Ο όσιος Γεώργιος είπε κάποτε: «Από εδώ και επάνω ο τόπος θα κατοικηθεί…» δείχνοντας προς τον Προφήτη Ηλία, που ήταν τόπος εντελώς έρημος, βορειότερα της μονής. Μετά από καιρό, πράγματι κατοικήθηκε από τους κατοίκους του εγκαταλειφθέντος χωριού Τιμόθεος. Σήμερα αποτελεί συνοικία του χωριού Ταξιάρχες, με το όνομα Τιμόθεος.
Συχνά επίσης έλεγε ο όσιος: «Μετά από εμένα θα έλθει άλλο ποίμνιο. Θα μεγαλώσει το μοναστήρι…» Όπως και έγινε. Τη ρήση αυτή του οσίου την είχαν ακούσει πολλοί. Σε άλλους είπε: «Μη το βλέπετε που είναι έτσι σήμερα το μοναστήρι. Άγγελοι θα κατέβουν εδώ μια ημέρα».
Όταν αναχωρούσαν οι Βούλγαροι και χαιρόταν ο κόσμος, είπε ο όσιος: «Μη χαίρεσθε, θα έλθει καιρός που θα πείτε Βουλγαρία, Βουλγαρία… Γιατί οι μανάδες γέννησαν λύκους και οι λύκοι θα πιουν αίμα ανθρώπινο. Θα σκοτώσει πατέρας τον γιό, αδελφός τον αδελφό…» Όπως κι έγινε στον εμφύλιο σπαραγμό.
Μία ημέρα, ενώ ο όσιος Γέροντας ήταν στην αυλή και καθόταν με κάποιους προσκυνητές, ξαφνικά σηκώθηκε, έκανε τον σταυρό του και είπε: «Ώρα καλή, Δημήτρη». Σε μισή ώρα κτύπησε η καμπάνα του χωριού πένθιμα, γιατί όντως είχε πεθάνει ο Δημήτρης από τη Σίψα. Και άλλες φορές, έβλεπε από μακριά τις ψυχές των ανθρώπων ν’ ανεβαίνουν στον ουρανό και μίλαγε σχετικά.
Στην περίοδο του ανταρτοπολέμου μία γυναίκα επισκέφθηκε τον όσιο Γεώργιο για να τον συμβουλευθεί αν έπρεπε να μετακομίσουν από το χωριό στην πόλη, για μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο όσιος με τη βεβαιότητα που λάβαινε άνωθεν, της απάντησε: «Να μη διαλύσετε το σπιτικό σας. Ο σύζυγός σου είναι ευσεβής και η προσευχή του εισακούεται. Οι αντάρτες δεν θα σας πειράξουν. Να μη πεις όμως στον σύζυγό σου ότι η προσευχή του εισακούεται, γιατί μπορεί να υπερηφανευτεί, και τότε η προσευχή του θα χάσει την δύναμή της». Η γυναίκα άκουσε τον όσιο και δεν έπαθε κανένα κακό η οικογένειά της.
Ο μπαρμπα-Άγγελος, γείτονας του μοναστηριού, τυφλός από πολλά χρόνια, διηγήθηκε ότι μόλις άρχισε ο συμμοριτοπόλεμος, μία Κυριακή πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, ο όσιος είχε ετοιμάσει κονσερβοκούτια με συρμάτινο χερούλι, στα οποία έβαλε αναμμένα κάρβουνα με θυμίαμα. Τα μοίρασε σε όλο το εκκλησίασμα, καθώς και τις ιερές εικόνες, κι έκαναν λιτανεία γύρω από το χωριό. Ο όσιος Γέροντας έψαλλε και διάβαζε ευχές. Όταν επέστρεψαν στην εκκλησία, είπε στους χωρικούς: «Τώρα να μη φοβάστε τίποτε. Κανείς από τους χωρικούς δεν θα πάθει το παραμικρό». Ήταν αξιοθαύμαστη η μεγάλη βεβαιότητά του. Πράγματι, κατά το κοινώς λεγόμενο, δεν άνοιξε ούτε μύτη.
Από το βιβλίο: (†) Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Ο Όσιος Γεώργιος της Δράμας. Έκδοσις Ι. Μ. Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχες (Σίψα) Δράμα 2016, σελ. 129, 145, 146, 149 (αποσπάσματα).