα του άλλου. Ο προϊστάμενος γίνεται πάλι αφορμή να εξουθενώνεται ο υφιστάμενός του. Αλλά και ο συνάδελφος για το συνάδελφό του και ο υφιστάμενος για τον προϊστάμενό του αποτελούν αγκάθι και πρόβλημα. Σ’ όλες τις μορφές των σχέσεων μέσα στην κοινωνία συχνά δημιουργούνται συνθήκες τέτοιες που θλιβόμαστε και πονούμε και κλαίμε από τη στάση κάποιου.
Βέβαια είναι και τα γεγονότα που καταρχήν δεν εξαρτώνται από την ανθρώπινη θέληση. Ένας θάνατος, μια αρρώστια, μια θεομηνία, ένα ατύχημα. Αιτίες δηλαδή που τις επιτρέπει ο Θεός σαν δοκιμασίες. Καθώς δοκιμασίες είναι και όλα όσα πιο πάνω αναφέρθηκαν. Ο αγαθός και άγιος Θεός χρησιμοποιεί και αυτό το μέσο για να τελειοποιήσει τον άνθρωπο. Είναι οδυνηρός. Αβάσταχτος, λένε πολλοί, κάποτε. Μα δεν το έχουν καταλάβει αυτοί, δεν το έχουν πιστέψει πως ο γεμάτος αγάπη Θεός «ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα» (Α’ Κορ. 10:13). Δε θα μας αφήσει να δοκιμαστούμε περισσότερο από όσο αντέχουμε.
Μόνο που μέσα από την ψυχή μας, την κατασυντριμμένη κάποτε και πληγωμένη ψυχή μας, από το ματωμένο μας εσωτερικό κόσμο και το κουρασμένο μας μυαλό ξεπηδά αυθόρμητα το ερώτημα: Μα αφού μας αγαπά ο Θεός, γιατί επιτρέπει να βασανιζόμαστε; Γιατί επιτρέπει στη ζωή μας τον πόνο; Εύλογο, θα πει κανείς, ερώτημα. Μα πρόσεξες, αδερφέ μου, πως αν όχι πάντα, τις περισσότερες φορές το ενδιαφέρον για την υγεία μας ξεκινά από κάποιον πόνο που αισθανόμαστε; Και είναι μεν ο πόνος ο σωματικός οδυνηρός. Πόσες φορές όμως μας σώζει από κακό ανεπανόρθωτο. Αλίμονο αν δεν πονούσαμε. Θα αρρωσταίναμε και θα πεθαίναμε, ίσως χωρίς να αντιληφθούμε τον κίνδυνο για να προλάβουμε ή να θεραπεύσουμε. Και η εγχείρηση μπορεί να είναι οδυνηρή αλλά είναι σωτήρια.
Δεν είναι αίτιος του κακού και των θλίψεων ο Κύριος. Αυτός μας δημιούργησε χωρίς πόνο. Μας προόρισε να ζήσουμε χωρίς δάκρυ κάτω από τη στοργή Του και να ευτυχήσουμε. Μας θέλει μέτοχους της δικής Του απόλυτης ευδαιμονίας και μακαριότητας. Και νομοθέτησε τους όρους και τις προϋποθέσεις για να το επιτύχουμε αυτό. Αλλά ο άνθρωπος δε θέλησε να εκτιμήσει αυτή του Θεού την προσφορά. Αντιστάθηκε στο θεϊκό Νόμο και τον αψήφησε. Δε λογάριασε τις συνέπειες που θα επακολουθούσαν την παράβαση της εντολής του Θεού. Αν και είχε προειδοποιηθεί γι’ αυτό. Αλλά και τώρα, έπειτα από αιώνες, με την πείρα του παρελθόντος, μένει πάντα ο ίδιος. Ασυλλόγιστα παραβαίνει τον ηθικό νόμο. Παρακούει τις εντολές. Βάζει το δικό του θέλημα πάνω από το θέλημα του Κυρίου. Γιατί να ξαφνιάζεται λοιπόν, αν αυτή του η στάση έχει ως αποτέλεσμα την πικρία και τη θλίψη; «Πάσα παράβασις και παρακοή –τονίζει η Αγία Γραφή– έλαβεν ένδικον μισθαποδοσίαν» (Εβρ. 2:2).
Εντούτοις η αγάπη του Κυρίου είναι απέραντη. Δεν αφήνει τον άνθρωπο μόνο και αβοήθητο. Μολονότι του κακού αίτιος είναι ο ίδιος και θα έπρεπε να πληγώνεται του Θεού η αγάπη, σ’ αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις συγκαταβαίνει περισσότερο Εκείνος. Τότε ακριβώς πλησιάζει πιο πολύ τον αποστάτη άνθρωπο. Τον αγκαλιάζει. Τον στηρίζει. Τον ανορθώνει. Τον επαναφέρει κοντά Του. Σκύβει και του απαλύνει τον πόνο. Τον παρηγορεί και τον ενισχύει. Τον οδηγεί, αυτόν τον περιφρονητή της θείας Χάριτος, στα μονοπάτια και πάλι της χαράς. Θυσιάστηκε ο Ίδιος για να τον λυτρώσει από την αμαρτία. Την αμαρτία και τα «οψώνιά» της που οδηγούν στο χωρισμό από το Θεό. Απομακρύνουν από την πηγή της ζωής. Καταλήγουν στο θάνατο.
Ο Κύριος Ιησούς Χριστός γι’ αυτό ήρθε στον κόσμο. Για να λυτρώσει τον άνθρωπο που από ασυλλογισιά και αφροσύνη μεταβάλλει την ευλογία της ζωής του σε κοιλάδα κλαυθμώνος. Στέκει ο Κύριος στον καθένα μας δίπλα. Καθώς τότε στην απελπισμένη χήρα τής Ναΐν απευθύνει και σ’ εμάς αυτό το «μη κλαίε». «Μη κλαίε»; Μα δεν έβλεπε πως έχανε η γυναίκα εκείνη το μοναδικό της στήριγμα, τη μοναδική της αγάπη, τη μοναδική της ελπίδα; Δεν έβλεπε την παγωμάρα του θανάτου που τσάκιζε τη σκληρά πληγωμένη και απροστάτευτη μάνα; Μα αυτό ακριβώς έβλεπε. Έφτανε το θείο Του μάτι ως τον πυθμένα του πικρού ποτηριού της. Κι όμως αντήχησε, ξένη, λες, προς στον κόσμο μας, η ζωογόνος φωνή Του: «Μη κλαίε». Αυτός ήταν η ζωή και η χαρά. Σ’ Αυτόν θα μπορούσε κι εκείνη να βρει το λυτρωμό. Να ξαναβρεί τη χαρά της. Δύναμη για τη ζωή. Παρηγοριά. Ανυπολόγιστη η δωρεά που έλαβε με την παρουσία του Χριστού. Με το πλησίασμα του Χριστού.
Στον καθένα δίπλα μας είναι ο Κύριος Ιησούς, αδερφέ μου. Πιο πολύ στις ώρες του πόνου και της απελπισίας. Στις στιγμές που βρισκόμαστε σε αδιέξοδο. Τότε που το δάκρυ κυλά από τα μάτια καυτό και πικρό. Ό,τι κι αν είναι αυτό που μας βασανίζει. Ό,τι κι αν λυγίζει τη διάθεση για τη ζωή ή σπάζει τον ενθουσιασμό. Όσο βαρύ κι αν είναι αυτό που μας πιέζει κι ασήκωτο. Κι αν ακόμη μας πνίγει της απελπισίας το σκοτάδι και δε διακρίνουμε ακτίνα φωτός. Ας ακούσουμε τη φωνή Του: «Μη κλαίε». Ξέρει γιατί το λέει. Έχει τη δύναμη να σβήσει την αιτία του αβάστακτου πόνου μας. Στα χέρια Του είναι η λύση του προβλήματός μας. Η αγάπη Του, βάλσαμο παρηγοριάς, θα σηκώσει από την καρδιά μας το βάρος. Θα σφογγίσει το δάκρυ μας. Θα δώσει λύση στο αδιέξοδό μας. Ένα μόνο απαιτείται. Ν’ ανταποκριθούμε στο πλησίασμά Του. Να υποταχτούμε στο θέλημά Του. Να δεχτούμε το Νόμο Του. Να αφεθούμε στη δική Του καθοδήγηση. Θα εκλείψει τότε από τη ζωή μας «παν δάκρυον». Όπου ο Χριστός, «ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός».
«Μη κλαίε» λοιπόν και μην απελπίζεσαι. Άνοιξε μόνο τα μάτια σου. Δες και ρίξε τον εαυτό σου στου Χριστού την αγκάλη.
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Α’.
«Μη κλαίε»