Κάθε πότε πρέπει να γίνεται η μελέτη της Γραφής; Ενθουσιασμένος ο Ψαλμωδός φώναζε: «Πόσο αγάπησα τον νόμο Σου, Κύριε· όλη την ημέρα είναι μελέτη μου» (118.97). Πολλοί, όπως ο Μωυσής (Δευτ. 4.9) και ο Σειράχ (6.37) συμβουλεύουν να τον σπουδάζουμε «δια παντός». Πάνω απ’ όλους ο ίδιος ο Ύψιστος διέταξε τον Ιησού του Ναυή: «Δεν θα απομακρυνθεί η βίβλος του νόμου τούτου από το στόμα σου, και θα μελετήσεις σε αυτήν ημέρα και νύχτα» (1.8). Συνεπώς σωστά συμπεραίνει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος ότι «μας χρειάζεται πολλή… έρευνα των Θείων Γραφών» (Κατήχηση Γ’, 9).
«Καθ’ ημέραν ανακρίνοντες τας γραφάς» (Πρ. 17.11) πρέπει να έχουμε και μια τακτή ώρα στο ημερήσιο πρόγραμμά μας για συστηματική μελέτη. Αυτή, κατά κοινή συμφωνία, είναι το πρωί: «Από τη νύχτα και τα χαράματα εγείρεται το πνεύμα μου για σένα, ω Θεέ, γιατί είναι φως τα προστάγματά σου επί της γης» (Ησ. 26.9· πρβλ. Ψαλμ.118.148). Συναφώς ορίζει ο αββάς Ησαΐας: «Όταν σηκωθείς το πρωί κάθε μέρα, πριν πιάσεις τη δουλειά σου μελέτησε στα λόγια του Θεού» (Λόγος ΚΘ’ 44). Το καλλίτερο είναι το πρωί, αλλά αν δεν σε εξυπηρετεί, αντί ν’ αφήσεις παντελώς τον λόγο του Θεού, όρισε μιαν άλλη ώρα.
Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της μελέτης; Απαιτείται συναίσθηση, πίστη στη θεία προέλευση και ιδιότητα του βιβλίου. Αλλοιώς δεν θα μας ωφελήσει όπως «ουκ ωφέλησεν ο λόγος της ακοής εκείνους [τους Εβραίους] μη συγκεκραμένους τη πίστει» (Εβρ. 4.2).
Τουλάχιστον χρειάζεται καλοπιστία, καθώς επισημαίνει ο Παροιμιαστής: «Η γνώση του νόμου είναι ιδίωμα διανοίας αγαθής» (9.10).
Πρόταξη προσευχής. Πριν αρχίσουμε τη μελέτη «είναι ανάγκη… για πολλή… και επίμονη προσευχή, για να μας αποκαλυφθεί η δύναμη έστω και μιας λέξεως του δεσπότου [Χριστού]» (Συμεών Ν. Θεολόγου, Κατήχηση 3, 9).
Ας παρακαλούμε με τον τόσο οικείο μας στίχο: «Ευλογητός είσαι, Κύριε· δίδαξέ με τα δικαιώματά σου» (Ψαλμ. 118.12) και ακόμη με τα εδάφια του ίδιου Ψαλμού: «Αποκάλυψε τους οφθαλμούς μου, και θα κατανοήσω τα θαυμάσια από τον νόμο Σου» (18). «Συνέτισέ με την οδό των δικαιωμάτων Σου, και θα ενασχολούμαι συνέχεια στα θαυμάσιά Σου» (27). Μια και δικό Σου πλάσμα είμαι, αφού «τα χέρια σου με έκαναν και με έπλασαν, συνέτισέ με και θα μάθω τις εντολές Σου» (73).
Τι απαιτείται κατά τη μελέτη; Όχι περίεργη διάθεση, αλλά απλότητα καρδιάς, δεδομένου «ότι είναι ακατάληπτη η θεότητα, και ότι δεν πρέπει να ζητάμε και να περιεργαζόμαστε όσα δεν μας έχουν παραδοθεί… από τους αγίους προφήτες και αποστόλους και ευαγγελιστές… [Ο Θεός] φανέρωσε τη γνώση Του όσο ήταν εφικτό σε μας… Εκείνο που μας συνέφερε νά γνωρίζουμε [μας το] αποκάλυψε», υπογραμμίζει ο όσιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός (Έκθεσις Ορθοδόξου Πίστεως, 1).
Σε περιπτώσεις δυσκολίας ας λέμε μαζί με τον αρχαίο απολογητή: «Όντας πεπεισμένος από όλα ότι καμιά γραφή δεν είναι αντίθετη άλλης, μάλλον θα ομολογήσω ότι εγώ δεν μπορώ να κατανοήσω τα λεχθέντα» (Ιουστίνος, Διάλ. 65.2).
Έπειτα απαιτείται ζήλος, «να βαπτισθείς στον πόθο της μαθήσεως», κατά τον αββά Ισαάκ τον Σύρο (Λόγος 1 Περί Αποταγής και μοναχικής πολιτείας σελ. 4). Ο Ψαλμωδός προδίκαζε: «Κατά τη μελέτη μου θα εξαφθεί φωτιά» (38.4).
Σαν απόρροια του ζήλου έρχεται η «καταδίωξη πίσω από το βάθος των νοημάτων της θείας Γραφής» (Ισαάκ Σύρος κ.α.), δηλ. όχι το επιπόλαιο διάβασμα αλλά η σπουδή, η έρευνα, η μελέτη καθώς είδαμε ήδη, –«ο νόμος σου είναι μελέτη μου» (Ψαλμ. 118.77).
Η σπουδή ζητάει υπομονή και επιμονή στις δυσκολίες: Ενδεικτικά, μερικά από τα όπλα του διαβόλου με τα οποία προσπαθεί να μη μας αφήσει να φωτισθούμε από την Αλήθεια είναι και οι περισπασμοί του νου οι εξωτερικοί, ή οι περισπασμοί εσωτερικά του νου, που σαν φτερό στροβιλίζεται και στον πιο ανεπαίσθητο παραρριπισμό της φαντασίας και όχι μόνο. Ακόμη δυσχέρεια στην κατανόηση του ιερού κειμένου, ανία, έλλειψη χρόνου.
Όπως κι αν έχουν τα πράγματα «ας κρούσουμε… στον ωραιότατο παράδεισο των Γραφών… αλλά ας μη κρούσουμε παρεμπιπτόντως, μάλλον δε πρόθυμα και επίμονα· μην αποκάμουμε κρούοντας· γιατί έτσι θα μας ανοιχθεί· αν διαβάσουμε μια και δυό φορές και δεν καταλάβουμε, ας επιμείνουμε ωστόσο, ας ασχοληθούμε συνέχεια, ας επερωτήσουμε: “γιατί λέει, επερώτησε τον πατέρα σου και θα σου αναγγείλει” [Δευτ. 32.7]» (Ιωάννου Δαμασκηνού Έκθεσις Ορθοδόξου Πίστεως, 17 [90] Περί Γραφής).
Συναισθήματα του αρτίου μελετητή:
Συνεπαίρνεται από σφοδρή αγάπη προς τη Γραφή. «Ο νόμος του στόματός Σου [ω Θεέ μου] μου είναι καλύτερος από χιλιάδες χρυσίου και αργυρίου» εκμυστηρευόταν ο Ψαλμωδός (118.72· πρβλ. Ψαλμ. 18.11). Ποθούσε μάλιστα να τον επιθυμεί σε κάθε καιρό (118.20), και προσευχόταν στον Θεό να έκλινε την καρδιά του στις εντολές Εκείνου και όχι σε πλεονεξία χρημάτων, χρυσού, πολυτίμων λίθων (Ψαλμ. 118.36).
Η ανακάλυψη του χρυσορυχείου των Γραφών –το δε χρυσορυχείο προϋποθέτει σκάψιμο βαθειά στα νοήματα– προσκολλά τον άνθρωπο στο θείο θέλημα και του εμπνέει περιφρόνηση στα γήινα, και τα πιο εκθαμβωτικά ακόμη. Φωτίζει τον νου και δείχνει τη ματαιότητα των τερπνών του κόσμου.
Αυτονόητο επακόλουθο έρχεται η χαρά και η μακαριότητα: «Πόσο γλυκά είναι στον λάρυγγά μου τα λόγια Σου [ω Κύριε], περισσότερο από μέλι στο στόμα μου» (Ψαλμ. 118.103). Η αγαλλίαση της ανακαλύψεως των θείων εννοιών είναι τόσο μεθυστική όσο εκείνου που βρίσκει λάφυρα πολλά (Ψαλμ. 118.162) –βλέπουμε ότι χρησιμοποιούνται εξαίρετα καλλολογικά στοιχεία, παρομοιώσεις, μεταφορές κλπ. για να τονισθούν αυτές οι αλήθειες.
Την ευτυχία αυτή τονίζει και ο πρώτος-πρώτος ψαλμικός μακαρισμός (1.1-3). Αντικειμενικά και υποκειμενικά «είναι μακάριος άνδρας, εκείνος… που στο νόμο αυτού [δηλ. του Κυρίου] θα μελετήσει μέρα και νύχτα. Και θα είναι σαν το δένδρο το φυτεμένο εκεί που ξεχύνονται τα νερά, που θα δώσει τον καρπό του στον καιρό του και δεν θα φυλλορροήσει». Έτσι ανταμείβεται η υπομονή, η επιμονή και ο κόπος που καταβάλλεται στην αρχή της εγκύψεως στα ιερά κείμενα.
Στο εξής έχουμε ανακύκληση: Η αγαλλίαση ωθεί στη μελέτη και η μελέτη αυξάνει την αγαλλίαση· και ο άνθρωπος ξεσπά σε ύμνους: «Τα μεσάνυχτα σηκωνόμουν για να Σε δοξολογήσω για τα κρίματα της δικαιοσύνης Σου» (Ψαλμ. 118.62). Όχι δε μόνο μια φορά, αλλά «εφτά φορές την ημέρα Σε αίνεσα για τα κρίματα της δικαιοσύνης Σου» (Ψαλμ. 118.164).
Αδελφοί, εγκύψτε στη Γραφή, ελάτε σε προσωπική σχέση. «Γευθήτε και δείτε» (Ψαλμ. 33.9). «Γιατί εάν κάποιος δεν γευθεί κάτι, δεν ξέρει τί υστερείται, λέει ο Μέγας Βασίλειος. Εκείνος όμως που γεύθηκε το ποθεί πολύ. Έτσι και εκείνος που γεύθηκε τη γλυκύτητα των εντολών… αφού αισθάνθηκε λίγο μερικά από τα κρυμμένα στις θείες Γραφές μυστήρια του Θεού, διψάει πολύ για να τα καταλάβει. Και όσο παίρνει γνώση, διψάει περισσότερο».
Ιουστίνος Ιερομόναχος