Ο πιστός που έχει την βεβαιότητα της μετά θάνατον ζωής έχει πάντοτε μπροστά του τη μελλοντική αναχώρησή του από την ζωή αυτή. Αυτό είναι η μνήμη του θανάτου.
Ο ιερός Χρυσόστομος λέγει ότι η παρούσα ζωή είναι καιρός μετανοίας, ενώ η μέλλουσα «είναι καιρός κρίσεως. Αυτός είναι καιρός αγώνων, εκείνος στεφάνων… Φέρνοντας στη μνήμη μας την τελευταία ημέρα της ζωής μας, ας επιστρέφουμε από τον πλανεμένο δρόμο μας».
Και καταλήγει: «Πρόλαβε με τη μετάνοια την έξοδο της ψυχής, μήπως έλθη ο θάνατος και καταστή αδύνατη η θεραπεία που προσφέρει η μετάνοια. Διότι αυτή είναι δυνατή μόνον όσο ζούμε εδώ στη γη· στον άδη δεν υπάρχει μετάνοια».
Γι’ αυτό παρακαλούμε τον Θεό: «Πριν ημάς εις την γην αποστρέψαι, αξίωσον προς Σε επιστρέψαι» (Α’ Ευχή γονυκλισίας Πεντηκοστής).
Είναι πραγματικά συγκλονιστικό να σκεφθή κανείς πως από τα λίγα χρόνια που ζούμε εδώ στην γη εξαρτάται ολόκληρη η αιωνιότητα! Η ζωή μας ολόκληρη θα έπρεπε να είναι μια διαρκής προετοιμασία για το τελευταίο μας ταξίδι, ώστε να μην χάσουμε από αμέλεια την ουράνια μακαριότητα και Βασιλεία.
Οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν ότι, η μνήμη του θανάτου αφενός μας συγκρατεί από την αμαρτία, αφετέρου μας παρακινεί να εργασθούμε τις αρετές.
Λέγει σχετικά ο αββάς Ησαΐας: «Τρία πράγματα αποκτά με δυσκολία ο άνθρωπος, και είναι αυτά που συντηρούν όλες τις αρετές: Το πένθος, τα δάκρυα για τις αμαρτίες του και η ενθύμηση του θανάτου του. Διότι όποιος καθημερινά συλλογίζεται τον θάνατο και λέγει στον εαυτό του “Μόνο την σημερινή μέρα έχω να ζήσω σ’ αυτόν τον κόσμο”, αυτός ποτέ δεν θα αμαρτήση ενώπιον του Θεού· ενώ εκείνος που ελπίζει να ζήση πολλά χρόνια, θα μπλεχτή σε πολλές αμαρτίες».
Η μνήμη του θανάτου είναι ένα δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Όπως γράφει ο αββάς Ισαάκ, «η πρώτη έννοια την οποία τοποθετεί μέσα στην καρδιά του ανθρώπου η θεία φιλανθρωπία και οδηγεί την ψυχή στην ζωή, είναι η ενθύμηση του θανάτου. Στον λογισμό αυτό ακολουθεί με φυσικό τρόπο η καταφρόνηση του κόσμου, και από το σημείο αυτό αρχίζει στον άνθρωπο κάθε αγαθή κίνηση που τον οδηγεί στην ζωή…
» Τούτο τον λογισμό πολύ τον μισεί ο σατανάς, και προσπαθεί με όλες τις δυνάμεις του να τον εκριζώση από τον άνθρωπο. Αν ήταν δυνατόν, θα του έδιδε όλα τα βασίλεια του κόσμου, μόνο και μόνο για να εξαφανίση από τον νου του, με τους περισπασμούς, αυτόν τον λογισμό… Διότι γνωρίζει ο δόλιος ότι, εάν ο λογισμός αυτός παραμείνη στον άνθρωπο, δεν στέκεται πια ο νους του σ’ αυτόν τον ψεύτικο κόσμο, ούτε μπορούν να τον πλησιάζουν οι δαιμονικές πανουργίες».
Η μελέτη του θανάτου καθαρίζει τον νου από τα πάθη. Κατά τους αγίους Πατέρες «εκείνος που εμπορεύεται σωστά τον χρόνο της ζωής του και αφιερώνει όλο τον καιρό στην έννοια και τη μνήμη του θανάτου, κλέβοντας σοφά με την απασχόληση αυτή τον νου του από τα πάθη, αυτός και τις συνεχείς δαιμονικές προσβολές είναι φυσικό να τις βλέπη με περισσότερη οξυδέρκεια από εκείνον που θέλει να ζη χωρίς μνήμη θανάτου».
Η μελέτη αυτή βοηθά και με έμμεσο τρόπο στην εκρίζωση των παθών. Ο όσιος Ιωάννης της Κλίμακος γράφει ότι «η ζωηρή μνήμη του θανάτου λιγοστεύει τα φαγητά. Και όταν περικόπτωνται με ταπεινοφροσύνη τα φαγητά, κόπτονται μαζί και τα πάθη».
Ο όσιος Φιλόθεος επίσης λέγει ότι «η μνήμη του θανάτου… γεννά στην ψυχή μας το κατά Θεόν πένθος, προτρέπει σε εγκράτεια από όλα, είναι μητέρα της προσευχής και των δακρύων, φρουρεί την καρδιά, παύει την εμπαθή προσκόλληση στην σάρκα, αναβλύζει την οξύτητα του νου μαζί με τη διάκριση».
Γι’ αυτό οι άγιοι Πατέρες μας συνιστούν: «Ας θυμούμαστε, αν είναι δυνατό, ακατάπαυστα τον θάνατο. Έτσι γεννιέται μέσα μας η απόθεση των φροντίδων και κάθε ματαιότητος, η φύλαξη του νου, η ακατάπαυστη δέηση, η απάθεια του σώματος και η αποστροφή της αμαρτίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι σχεδόν κάθε αρετή πηγάζει από τη μνήμη αυτή».
Κατά τον λόγο συγχρόνου Πνευματικού, «η μνήμη του θανάτου είναι το πνευματικό κλειδί που μας ανοίγει την πόρτα του Παραδείσου».
Από το βιβλίο: Ιερομονάχου ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ, «Γίνεσθε έτοιμοι. Μία προσέγγιση στο μυστήριο του θανάτου». Άγιον Όρος 2014, σελ. 18 (αποσπάσματα).