Έχουμε πει πολλές φορές ότι η όλη φροντίδα του Θεού για τον άνθρωπο αποβλέπει στη σωτηρία του ανθρώπου. Βέβαια, ο Θεός δεν έπλασε τον άνθρωπο για να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως έγιναν, και επομένως από κει και πέρα να έχει αυτή τη φροντίδα ο Θεός για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο καλόν λίαν (Γεν. 1:31), τέλειο, αναμάρτητο, και ο άνθρωπος καθόλου δεν είχε κλίση προς την αμαρτία. Η όλη κλίση του ανθρώπου ήταν προς τον Θεό, προς το να αγαπά τον Θεό. Έτσι ήταν φτιαγμένος.
Ο Θεός έκανε τον άνθρωπο –τον άνθρωπο ως ανθρώπινο γένος αλλά και τους ανθρώπους-πρόσωπα– για να είναι κοντά του, και ό,τι είναι ο ίδιος ο Θεός να είναι και οι άνθρωποι. (Αυτό δηλαδή που έγινε πιο μπροστά με τους αγγέλους να γίνει και με τον άνθρωπο.) Αυτός ήταν ο σκοπός που ο Θεός έκανε τον άνθρωπο. Μόνο από αγάπη κινούμενος έπλασε τον άνθρωπο και όχι από κάποια ανάγκη. Και τον έπλασε –για να μη λέμε τούτο κι εκείνο– ακριβώς για να είναι και ο άνθρωπος ό,τι είναι ο Θεός. Δηλαδή, ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο όχι απλώς για να του δίνει ό,τι μπορεί να του δώσει, αλλά για να δίνει τον ίδιο τον εαυτό του, και να γίνεται έτσι ο άνθρωπος όμοιος με τον Θεό. Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή: «Και είπεν ο Θεός· ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν» (Γεν. 1:26).
Οι πατέρες ερμηνεύουν: Κατ’ εικόνα σημαίνει ότι επλάσθη ο άνθρωπος τέλειος και ότι είχε όλη τη δυνατότητα να προχωρήσει πνευματικά και να φθάσει να γίνει όμοιος με τον Θεό. Χρειαζόταν να κάνει ένα δρόμο ο άνθρωπος, μια πορεία, και για να ανδρωθεί, αλλά και για να δοκιμαστεί. Δηλαδή, δεν τον έπλασε ο Θεός έτσι, που ο άνθρωπος, θέλει δεν θέλει, να μείνει στον Θεό· δεν θα είχε αξία αυτό. Τον έκανε ελεύθερο τον άνθρωπο, με ελευθέρα βούληση και τον έβαλε σε κατάσταση δοκιμασίας, ας πούμε έτσι, για να δοκιμαστεί στην πορεία αυτή: Θέλει τον Θεό ή δεν θέλει τον Θεό; Αγαπά τον Θεό ή δεν τον αγαπά; Θέλει να είναι με τον Θεό και να είναι και αυτός ό,τι είναι ο Θεός και να χαίρει ή δεν θέλει; Και δυστυχώς, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, στην πράξη έδειξε ο άνθρωπος ότι δεν θέλει.
Σας θυμίζω αυτό που λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ότι, όταν ο Θεός έβαλε τον άνθρωπο στον παράδεισο, καθώς ο άνθρωπος είχε όλη τη δυνατότητα, προκειμένου να κάνει τον δρόμο αυτό που χρειαζόταν, για να ανδρωθεί, του έδωσε μία εντολή. Ήταν τέλειος ο άνθρωπος, όπως ένα νήπιο. Ένα νήπιο όλα τα έχει, αλλά είναι νήπιο· πρέπει να ζήσει, για να ανδρωθεί. Με αυτή την έννοια λοιπόν έβαλε τον άνθρωπο σε πορεία· δηλαδή για να ανδρωθεί, αλλά και για να δοκιμαστεί η ελευθέρα βούλησή του: Θέλει ή δεν θέλει τον Θεό;
Έδωσε λοιπόν ο Θεός στον άνθρωπο, λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μόνο μία εντολή· τίποτε άλλο. Τηρώντας τη μία αυτή εντολή, και τον δρόμο θα έκανε, και επίσης, καθώς θα δοκιμαζόταν, θα έδειχνε στην πράξη ότι θέλει τον Θεό και όχι κάτι άλλο.
Ο άνθρωπος όμως, το είπαμε και το ξέρουμε όλοι, δεν θέλησε τον Θεό. Τι θέλησε τελικά; Θέλησε τον εαυτό του, στράφηκε προς τον εαυτό του. Ξεγελάστηκε μεν από τον διάβολο, αλλά όμως το όλο κακό ήταν ότι παγιδεύτηκε στον εαυτό του. Και από μια πλευρά αυτό είναι το χειρότερο. Όπως έχουμε πει άλλες φορές, κάποτε οι άνθρωποι είχαν θεούς έξω από τον εαυτό τους. Τώρα, στην εποχή μας είναι χειρότερα τα πράγματα, διότι ο άνθρωπος θεοποίησε τον εαυτό του, εγκλωβίστηκε για τα καλά μέσα στον εαυτό του και παγιδεύτηκε εκεί για τα καλά. Δεν θέλησε τον Θεό· θέλησε τον εαυτό του. Εδώ είναι όλο το δράμα. Παρέβη τη μία εντολή που του έδωσε ο Θεός, και βρέθηκε εκεί που βρέθηκε.
Από κει και πέρα, πάλι εκδηλώνεται η αγάπη του Θεού· δεν απορρίπτει ο Θεός τον άνθρωπο. Έκανε ό,τι έκανε ο άνθρωπος, αμάρτησε, έφυγε από τον Θεό, αλλά ο Θεός δεν τον απορρίπτει. Τρέχει πίσω του, δείχνει την αγάπη του, για να σωθεί τελικά ο άνθρωπος. Και γι’ αυτό γίνεται ο ίδιος ο Θεός άνθρωπος και ενεργεί όπως ενεργεί ως άνθρωπος στη γη και τελικά σταυρώνεται και προσφέρει σωτηρία στον κόσμο, στον άνθρωπο.
Και λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς: Τότε μία εντολή έδωσε ο Θεός· την παρέβη ο άνθρωπος και τα έχασε όλα και βρέθηκε εκεί που βρέθηκε. Μετά την πτώση ο Θεός πάλι μία εντολή δίνει· δεν δίνει πολλές εντολές. Μέσα στη μία αυτή εντολή είναι όλες οι εντολές. Και η μία αυτή εντολή είναι η μετάνοια.
Και ξέρουμε πολύ καλά ότι οι προφήτες στην Παλαιά Διαθήκη λένε ό,τι λένε, όμως τελικά καλούν –ή μάλλον ο Θεός που ομιλεί δια των προφητών καλεί– τους ανθρώπους σε μετάνοια. Ξέρουμε πολύ καλά ότι ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, ο Πρόδρομος, ο μεγαλύτερος των προφητών, ο οποίος έρχεται να προετοιμάσει τον δρόμο για τον Κύριο –να ξυπνήσει τους ανθρώπους, για να υποδεχθούν τον Σωτήρα Χριστό– μετάνοια κηρύττει, σε μετάνοια καλεί τους ανθρώπους, και το βάπτισμά του επίσης είναι βάπτισμα μετανοίας.
Αλλά και τα πρώτα λόγια που βγήκαν από το στόμα του Χριστού, όπως το ξέρουμε καλά, η πρώτη-πρώτη λέξη που βγήκε από το στόμα του, όταν άρχισε να καλεί τους ανθρώπους να τον ακούσουν και να κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, ήταν μετανοείτε. «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών» (Ματθ. 4:17). Και όλη η ζωή του Χριστού και όλο το κήρυγμά του και όλο το έργο του αυτό ήταν· κάλεσμα των ανθρώπων σε μετάνοια. Το βλέπουμε αυτό καθαρά αργότερα. Όταν μίλησε προσωπικά ο Χριστός με τον απόστολο Παύλο, τον έστειλε στην Παλαιστίνη πρώτα αλλά και σε όλον τον κόσμο, για να κηρύξει μετάνοια εις άφεσιν αμαρτιών (Πράξ. 26:17-18).
Όσο κι αν δεν το καταλαβαίνουμε, όσο κι αν μας φαίνεται παράδοξο, από την πλευρά του Θεού όλο το θέμα είναι να μετανοήσουν οι άνθρωποι. Αυτό ζητάει ο Θεός από τους ανθρώπους, να μετανοήσουν. Αλλά και από τη δική μας πλευρά όλο το θέμα είναι αυτό: να μετανοήσουμε, να ανταποκριθούμε στην κλήση του Θεού για μετάνοια.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Αδάμ, πού ει;», Δ’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2013, σελ. 137 (απόσπασμα).
Η μία εντολή της μετάνοιας