Σήμερα, τελευταία Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα, ορίστηκε να τιμάμε τη μνήμη όλων εκείνων που ευαρέστησαν στο Θεό, από Αδάμ έως και του Ιωσήφ του μνήστορος, κατά γενεαλογία, δηλαδή όπως αναφέρονται στο γενεαλογικό κατάλογο των Εβραίων, τον οποίο και ακούσαμε από τον ευαγγελιστή Ματθαίο κατά την ανάγνωση του πρώτου κεφαλαίου του ιερού του ευαγγελίου.
Έτσι ακούσαμε «Βίβλος γενέσεως Ιησού Χριστού υιού Δαυΐδ, υιού Αβραάμ. Αβραάμ εγέννησε τον Ισαάκ, Ισαάκ δε εγέννησε τον Ιακώβ» κτλ., στο δεύτερο μέρος δε της ευαγγελικής περικοπής μας έγινε η εξιστόρηση της γεννήσεως του Ιησού Χριστού η οποία θα μπορούσε να συμπυκνωθεί σε μια λέξη· τη λέξη «Εμμανουήλ» που σημαίνει, καθώς μας είπε ο ευαγγελιστής, «μεθ’ ημών ο Θεός», ο Θεός είναι μαζί μας. Και πράγματι η ενανθρώπηση του Κυρίου και η μετέπειτα γέννησή του αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύτητα και την πληρέστερη ένωση του Θεού με τον άνθρωπο που θα μπορούσε να υπάρξει. Πρόκειται για την λεγομένη θεολογικά υποστατική ένωση, κατά την οποία το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, η υπόσταση του Υιού και Λόγου του Θεού πήρε από την Παναγία την ανθρώπινη φύση και ενώθηκε με αυτή, όπως διεκήρυξε η Δ’ Οικουμενική Σύνοδος, «ατρέπτως, ασυγχύτως, αναλοιώτως και αδιαιρέτως», αληθινά και όχι κατά φαντασία.
Αλλά γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος; Ποιος ο λόγος, ποια η αιτία που έκανε τον Θεό να ταπεινωθεί, να γίνει άνθρωπος και έτσι να είναι μαζί μας;
Ο άγιος Αθανάσιος μας λέγει ότι ο Θεός δεν είχε καμιά ανάγκη να σαρκωθεί αλλά η ανθρωπότητα χρειαζόταν θεραπεία. Διότι ο Θεός έκανε τον ουρανό και τη γη και όλα όσα είναι σ’ αυτά. Έπλασε δε και τον άνθρωπο, τον έβαλε στον παράδεισο και τον έκανε βασιλιά σ’ όλα τα κτίσματα, για να τον δουλεύουν και να τον εξυπηρετούν ως εικόνα του Θεού.
Γνωρίζοντας αυτό ο διάβολος και από φθόνο για την αξία του ανθρώπου, συμβούλευσε τον άνθρωπο να παρακούσει το Θεό για να τον βγάλει με την παρακοή από τον παράδεισο, να του στερήσει την αξία που του έδωσε ο Θεός και από αθάνατο να τον κάνει θνητό. Ο άνθρωπος δε, μη έχοντας πείρα της κακίας του πονηρού, άκουσε τη συμβουλή τού διαβόλου, παράκουσε το Θεό και δέχθηκε το θάνατο της αμαρτίας. Ομοίως και όλοι οι άνθρωποι που γεννιόταν απ’ αυτόν παρουσίαζαν και είχαν την αμαρτία ως κληρονομική αρρώστια. Έτσι επικράτησε η αμαρτία στο ανθρώπινο γένος· «πάντες γαρ ήμαρτον και υστερούνται της δόξης του Θεού».
Έστειλε δε ο Θεός στον κόσμο προφήτες και διδασκάλους για να διδάξουν τους ανθρώπους να αποστραφούν την αμαρτία, αλλά δεν μπόρεσαν να τους απαλλάξουν από την κατάσταση αυτή του θανάτου. Γι’ αυτό είπε ο Θεός: «θα κατέβω και θα φορέσω σάρκα και θα διδάξω το πλάσμα μου και θα στραφεί από τη συμβουλή του διαβόλου και θα γίνει κάθε άνθρωπος ως θεός όχι κατά φύση αλλά κατά θέση».
Έτσι, με την ευδοκία του Πατρός και τη συνέργεια το αγίου Πνεύματος, ο Υιός και Λόγος του Θεού εισήλθε στην καθαρή κοιλία παρθένου γυναικός, και αφού προσέλαβε σάρκα από αυτή έγινε άνθρωπος. Και πάλι αφού γεννήθηκε και την άφησε καθαρή και αμόλυντη παρθένο, περπάτησε στον κόσμο με τους ανθρώπους ως άνθρωπος και τότε ονομάστηκε Χριστός διότι χρίστηκε και φόρεσε τη σάρκα του ανθρώπου.
Δημιουργείται όμως το ερώτημα: «Γιατί ο Θεός δεν δίδαξε μόνο τον άνθρωπο, γιατί δεν τον έσωσε χωρίς σάρκα, γιατί θέλησε να φορέσει τη σάρκα;» Και σ’ αυτό το ερώτημα μάς απαντά ο ίδιος θεοφόρος πατέρας.
Κατ’ αρχάς, όταν έπλασε ο Θεός τον άνθρωπο και πλανήθηκε ο άνθρωπος από το διάβολο, δε νίκησε ο διάβολος τη θεότητα αλλά την ανθρωπότητα, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και έπρεπε αυτή η ανθρωπότητα που νικήθηκε, πάλι αυτή να νικήσει τον εχθρό της το διάβολο και έτσι να παραλάβει το θεϊκό παράδεισο που εξαιτίας του διαβόλου τον έχασε. Διότι εάν γυμνή η θεότητα ερχόταν και νικούσε το διάβολο, αυτός θα καυχιόταν ότι δεν έγινε κάτι σπουδαίο, καθώς δεν τον νίκησε ο άνθρωπος αλλά ο Θεός. Γι’ αυτό δεν καταδέχθηκε ο Θεός γυμνή η θεότητα να παλέψει με το διάβολο, αλλά θέλησε η ανθρωπότητα που νικήθηκε, αυτή να νικήσει το διάβολο που τη νίκησε.
Γνωρίζοντας όμως ο σοφός Θεός ότι μόνη η ανθρωπότητα, χωρίς τη θεότητα δε θα μπορούσε να νικήσει, κρύφτηκε σ’ αυτή την ανθρώπινη σάρκα, έτσι ώστε ο διάβολος βλέποντας τη σάρκα και μη γνωρίζοντας ότι σ’ αυτή είναι κρυμμένη η θεότητα να έλθει και να παλέψει με το Χριστό και έτσι να νικηθεί από την κρυμμένη θεότητα. Πράγμα που έγινε. Διότι όπως αυτός που θέλει να πιάσει ένα ψάρι δε βάζει γυμνό το αγκίστρι αλλά το καλύπτει απ’ έξω με ένα σκουλήκι και έτσι το ρίχνει στη θάλασσα· το ψάρι δε βλέποντας μόνο το σκουλήκι και μη γνωρίζοντας ότι μέσα του έχει το αγκίστρι αλλά νομίζοντας ότι είναι μόνο του, ξεγελιέται και πιάνεται από το αγκίστρι.
Έτσι έκανε και ο Χριστός. Θέλοντας να κυνηγήσει τον μεγάλο δράκοντα που εμφωλεύει στα άπειρα ύδατα της αβύσσου, τον διάβολο, δεν του πρόσφερε γυμνή τη θεότητά του αλλά ως δόλωμα χρησιμοποίησε την πανάγιά του σάρκα, την οποία από την Αειπάρθενο Μαρία, την παναγιότατη γη, χωρίς φυρμό ντύθηκε και έτσι κάλυψε το ιερότατο άγκιστρο, τον κοσμοσωτήριο Σταυρό στον οποίο σταυρώθηκε, έτσι έκρυψε τη θεότητά του και έτσι ξεγελάστηκε και κρατήθηκε ο δηλητηριώδης μέγας δράκων διάβολος, αυτός που εξόρισε και θανάτωσε τον άνθρωπο και έτσι νικήθηκε κατά κράτος. Είδε από έξω το ανθρώπινο και χωρίς να καταλάβει την κρυμμένη θεότητα, κρατήθηκε και νικήθηκε από την ακατανίκητη θεότητα.
Γι’ αυτό φόρεσε τη σάρκα ο Υιός και Λόγος του Θεού και αυτή είναι η αιτία της σαρκώσεως. Και όπως ακριβώς αυτός ο διάβολος θέλοντας τότε να πλανήσει τον άνθρωπο και να τον βγάλει από τον παράδεισο δεν προσήλθε στην Εύα με γυμνή τη διαβολική του φύση αλλά φόρεσε σαν σάρκα το φίδι και έτσι την πλάνησε, διότι ήξερε ο πονηρός ότι εάν παρουσιαζόταν με γυμνή τη διαβολική του φύση του δε θα μπορούσε να την πλανήσει, γι’ αυτό ντύθηκε ως σάρκα το φίδι και με αυτό την πλάνησε. Και ο μεν όφις φαινόταν, ο δε διάβολος δεν φαινόταν και με τον φαινόμενο όφι ενεργούσε ο αθεώρητος σατανάς. Στο φίδι υπήρχε ένα πρόσωπο και δυο φύσεις· του φιδιού και του διαβόλου.
Έτσι και στο Χριστό σε ένα πρόσωπο ενώθηκαν δυο φύσεις· της θεότητος και της ανθρωπότητος. Και η μεν ανθρωπότητα φαινόταν, η δε θεότητα όχι· με τη φαινόμενη δε ανθρωπότητα ενεργούσε η αθεώρητη θεότητα. Αυτές οι δύο καλές φύσεις του Χριστού, η θεότητα και η ανθρωπότητα, τον άνθρωπο που εξορίστηκε τον ξαναέβαλαν τώρα στον παράδεισο. Επειδή ο διάβολος αδίκως θανάτωσε την αναμάρτητη ανθρώπινη φύση του Κυρίου, η θεϊκή του φύση δικαίως την ανάστησε· της ξαναέδωσε τη ζωή. Και αυτή είναι η αιτία για την οποία ο Θεός σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος.
Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Θεός με τη σάρκωσή του όχι απλώς ξαναέβαλε τον άνθρωπο στον παράδεισο αλλά και τον ανέβασε ακόμη ψηλότερα. Την ανθρώπινη φύση την οποία προσέλαβε τη θέωσε. Την έκανε να ζει τη θεϊκή ζωή. Την ανύψωσε στο ύψος της θεότητος. Την έκανε ομότιμη της θεότητος. Θεό κατά χάρη. Με αυτή την έννοια ο Χριστός είναι ο σωτήρας μας και γι’ αυτό το λόγο, όπως μας λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, και αν ακόμη ο άνθρωπος δεν έπεφτε και δεν έχανε τον παράδεισο και πάλι ο Θεός θα γινόταν άνθρωπος.
Σ’ αυτό που έγινε στο Χριστό, σ’ αυτή τη θέωση δηλαδή, μπορούμε να συμμετάσχουμε και εμείς ζώντας μέσα στην Εκκλησία, όπου το άγιο Πνεύμα με τις άγιες αρετές μορφώνει μέσα μας το Χριστό και μας κάνει να ζούμε τη ζωή του Χριστού.
Για αυτά, τα ανυπολόγιστης αξίας δώρα, αξίζει να χαιρόμαστε και όχι για τα μικρά και παιδικά, τις πλουμιστές βιτρίνες και τα φαγοπότια. Για αυτά τα μεγάλα, τα θεϊκά και σωτήρια μπορούμε και πρέπει να είμαστε ευγνώμονες στον Κύριό μας, στον οποίο πρέπει δόξα στους απέραντους αιώνες. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας
Κυριακή προ Χριστού Γεννήσεως