Έμεινα στην Κεφαλληνία περισσότερο από ένα μήνα και επισκέφθηκα πολλά μέρη της Κεφαλληνίας και τον τάφο του ιερέως Παναγή Μπασιά (*), ο οποίος ενώ ακόμη ζούσε είχε φήμη αγίου.
Ο τάφος του ιερέως Παναγή Τυπάλδου Μπασιά είναι έξω από το θυσιαστήριο (το άγιο Βήμα) προς το δεξί μέρος της εκκλησίας του αγίου Σπυρίδωνος στο Ληξούρι.
Όπως μου έλεγαν, όταν απεβίωσε, ο λαός επέμενε να ενταφιαστεί μέσα στο θυσιαστήριο, επειδή όμως η Ιερά Σύνοδος δεν το επέτρεψε, τον έθαψαν κάτω από την αγία Τράπεζα. Δηλαδή έξω από το θυσιαστήριο έσκαψαν τον τάφο, αλλά προχώρησαν ώσπου πέρασαν τα θεμέλια της εκκλησίας του αγίου Σπυρίδωνος· τότε έσκαψαν και έκαναν υπόγεια στοά προχωρώντας μέχρι την αγία Τράπεζα. Εκεί απόθεσαν το άγιό του λείψανο. Ύστερα σφράγισαν την τρύπα που έκαναν στα θεμέλια και σημείωσαν από έξω, ενώ το άγιο λείψανο είναι μέσα μέχρι σήμερα.
Αυτόν τον γνώρισα όταν ήμουν ακόμη παιδί και βρισκόμουν στο Ληξούρι. Διηγούνται πολλά και διάφορα θαύματα που έγιναν από αυτόν.
Όπως γράφει ο βιογράφος του Ζήσιμος Τυπάλδος, αυτός γεννήθηκε στο Ληξούρι της Κεφαλληνίας το 1800 και αφού σπούδασε σύμφωνα με την εποχή εκείνη διορίστηκε δημοδιδάσκαλος στο Ληξούρι, αλλά η θεϊκή φωτιά έκαιγε στην καρδιά του και ζητούσε τόπο ήσυχο ώστε με την προσευχή να ομιλεί με τον ποθούμενο Χριστό. Για τον λόγο αυτό αναχώρησε στο νησί Δία και εκεί μόναζε προσευχόμενος αδιάλειπτα. Επειδή όμως ο πατέρας του απήλθε προς Κύριον και η μητέρα και η αδελφή του έμειναν χωρίς προστασία, γι’ αυτό επέστρεψε στο πατρικό σπίτι και το 1832 χειροτονήθηκε ιερέας.
Όλα όσα είχε στο πατρικό σπίτι τα μοίρασε στους φτωχούς αφού πούλησε όλα τα έπιπλα του σπιτιού και κάθε σκεύος. Και επειδή η αγάπη προς τον Θεό κατέφλεγε την καρδιά του, όπως και η αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όλα όσα έπαιρνε ως εφημέριος τα μοίραζε στους φτωχούς. Καθώς δεν είχε πλέον κάτι δικό του να δώσει στους φτωχούς, περνούσε από τα καταστήματα, και ό,τι έπαιρνε το έδινε σε οικογένειες που είχαν ανάγκη.
Θυμάμαι ότι, όταν ήμουν παιδί, όταν περνούσε στον δρόμο όλα τα παιδιά τρέχαμε και του φιλούσαμε το χέρι για να μας ευλογήσει.
Κάποια Κυριακή λειτουργούσε στην εκκλησία των τριών Ιεραρχών και εγώ πήγα στη λειτουργία όπως και άλλοι πολλοί, ώστε η εκκλησία ήταν γεμάτη. Αυτός στάθηκε έξω από το θυσιαστήριο στον δεξιό ψάλτη και από τα γεράματα έλεγε πολύ σιγά τις εκφωνήσεις, ενώ το εκκλησίασμα εκστατικό κοιτούσε τον λειτουργούντα Παναγή Μπασιά. Σ’ εμένα μάλιστα φαινόταν σαν άγγελος, δηλαδή σαν κάποιος ανώτερος των άλλων ανθρώπων.
Πολλοί έλεγαν ότι ενώ έβρεχε ραγδαία βροχή αυτός περπατούσε στον δρόμο χωρίς να βραχεί καθόλου.
Μια μέρα πήγα με τον πατέρα μου στο κελλί του Παναγή Μπασιά για να μου διαβάσει ευχές βασκανίας, επειδή ήμουν λίγο άρρωστος και ο πατέρας μου υπέθεσε ότι πάσχω από βασκανία. Αντί για τις ευχές της βασκανίας μού έδωσε και προσκύνησα μια μικρή εικόνα της Παναγίας. Αφού προσκύνησα μου λέει: «Πήγαινε, δεν έχεις τίποτε, η Παναγία θα σε πάρει μαζί της». Αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ότι θα πάω στο Άγιο Όρος και θα γίνω μοναχός, και πράγματι έτσι έγινε.
Μια μέρα, ενώ περνούσε τη γέφυρα του ποταμιού του Ληξουρίου, από την αντίθετη μεριά ερχόταν κάποιος που κρατούσε στο δεξί του χέρι μαντήλι, μέσα στο οποίο είχε ψάρια που είχε αγοράσει από την ψαραγορά. Προσκύνησε τον ιερέα Παναγή Μπασιά και ασπάστηκε το χέρι του. Του λέει ο ιερέας Παναγής Μπασιάς: «Τι έχεις στο μαντήλι;» «Ψάρια», είπε. «Βάλ’ τα κάτω να δω τι ψάρια είναι». Μόλις ο άνθρωπος εκείνος άνοιξε το μαντήλι, πήρε δύο ο ιερέας Παναγής Μπασιάς και τα έριξε στο ποτάμι λέγοντάς του: «Πρόσεχε, πρόσεχε!» και έφυγε. Εκείνος έλεγε: «Τα δυο αυτά ψάρια τα είχα κλέψει χωρίς να με καταλάβει ο ψαράς».
Η μητέρα του είχε πεθάνει και έμενε με την αδελφή του· ενώ ήταν μέρα Κυριακή και η αδελφή του Μαρία ετοίμαζε το τραπέζι για να φάνε, έρχεται ξαφνικά ένας φτωχός και λέει στον ιερέα Παναγή Μπασιά: «Πεινώ!» Τότε ο Μπασιάς του έδωσε το ψωμί που είχαν για να φάνε. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ήρθε άλλος φτωχός και του έδωσε το φαγητό. Τότε λέει η αδελφή του Μαρία: «Εμείς τώρα τι θα φάμε;» «Έχει ο Θεός», αποκρίθηκε, και με το λόγο μπήκε ο υπηρέτης μιας πλούσιας οικογένειας φέρνοντας ψωμί και φαγητό. «Αυτά», είπε, «τα έστειλε ο κύριός μου». Και τότε είπε προς την Μαρία: «Δεν σου είπα ότι έχει ο Θεός;»
Και άλλα πολλά θαύματα διηγούνται που έκανε στη ζωή του ως ιερέας.
Μόλις πλησίασα στον τάφο του, είπα σ’ εκείνους που ήταν εκεί: «Γιατί δεν κάνετε ανακομιδή;» Διότι στα Επτάνησα δεν υπάρχει η συνήθεια να γίνεται ανακομιδή όπως σε άλλα μέρη.
Όταν απεβίωσε βρισκόμουν στα Ιεροσόλυμα. Όπως πληροφορήθηκα, πενήντα ώρες είχαν άταφο το άγιό του λείψανο και έτρεχαν απ’ όλα τα μέρη της Κεφαλληνίας και το ασπάζονταν. Έχω την πεποίθηση ότι το λείψανό του θα είναι άφθορο και αγιασμένο όπως των αγίων τα άγια λείψανα.
(*) Αυτό συνέβη κατά τον Νοέμβριο του 1891.
Από το βιβλίο: Απομνημονεύματα του αρχιμανδρίτου Ιωακείμ Σπετσιέρη. Τόμος Β’. Ελλάς. Μέρος Γ’, σελ. 12-14.