«νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η αμαρτία υμών μένει» (Ιω 9:41)
Με το σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα ο άγιος Ευαγγελιστής Ιωάννης μάς μίλησε για το θαύμα της θεραπείας ενός εκ γενετής τυφλού, του τυφλού της Ιερουσαλήμ. Πώς δηλαδή ο Κύριος έκανε με το πτύσμα του πηλό και με αυτόν επέχρισε τα μάτια του, κατόπιν του είπε να πάει στην κολυμβήθρα, τη δεξαμενή του Σιλωάμ, να νιφτεί, και ότι με το νίψιμο έγινε εντελώς καλά.
Κατ’ αρχάς ας τονίσουμε το μέγεθος, το μοναδικό του θαύματος. Καθώς σχολίασε ο θεραπευμένος τυφλός, από τότε που έγινε ο κόσμος ποτέ άλλη φορά δεν ακούστηκε να ανοίξει κάποιος τα μάτια ενός από τη γέννησή του τυφλού. Οι βολβοί των ματιών μερικώς ή ολικώς έλειπαν. Και ο Κύριος με τον πηλό δημιούργησε στις κόγχες ό,τι έλειπε, πράγμα που, καθώς λέγουν οι άγιοι Πατέρες, διδάσκει ότι αυτός ο Χριστός είναι που κατ’ αρχάς έπλασε από χώμα το σώμα του Αδάμ. Αυτός που άνοιξε τα μάτια του τυφλού είναι ο δημιουργός του κόσμου.
Στη συνέχεια, παρακάτω, μας διηγήθηκε ο ιερός Ευαγγελιστής το πώς είδαν το θαύμα αυτό οι διάφοροι, και τι στάση πήραν απέναντι σε αυτόν που έκανε το θαύμα, δηλαδή απέναντι στο Χριστό· ιδιαίτερα δε, τι αποτέλεσμα είχε το θαύμα στην ψυχή του πρώην τυφλού και στις ψυχές των Φαρισαίων. Και ο τυφλός μεν πίστεψε ότι ο Χριστός είναι ο υιός του Θεού, δηλαδή ο Μεσσίας Χριστός και τον προσκύνησε, οι Φαρισαίοι δε είπαν ότι ήταν αμαρτωλός και τον απέρριψαν.
Ο Κύριος σχολιάζοντας αυτή τη στάση των Φαρισαίων και του τυφλού είπε: «Εις κρίμα εγώ εις τον κόσμον τούτον ήλθον, ίνα οι μη βλέποντες βλέπωσι και οι βλέποντες τυφλοί γένωνται». Δηλαδή οι Φαρισαίοι, επειδή απλώς ασχολούνταν με τον νόμο της Παλαιάς Διαθήκης, είχαν την εντύπωση ότι έβλεπαν, ότι αυτοί ήξεραν, δηλαδή είχαν μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους, είχαν υπερηφάνεια και γι’ αυτό τελικά δεν είδαν και δεν αναγνώρισαν στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία, τον σωτήρα Χριστό, ενώ ο πρώην τυφλός που ήταν ταπεινός, δεν είχε ιδέα για τον εαυτό του, όχι μόνο μπόρεσε να θεραπευθεί σωματικώς αλλά αξιώθηκε να θεραπευθεί και πνευματικώς, καθόσον αναγνώρισε στο πρόσωπο του Ιησού τον σωτήρα και Λυτρωτή και έτσι τον προσκύνησε.
Και παρακάτω ο Κύριος είπε, απευθυνόμενος προς τους Φαρισαίους, «Ει τυφλοί ήτε, ουκ αν είχετε αμαρτίαν», αν ήσασταν τυφλοί, εάν από άγνοια δεν με δεχόσασταν, η αμαρτία σας θα ήταν συγγνωστή. Εάν θεωρούσατε τους εαυτούς σας τυφλούς θα προστρέχατε και σεις στον ιατρό και δεν θα είχατε αμαρτία, διότι ήλθα να άρω, να θεραπεύσω την αμαρτία. «Νυν δε λέγετε ότι βλέπομεν· η αμαρτία υμών μένει». Τώρα όμως λέτε ότι βλέπετε, γι’ αυτό δεν ζητάτε τον γιατρό και η αμαρτία σας, η τύφλωσή σας παραμένει».
Αλλά αυτό που συνέβαινε τότε, εξακολουθεί και μέχρι σήμερα να συμβαίνει. Υπάρχουν πολλοί που κάνουν τον έξυπνο, που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα, που νομίζουν ότι δεν υπάρχει κάτι πέρα από αυτό που μπορεί να πιάσει το μυαλό τους, δεν δέχονται, δεν αναγνωρίζουν τον Χριστό ως Θεό και έτσι μένουν μακριά από αυτόν, μακριά από την Εκκλησία και τη σωτηρία που δίνει ο Χριστός και έτσι παραμένουν στην αμαρτωλή τους κατάσταση.
Αλλά ας μην πάμε πολύ μακριά. Μήπως λίγο-πολύ τα ίδια ισχύουν και για μας;
Βέβαια, αν μας ρωτήσει κάποιος αν πιστεύουμε στο Χριστό, θα του πούμε, ίσως με κάποια έμφαση, ότι βεβαίως και πιστεύουμε, ότι είμαστε άνθρωποι της Εκκλησίας, των προσκυνημάτων, των μοναστηριών.
Ναι, εξωτερικά, τυπικά έτσι είναι. Τι δείχνει όμως η πνευματική μας κατάσταση; Έχει θεραπευτεί και ζωοποιηθεί η ψυχή μας; Έχουμε μέσα μας τη χάρη του Θεού όπως λένε οι πατέρες μας αισθητώς; Ενεργεί δηλαδή μέσα μας φανερά ο Θεός, πάσχουμε, όπως λέγεται, τα θεία, ή απλώς, έτσι ανθρώπινα, προσπαθούμε να κάνουμε κάτι από αυτά που θέλει ο Θεός; Έχουμε π.χ. την αδιάλειπτη, την αυτενεργούσα προσευχή, προσεύχεται μέσα μας το άγιο Πνεύμα ή απλώς εμείς προσπαθούμε να προσευχηθούμε;
Εάν ναι, έχει καλώς. Εάν όμως όχι, εάν δηλαδή δεν φτάσαμε να γευτούμε την κατάσταση που οι πατέρες μας ονομάζουν φωτισμό και απλώς προσπαθούμε να κάνουμε κάποια καθήκοντα, μήπως αυτό δείχνει ότι και εμείς είμαστε αθεράπευτοι; Μήπως ενώ είμαστε ακόμη τυφλοί λέμε και εμείς, όπως οι Φαρισαίοι, ότι βλέπουμε, ότι ξέρουμε και τα παρόμοια, δηλαδή έχουμε υπερηφάνεια και γι’ αυτό δεν μας πιάνει η χάρη του Θεού και μένουμε ακάθαρτοι και αφώτιστοι;
Ας αγαπήσουμε όμως την ταπείνωση. Ας ζητάμε από τον Θεό μας ταπείνωση. Ας καλλιεργούμε ταπεινούς λογισμούς και προπαντός ας ετοιμάζουμε τον εαυτό μας να δέχεται με υπομονή τους πειρασμούς που μας ταπεινώνουν, που εξαλείφουν την καλή ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας. Ας ζητούμε και εμείς, όπως ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, «φώτισόν μου το σκότος», για να ανοίξει ο Χριστός, το Φως το Αληθινό, και τα δικά μας πνευματικά μάτια, και έτσι φωτιζόμενοι να το βλέπουμε, και βλέποντάς το να τον δοξάζουμε, στον παρόντα και προπαντός στον μέλλοντα αιώνα. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας