Η Εκκλησία μας γιορτάζει την καθ’ αυτό γιορτή της, τη νίκη της κατά της αιρέσεως και συνεκδοχικά όλες τις νίκες της.
Η Ορθοδοξία, «ήτις εστίν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και εδραίωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. 3.15) είναι η συνέχεια της Εκκλησίας των αποστόλων, των εφτά Οικουμενικών Συνόδων, της Παραδόσεως.
Διαφύλαξε ακραιφνή και αυθεντική την πίστη της αδιαίρετης Εκκλησίας της πρώτης χιλιετίας. Γνώμονά της είχε και έχει το ότι και η πιο μικρή παρέκκλιση, και η πιο μικρή παραχώρηση και νοθεία στο δόγμα, βγάζει από την αλήθεια. Στα της πίστεως «δεν χωράει συγκατάβαση, γιατί η συγκατάβαση απεργάζεται ελάττωση της πίστεως» κατά τον Άτλαντα της Ορθοδοξίας άγιο Μάρκο Ευγενικό. Ο χρυσός κανόνας της Εκκλησίας: Στα δευτερεύοντα ελευθερία – στο δόγμα ταύτιση απόλυτη, γιατί κανείς δεν μπορεί εδώ να λύσει «ιώτα εν ή μια κεραία» (Ματθ. 5.18-19).
Πόσο πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στην Εκκλησία μας! Πόσο πρέπει να τη χαιρόμαστε και να καυχόμαστε! Κράτησε τη σκυτάλη και τη δάδα των αποστόλων, που μέσω των διαδόχων τους έφθασε μέχρι τα χρόνια μας. Φρυκτωρεί και θα φρυκτωρεί έως τη συντέλεια του αιώνα την πανσωστική διδαχή του Κυρίου ακίβδηλη.
Διαφέρει οξέως από τη νοοτροπία της Δύσεως, Ρωμαιοκαθολικισμού και Προτεσταντισμού, που αποκρυσταλλώθηκε στη δεύτερη χιλιετηρίδα, αν μπορούμε να μιλάμε για αποκρυστάλλωση: Αδιάλειπτα αναδύονται αθροίσματα προτεσταντικά, έτσι που τον αμέτρητο και εξογκούμενο αριθμό των παραφυάδων τους, θα έλεγε κάποιος «ακριτόμυθος», ότι δεν τον γνωρίζει ούτε… ο Θεός! Δεν θέλει να τον γνωρίζει!
Η Ορθόδοξη Καθολική Εκκλησία, όπως είναι πληρέστερα ο ορισμός της, δεν παραχάραξε την ευαγγελική αλήθεια. Δεν ξέπεσε σε αίρεση. Διακρατεί το δόγμα σαν κόρη οφθαλμού. Και οφείλει να το προβάλλει στον έξω κόσμο. Είναι το ταμείο της θεογνωσίας.
Ακόμη δεν υπέκυψε στον σατανικό πειρασμό του Κυρίου για κυριαρχία επί των βασιλειών της υφηλίου (Ματθ. 4.8-10) και δεν εκκοσμικεύθηκε. Δεν πρόδωσε το ποιον και την υφή της.
Αντίθετα, το Βατικανό μέχρι σήμερα αποτελεί κράτος με δομή κράτους. Τώρα είναι σκιώδες, μα στον Μεσαίωνα ήταν πολύ μεγαλύτερο, έκανε πολέμους, έχυνε αίματα, διψούσε για εγκόσμια, αν μη και παγκόσμια, εξουσία. Σαφώς είχε λησμονήσει ότι η Βασιλεία του Χριστού «ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. 18.36). Δυστυχώς δε τέτοιες κληρονομιές δεν αποτινάσσονται εύκολα. Είχε και την Ιερά Εξέταση… Η Βασιλεία του Θεού όμως ασφυκτιά όταν μπαίνει σε καλούπια γήϊνα και σε μορφώματα βίας και καταναγκασμού.
Οι εκτροπές της παπικής Εκκλησίας πυροδότησαν στη συνέχεια το ηφαίστειο της Διαμαρτυρήσεως – άλλο δράμα τούτο…
Η εκκοσμίκευση σε άλλη φάση μπήκε από το παράθυρο με διαφορετικό προσωπείο, σαν εκκοσμίκευση… πνευματική! Οξύμωρο, αλλά συνέβη. Συμβαίνουν και τέτοια. Είναι σαν να λέμε άρρωστος για λόγους… υγείας! Κοιμάται κανείς τώρα το χειμώνα με ανοιχτό το παράθυρο για να έχει πλούσιο οξυγόνο, και είναι πάντα κρυολογημένος…
Παρόμοια οι δυτικοί χριστιανοί ανοίχθηκαν στον κόσμο –εδώ τα πρωτεία τα έχουν οι προτεστάντες. Ίσως αγαθή η πρόθεσή τους, πλην έπεσαν έξω. Υπερτίμησαν την ανθρώπινη λογική και κινήθηκαν νοησιαρχικά, έξω από τη μυστική-ασκητική αίσθηση, διαίσθηση και ευαισθησία της Ορθοδοξίας.
Είπαν: «Πώς θα πλησιάσουμε τον κόσμο στον Ιησού; Άρα πώς πρώτα θα πλησιάσουμε εμείς τον κόσμο, και θ’ αγκαλιάσουμε όλους; Τι θέλει ή τι δεν θέλει ο κόσμος»;
Τον κόσμο βολεύει ένας Χριστιανισμός με ένα Χριστό που δεν πείνασε (μετά τη σαρανταήμερη νηστεία Του. Λουκ. 4.2), που δεν κοπίασε (πριν καθίσει στο φρέαρ της Σαμαρείτιδας· Ιω. 4.6), που δεν έκλαψε (στον τάφο του Λαζάρου Ιω. 11.35), που δεν κακοπάθησε (μέχρι Σταυρού και Τάφου)· με δυο λόγια ένα Χριστιανισμό χωρίς θρόμβους ιδρώτα (της Γεθσημανή· Λουκ. 22.44), αλλοιωμένο, αποχρωματισμένο και ξεφτισμένο.
Είπαν: «Ο κόσμος δεν θέλει νηστείες – Κόβουμε τις νηστείες. Δεν θέλει μακρές ακολουθίες – Ψαλιδίζουμε τις ακολουθίες· η θ. Λειτουργία σε ένα τέταρτο της ώρας. Δεν θέλει πίεση και ζόρισμα – Κάτω η ασκητική. Δεν θέλει ν’ ακούσει για θάνατο – Διαγράψτε από το κηρυκτικό λεξιλόγιο τον θάνατο, Κρίση, Κόλαση και τα συναφή».
Ναι, μα το εύκολο κέρδος είναι έωλο, ακόμη και στην πνευματική σφαίρα. Τι επιτεύχθηκε με την τακτική τους αυτή; Το αντίθετο! Δεν έγινε ο κόσμος Εκκλησία, αλλά η Εκκλησία έγινε κόσμος. Και κόσμος έγινε και ποίμνιο δεν έχει. Μηδέν το αποτέλεσμα, και μάλιστα μείον μηδέν.
Δεν έλαβαν υπ’ όψιν τον Παύλο που παρακαλεί: «Μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω, αλλά μεταμορφούσθαι τη ανακαινώσει του νοός» με στόχο «το θέλημα του Θεού [και όχι του κόσμου], το αγαθόν και ευάρεστον και τέλειον» (Ρωμ. 12.2).
Οι ετερόδοξοι δεν άκουσαν τον Παύλο και η θρησκεία τους κολοβώθηκε και έπαθε έκπτωση και από αυτή την πλευρά, πέρα της δογματικής. Έτσι οι πιστοί τους που έχουν αγωνίες και αναζητήσεις, ψάχνουν για γνησιότητα.
Η δική μας ωστόσο Εκκλησία είναι μακριά από μισόλογα και συμβιβασμούς, κολακείες και θωπεύσεις του κατωτέρου ανθρώπου, του κάτω ανθρώπου. Δείχνει τις κορυφές, την τελειότητα και τη θέωση. Δεν συστέλλει, δεν συσκιάζει και δεν αποδέχεται μινιμαλισμούς, δηλαδή δεν αρκείται στα λίγα και ουσιώδη τάχα. Δείχνει και παροτρύνει· και όπου φθάσει ο καθένας. Επαφίεται στη θέρμη του.
Εννοείται ότι και εμείς δεν είμαστε άμεμπτοι. Παντού υπάρχει το ανθρώπινο στοιχείο· και στην Ορθοδοξία. Μα έχει τεράστια διαφορά ν’ αμαρτάνεις με τις ευλογίες της Εκκλησίας σου από το ν’ αμαρτάνεις υπό την καταδίκη της και να σε τρώνε οι τύψεις· ν’ αμαρτάνεις με αίσθηση της παραβάσεώς σου από το ν’ αμαρτάνεις ελαφρά τη καρδία.
Ιερομόναχος Ιουστίνος