«τι ποιήσας ζωήν αιώνιον κληρονομήσω;» (Λκ. 10:25).
Ολόκληρο το άγιο Ευαγγέλιο είναι σπουδαιότατο διότι μας ομιλεί για τη σωτηρία μας, η περικοπή όμως η οποία διαβάστηκε σήμερα είναι ιδιαίτερα σημαντική, διότι μας παρουσιάζει τις βασικές και απαραίτητες προϋποθέσεις αυτής της σωτηρίας.
Κάποιος νομικός, κάποιος που ήταν μελετητής και διδάσκαλος του νόμου της Παλαιάς Διαθήκης, παρουσιάστηκε στο Χριστό και με διάθεση να τον παγιδεύσει τον ερώτησε: «Διδάσκαλε, τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή;»
Βασικό και πολύ σημαντικό το ερώτημα. Διότι στοχεύει στο κέντρο της υπάρξεώς και της ζωής μας. Διότι για αυτό πλάστηκε ο άνθρωπος, για να έχει, να ζει την αιώνιο ζωή, δηλαδή τη ζωή του Θεού. Και ο Χριστός γι’ αυτό έγινε άνθρωπος, «ίνα ζωήν έχωσι, οι άνθρωποι, και περισσόν έχωσιν». Επομένως αυτό, δηλαδή η απόκτηση της αιώνιας ζωής, πρέπει να είναι το κατ’ εξοχήν μέλημα και ο σκοπός της ζωής μας.
Επίσης πολύ εύστοχη και η λέξη «κληρονομήσω». Τι πρέπει να κάνω για να κληρονομήσω την αιώνια ζωή. Διότι η αιώνιος ζωή δεν εξαγοράζεται, δεν υπάρχει τίποτε που να μπορεί να δοθεί ως αντάλλαγμά της. Η αιώνιος ζωή, η ζωή του Θεού δίνεται δωρεάν, όπως μια κληρονομιά· κληρονομείται. Και εμείς για να μπορέσουμε να κληρονομήσουμε τη ζωή του Θεού πρέπει να είμαστε συγγενείς του Θεού αλλά και να διατηρούμε ζωντανή αυτή τη συγγενική σχέση μας με αυτόν. Και συγγενείς μεν του Θεού γινόμαστε με το άγιο μυστήριο του Βαπτίσματος, με το οποίο ενωνόμαστε με το Χριστό και γινόμαστε μέλη του σώματός του, διατηρούμε δε την συγγενική μας σχέση με τη συμμετοχή στα άλλα μυστήρια της Εκκλησίας μας και ιδιαίτερα με τη θεία Ευχαριστία και προσπαθώντας να ζήσουμε όπως ο Χριστός, δηλαδή σύμφωνα με τις εντολές του, καλλιεργώντας τις άγιες αρετές, οι οποίες περιλαμβάνονται και κορυφώνονται στην αγάπη, την αγάπη προς τον Θεό και τον άνθρωπο. Και τον μεν Θεό αγαπάμε διότι «αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς», διότι είναι η μόνη πηγή της υπάρξεως και της σωτηρίας μας· γι’ αυτό και πρέπει κατά τρόπο μοναδικό να τον αγαπάμε , με όλη μας την καρδιά, με όλο μας τον πόθο, με όλη μας την ψυχή, με όλη μας τη δύναμη και με όλο μας τον νου. Τον δε συνάνθρωπό μας που είναι εικόνα του Θεού και αδελφός μας πρέπει να αγαπάμε όπως τον εαυτό μας, πραγματικά, με αγάπη όχι ιδιοτελή αλλά ανιδιοτελή. Τι σημαίνει δε ιδιοτέλεια και τι ανιδιοτέλεια μας το παρουσιάζει, κατά τρόπο παραστατικό, η παραβολή την οποία ακούσαμε σήμερα.
Κάποιος καθώς κατέβαινε από την Ιερουσαλήμ προς την Ιεριχώ έπεσε σε ενέδρα ληστών, οι οποίοι αφού τον λήστεψαν, τον ξεγύμνωσαν, τον τραυμάτισαν και έτσι έφυγαν αφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Κατά σύμπτωση συνέβη να περνά από τον δρόμο εκείνο κάποιος ιερέας, ο οποίος αν και τον είδε τον προσπέρασε αδιάφορα και χωρίς να τον βοηθήσει. Παρόμοια και κάποιος Λευΐτης, ο οποίος όταν έφτασε στο μέρος εκείνο, πλησίασε και είδε τον πληγωμένο, όμως γρήγορα απομακρύνθηκε αφήνοντάς τον και αυτός αβοήθητο.
Να η ιδιοτέλεια, όπου καθένας κοιτάζει εγωιστικά τον εαυτό του. Το ίδιον όφελος. Τη δική του ασφάλεια. Το ίδιον κακώς εννοούμενο συμφέρον. Εγώ να μη κινδυνεύσω, εγώ να γλυτώσω, εγώ να περάσω καλά. Για τον άλλο, τον συνάνθρωπο, υπάρχει η αδιαφορία, όπως στην περίπτωση του ιερέα και του Λευΐτη, έως και η εγκληματική εναντίον του πράξη, όπως στην περίπτωση των ληστών.
Η ιδιοτέλεια αυτή οφείλεται στο ότι ο άνθρωπος καθώς απομακρύνθηκε από το Θεό και τη χάρη του κατάντησε στη φθορά και το θάνατο και ακριβώς από το φόβο του θανάτου, προκειμένου ο ταλαίπωρος να γλυτώσει από το θάνατο, ωθείται σε εγωιστικές, αμαρτωλές συμπεριφορές.
Η αντίθετη κατάσταση μας παρουσιάζεται με τον καλό Σαμαρείτη, ο οποίος καθώς περνούσε από το ίδιο μέρος «ιδών αυτόν εσπλαγχνίσθη». Και δεν έμεινε στο συναίσθημα αλλά προχώρησε στο έργο. Πλησίασε τον βαριά τραυματισμένο και έδεσε τα τραύματά του, αφού τα έπλυνε με το κρασί και τα άλειψε με το λάδι. Στη συνέχεια τον ανέβασε στο ζώο του και τον πήγε σε κάποιο χάνι, όπου και τον περιποιήθηκε ακόμα περισσότερο. Επιπλέον, την επομένη, πριν φύγει για τον τόπο του, έδωσε στον πανδοχέα δυο δηνάρια λέγοντάς του: «Φρόντισέ τον και ότι επιπλέον ξοδέψεις, εγώ όταν ξαναπεράσω θα σου τα δώσω».
Εδώ βλέπουμε την αγάπη που δεν ζητά «τα εαυτής», δεν ζητά το ίδιον συμφέρον, αλλά θυσιάζεται χάριν του άλλου. Ο Σαμαρείτης δεν λογάριασε τον κίνδυνο, το συμφέρον του, τον κόπο, τα χρήματά του, τη ζωή του τον εαυτό του, αλλά τα πρόσφερε, τα θυσίασε χάριν του συνανθρώπου του. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη, της οποίας το αποκορύφωμα έχουμε στη σταυρική θυσία του Χριστού, χάριν του εμπεσόντος εις τον ληστήν διάβολον ανθρώπου. Η αγάπη αυτή που θυσιάζεται, όσο και αν παρουσιάζεται ως απώλεια, είναι το πραγματικό μας συμφέρον, η καλή αγάπη του εαυτού μας.
Ο νομικός ρώτησε το Χριστό ποιος είναι ο πλησίον προς τον οποίο πρέπει να εκδηλώνουμε την αγάπη μας· και ο Χριστός, με την παραβολή την οποία ακούσαμε σήμερα, αντέστρεψε το ερώτημα και ρώτησε ποιος έγινε πλησίον· δηλαδή το πρόβλημα δεν είναι σε ποιον πρέπει να στρέφουμε την αγάπη μας αλλά εάν έχουμε την πραγματική, τη θεϊκή αγάπη. Αν την έχουμε θα ακτινοβολεί, όπως ο ήλιος λάμπει, προς κάθε κατεύθυνση, ακόμα και προς τους εχθρούς. Αυτή είναι η αγάπη του Χριστού, αυτή είναι η αιώνιος ζωή, καρπός της καλής αλλοιώσεως της ανθρώπινης προσωπικότητας από το Άγιο Πνεύμα την οποία είθε και εμείς να υποστούμε μιμούμενοι το παράδειγμα του καλού Σαμαρείτου και αδιαλείπτως ζητώντας την: Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς. Αμήν.
Αρχιμ. Λουκάς Τσιούτσικας