«Το πρωί εισακούση της φωνής μου…»
Πρωί-πρωί θα ακούσεις ή θα ακούς τη φωνή μου, την προσευχή μου.
«…το πρωί παραστήσομαί σοι και επόψει με» (Ψαλμ. 5:4).
Το πρωί θα παρουσιασθώ μπροστά σου. Καίτοι έτσι όπως είναι το κείμενο των Εβδομήκοντα σημαίνει ότι μία φορά το πρωί θα παρουσιασθώ, μπορούμε όμως να το πάρουμε και με την έννοια: Θα παρουσιάζομαι. Δηλαδή, λέει ο Δαβίδ τι θα κάνει στο εξής κάθε πρωί. «Το πρωί θα ακούς τη φωνή μου, το πρωί θα παρουσιάζομαι μπροστά σου».
«Και επόψει με». Υπάρχει και η γραφή «και επόψομαι». «Επόψει με» σημαίνει: «Θα παρουσιασθώ, και θα με δεις μπροστά σου». «Επόψομαι» σημαίνει: «Θα σε δω εγώ, θα σε θεωρήσω», με την έννοια που λένε οι Πατέρες της Εκκλησίας τις λέξεις θεωρία και θεωρώ.
Να διαβάσουμε το σχόλιο του π. Ιωήλ. «”και επόψει με”. Θα με ίδης, θα είμαι υπό την επιθεώρησίν σου, θα μου ρίψης ευμενές βλέμμα. Υπάρχει όμως και αρχαιοτέρα γραφή “επόψομαι” συμφωνούσα μετά του πρωτοτύπου “ατσαπέ”, την εβραϊκή δηλαδή λέξη. Κατά την γραφήν ταύτην, θα ερμηνεύσωμεν: Θα ίδω, θα ανυψώσω τα βλέμματά μου προς την αυτού μεγαλειότητα ή, ως ο τοξότης ρίπτων το βέλος του προσέχει να ίδη εάν επέτυχε του στόχου του, ούτω και εγώ θα περιμένω από τον Θεόν μου το αποτέλεσμα της προσευχής μου». (*)
Η ερμηνεία που αναφέρει ο π. Ιωήλ είναι χαρακτηριστική: «Θα παρουσιασθώ ενώπιον του Θεού και θα περιμένω να δω τι θα γίνει με την προσευχή μου». Εκείνος ο οποίος με το τόξο του ρίχνει ένα βέλος, δεν το ρίχνει απλώς, αλλά κοιτάει αν έφθασε το βέλος εκεί όπου στόχευε. Το βέλος, όσο γρήγορα κι αν φύγει, θα το δει κανείς, και όταν θα φθάσει στον στόχο, επίσης το βλέπει. Με αυτή λοιπόν την έννοια «επόψομαι» σημαίνει: «Θα παρουσιασθώ ενώπιόν σου, θα προσευχηθώ και θα κοιτάξω, θα προσέξω: έφθασε η προσευχή μου; Θα κοιτάξω, θα παρακολουθήσω: δέχτηκες την προσευχή μου; Εισακούσθηκα; Θα δω τι θα μου απαντήσεις».
Όλα αυτά δείχνουν πόσο ζωντανά, πόσο αισθητά ένιωθε ο προφήτης Δαβίδ τον Θεό κοντά του και πόσο μπορούσε να μιλάει με τον Θεό, έτσι που εμείς δεν μπορούμε να μιλούμε ακόμη και με τον άνθρωπο που έχουμε μπροστά μας. Μπορεί η συνομιλία μας πολλές φορές να παίρνει έναν ψεύτικο χαρακτήρα και να μην είναι πολύ ζωντανή, σαν να μην υπάρχει ο συνομιλητής μας. Αλλά ο Δαβίδ εδώ μιλάει με τον Κύριο, μιλάει προς τον Κύριο κατά τέτοιον τρόπο, σαν να βλέπει αυτός τον Κύριο και σαν να τον βλέπει ο Κύριος, χωρίς να έχει καμιά απολύτως αμφιβολία. Τόσο πολύ έχει την αίσθηση της παρουσίας του Κυρίου, τόσο πολύ έχει την αίσθηση της φιλανθρωπίας και της αγάπης του Κυρίου.
Και ο Δαβίδ είναι αμαρτωλός και αισθάνεται την αμαρτωλότητά του, αλλά αυτή όμως η αμαρτωλότητα δεν τον απομακρύνει από τον Θεό. Αυτή η αμαρτωλότητα, καθώς πιστεύει και ελπίζει στην ευσπλαχνία του Θεού, στην αγάπη του Θεού, δεν γίνεται εμπόδιο. Αισθάνεται, είπαμε, την παρουσία του Κυρίου και τρέχει και συνομιλεί με τον Κύριο, ωσάν να είναι μπροστά του, και του ομιλεί ταπεινά-ταπεινά αλλά και με πολύ θάρρος με την καλή έννοια, με βεβαιότητα και με ελπίδα.
Με αυτή λοιπόν την έννοια: «Το πρωί παραστήσομαί σοι, θα παρουσιασθώ ενώπιόν σου, και επόψομαι (ή επόψει με)». Θα έλθω στον ναό και θα έρχομαι εκεί, αλλά όχι απλώς για να κάνω την προσευχή μου. Όχι. Ξέρω ότι ομιλώ με έναν ζωντανό Θεό, ξέρω ότι ομιλώ με έναν Θεό που με ακούει, που με προσέχει, που με αγαπάει, που με σπλαχνίζεται, με έναν Θεό που περιμένει την προσευχή μου και που θέλει να μου απαντήσει. Προσεύχομαι σε έναν τέτοιο Θεό και θα περιμένω να δω: Έφθασε η προσευχή μου; Πώς έφθασε; Πώς τη δέχθηκε ο Θεός και πώς τη στέλνει πίσω; Τι μου στέλνει ο Θεός απαντώντας στην προσευχή μου; Αυτό σημαίνει το «επόψομαι». Αλλά και το «επόψει με» σημαίνει το ίδιο πράγμα: Θα παρασταθώ ενώπιόν σου, θα ετοιμασθώ και θα κάνω την προσευχή μου ενώπιος ενωπίω. Αυτό το «θα παρασταθώ» δεν σημαίνει βέβαια απλώς ότι θα σταθεί μπροστά του, ότι θα κάνει σε όρθια στάση την προσευχή του, αλλά σημαίνει ότι θα ανοίξει την ψυχή του, θα ανοίξει την ύπαρξή του.
Τι ωραία να προσεύχεται έτσι κανείς, χωρίς να είναι διπλοκλειδωμένος, χωρίς να βιάζεται να τελειώσει! Να πάει να προσευχηθεί και να ανοίξει την καρδιά του και να μην αφήσει τίποτε κρυφό, τίποτε κλειδωμένο. Έτσι, θα παρασταθεί ολόκληρος ενώπιον του Θεού. «Και επόψει με». Θα με δει ο Θεός και θα ακούσει αυτά τα λόγια μου. Όπως είπαμε, θέλει να ακούσει αυτά τα λόγια ο Κύριος, θέλει να ακούσει να του λέμε ότι είναι ο βασιλεύς μας και ο Θεός μας, θέλει να ακούσει να του λέμε τον πόνο μας, αλλά και να δει, καθώς ανοίγουμε την καρδιά μας μπροστά του, ότι είναι όλα γυμνά και τετραχηλισμένα ενώπιόν του, (Εβρ. 4:13) ότι είναι ανοικτή η ψυχή μας, και έτσι να μας θεωρήσει, να μας δει με το σπλαχνικό του βλέμμα, με το βλέμμα του που είναι γεμάτο αγάπη.
(*) Ιωήλ Γιαννακοπούλου, Η Παλαιά Διαθήκη κατά τους Ο’. Εκδ. Ορθ. Χρ. Αδελφότητος «Λυδία». Τόμ. 24, Οι Ψαλμοί, Θεσσαλονίκη 1986, σ. 37.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Ο άνθρωπος του Θεού”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2002, σελ. 131 (αποσπάσματα από την ερμηνεία του 5ου ψαλμού).
Η συνομιλία με τον ζωντανό Θεό