Ο Μωσαϊκός νόμος δεν επέτρεπε στον Εβραίο να μπει στο ναό της λατρείας με άδεια χέρια.
Ήταν πράξη ανεπίτρεπτη να παρουσιαστεί μπροστά στον Κύριο και Θεό του μ’ αδειανά χέρια. «Ουκ οφθήση ενώπιον Κυρίου του Θεού σου κενός» (Δευτ. 16:16). Δεν θα παρουσιαστείς μπροστά στον Κύριο και Θεό σου κενός, δηλαδή χωρίς κάποια προσφορά.
Γι’ αυτό και ο καθένας που πήγαινε είχε κάτι να προσφέρει στο Θεό. Λίγο σιτάρι, ένα δοχείο λάδι ή κρασί, δυο περιστέρια, μερικά χρήματα. Πάντως εθεωρείτο μεγάλη ασέβεια να μπεις μέσα σε τόπο λατρείας με άδεια χέρια.
Οι σημερινοί Χριστιανοί το θέμα αυτό μάλλον δεν το τοποθετούν στις σωστές του διαστάσεις. Με διάφορες δικές τους ερμηνείες, ανεπίτρεπτους συλλογισμούς και αρκετή υστεροβουλία, παρουσιάζονται τις περισσότερες φορές όχι απλώς κενοί και άδειοι αλλά γυμνοί και ασεβείς.
Άλλος ισχυρίζεται ότι είναι προτιμότερο να τα δώσει κανείς στους φτωχούς, άλλος πιστεύει ότι ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τέτοιες προσφορές, άλλος φοβάται ότι τελικά τα χρήματά του θα τα φάνε κάποιοι επιτήδειοι και ένα σωρό τέτοιες δικαιολογίες.
– Σιγά τώρα να μη δώσω στην εκκλησία. Έχουν ανάγκη οι παπάδες και οι δεσποτάδες, ακούμε συχνά.
Βέβαια κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι στον χώρο της Εκκλησίας βασιλεύει η τάξη των Αγγέλων. Είναι ανθρώπινο να γίνονται σφάλματα και να διατυπώνονται κατηγορίες. Αυτά γινόταν, γίνονται και θα γίνονται. Αλλά το να αποδίδουμε μομφή συνολικά εναντίον του κλήρου, αυτό αποτελεί και πλάνη και ύβρη.
Και βέβαια πρέπει να ξεχωρίσουμε στο σημείο αυτό την προσφορά προς το Θεό και όχι την ενδεχομένως άσχετη κατάληξη που μπορεί να έχει η προσφορά μας.
Έχει σημασία αυτό. Η προσφορά είναι προς το Θεό. Οι άνθρωποι του ναού έχουν τη διακριτική ευχέρεια να την επενδύσουν όπου αυτοί νομίζουν καλύτερα. Ενδεχομένως βέβαια και να την καταχρασθούν. Σαν υπόθεση δεν μπορεί να αποκλειστεί κι αυτό το ενδεχόμενο. Τίποτα δεν αποκλείεται.
Αλλά εσύ, Χριστιανέ, ρίξε τον οβολό σου με σεβασμό και φόβο στο Θεό χωρίς καχυποψία. Εκείνη την ώρα ας μην μπαίνουν πονηρές σκέψεις στο μυαλό σου.
Δώσε αυτά που νομίζεις ότι μπορείς να δώσεις στον Κύριό σου και Θεό για να Τον ευχαριστήσεις, κι από κει πέρα αν βρεθούν βέβηλα χέρια να καταχρασθούν την ιερότητα της προσφοράς σου εσύ πλέον είσαι ανεύθυνος γι’ αυτό.
Αυτούς θα τους κρίνει ο Θεός. Γι’ αυτό και οι άνθρωποι που υπηρετούν το ναό πρέπει να διαθέτουν μεγάλη πίστη και να μην πειράζονται από τη δοκιμασία της κλοπής. Κι όταν περνάνε απ’ το μυαλό τους τέτοιες σατανικές προθέσεις να σκέπτονται ότι ίσως ύστερα από μια-δυο μέρες μπορεί να τους φέρουν πεθαμένους εκεί μέσα στον ίδιο ναό, για να τους κηδέψουν. Τότε ως δια μαγείας κόβεται αμέσως κάθε πονηρή επιθυμία για την απόκτηση τέτοιων χρημάτων.
Αλλά σε καμιά περίπτωση, Χριστιανέ μου, να μην εμφανιστείς κενός και άδειος μπροστά στο Θεό.
Είναι ντροπή και μεγάλη αμαρτία μια τέτοια συμπεριφορά απέναντι σ’ Αυτόν που μας τα δίνει όλα. Υγεία, τροφή, ρούχα, παπούτσια, σπίτια, παιδιά, φίλους, συγγενείς, όλα αυτά ποιος τάχα μας τα δίνει;
Κι όμως εδώ φαίνεται το μέγεθος της αχαριστίας μας. Ενώ όλοι την Κυριακή φοράμε πανάκριβα ρούχα, τρώμε πλούσια φαγητά, διασκεδάζουμε, μπροστά στο Θεό που μας τα δίνει όλα αυτά φαινόμαστε γυμνοί και κακομοίρηδες.
Το πιο μικρό κεράκι για το Χριστό! Κι αν τύχει και περάσει κι ο δίσκος, τότε είναι που ψάχνουμε το πιο μικρό νόμισμα να ρίξουμε. Κι αυτό μάλιστα το δίνουμε με δισταγμό και πολλές φορές το πετάμε τόσο περιφρονητικά που φαίνεται πως κάποια συμβιβαστική θέση παίρνουμε αφού δεν μπορούμε να κάνουμε κι αλλιώς. Σου δίνω ίσα-ίσα για να μην πεις πως δεν σου έδωσα. Από τον κανόνα αυτό δεν εξαιρούνται φυσικά ούτε και οι άνθρωποι που ασχολούνται με το ναό (ιερείς, επίτροποι κλπ.) που μάλιστα με την κακή τους συμπεριφορά γίνονται κακό παράδειγμα και για τους άλλους πιστούς.
Αλλά μια τέτοια συμπεριφορά είναι δυνατόν να βρει επαρκείς εξηγήσεις και δικαιολογίες;
Θα μπορούσαμε ακόμη να προσθέσουμε ότι η προσφορά του καλού Χριστιανού πρέπει να γίνεται σεμνά με «συντετριμμένη και τεταπεινωμένη καρδιά» και ότι πρέπει να δίνεται σε ό,τι εκλεκτότερο έχουμε. Αν είναι κερί το καλύτερο, αν είναι λάδι το εκλεκτότερο, αν είναι κόσμημα ή χρήμα το καλύτερο. Όχι προσφορές που γελοιοποιούν, όπως με παλιά και άχρηστα ρολόγια ή λερωμένα και σχισμένα χρήματα.
Μιλάμε για πράγματα ιερά και άγια που δε σηκώνουν ούτε νοθείες, ούτε αστεία. Οι νοθευμένες προσφορές (κερί, λάδι, άρτος, κλπ.) όχι μόνο δεν γίνονται δεκτές από τον Θεό αλλά επισύρουν και την οργή Του.
Για σκεφτείτε να πηγαίνατε δώρο σε κάποιο υψηλό πρόσωπο λίγο μουχλιασμένο τυρί ή ένα κομμάτι χαλασμένο κρέας. Πρώτα-πρώτα φοβάστε τις συνέπειες μιας τέτοιας χειρονομίας, αλλά εκτός αυτού θα χάσετε και την εύνοια του προσώπου που επιζητούσατε.
Με το Θεό λοιπόν τι γίνεται; Μήπως το σκεφτήκαμε λιγάκι;
Ιωάννης Στόγιας
Προσφορά τού Χριστιανού όταν πηγαίνει στην Εκκλησία