Σε μερικούς ναούς, κάτω από τον Παντοκράτορα και γύρω-γύρω στην εσωτερική πλευρά του τρούλου, βρίσκεται ιστορημένη η «Λειτουργία των αγγέλων». Θυμίζει ακριβώς τη Μεγάλη Είσοδο της θ. Λειτουργίας: Πομπή από αγγέλους ντυμένους με άμφια κληρικών, που κρατούν λαμπάδες, εξαπτέρυγα, το άγιο Ποτήριο, το άγιο Δισκάριο και τα λοιπά ιερά σκεύη. Στη μέση άλλοι άγγελοι φέρνουν στους ώμους τους και πάνω σε σεντόνι το αποκαθηλωμένο σώμα του Ιησού.
Η λιτανεία, κάτι περίπου σαν τη λιτανεία του Επιταφίου, κατευθύνεται προς το κέντρο της συνθέσεως, όπου μπροστά από την Αγία Τράπεζα αναμένει ο ίδιος Χριστός, όχι όμως γυμνός τώρα, μα φορώντας λαμπρά αρχιερατικά άμφια, έτοιμος να τελέσει τη θεία Μυσταγωγία.
Και εδώ οξύμωρο: Ο Χριστός νεκρός, καθημαγμένος και με «το είδος [της μορφής] Του άτιμο και σαν ανύπαρκτο για όλους τους γιους των ανθρώπων» (Ησ. 53.3) προσκομίζεται στον ζωοδότη ένδοξο άκρο αρχιερέα Χριστό. Η εικονογραφική παράσταση περιέχει πολλή δογματική. Ακριβώς η εκκλησιαστική ζωγραφική προσπαθεί να εξωτερικεύει και προσφέρει εύληπτα το δόγμα και το ήθος της Εκκλησίας. Έτσι τα καθιστά πιο προσιτά και πιο αφομοιώσιμα σε όλους και μάλιστα στους αγράμματους, που στην παλιά εποχή ήσαν η πλειονότητα. Ήταν το βιβλίο τους.
Το ίδιο και η Βυζαντινή Μουσική· επιδιώκει με ευχάριστο τρόπο να εμπεδώνει τα θεία και να ανάγει στα θεία.
Ο Θεάνθρωπος λοιπόν ως ο Μέγιστος Αρχιερέας, που «προσάγοντας μια φορά τον Εαυτό Τους στον δικό Του Πατέρα σαν προσφορά, πάντοτε σφαγιάζεται αγιάζοντας αυτούς που κοινωνούν» (Τροπάριο Θ’ Ωδής Ακολουθίας θείας Μεταλήψεως). Σε κάθε Λειτουργία ο άρτος και ο οίνος μεταβάλλονται στο θυσιασμένο τότε, στις συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές, Σώμα και Αίμα του Χριστού καθώς διδάσκει ο λειτουργιολόγος άγιος Νικόλαος Καβάσιλας (Εις την θ. Λειτουργίαν 33. 9).
Παρατηρούμε ακόμη ότι ο βυζαντινός καλλιτέχνης καρφώνει στην κορυφή του Σταυρού παραχαραγμένη την πινακίδα του Πιλάτου. Εκείνος είχε βάλει τίτλο «Ο βασιλεύς των Ιουδαίων» (Μάρκ. 15.26), αυτός χαράζει συνήθως τα γράμματα ΒΣΛΤΔΞΣ, που είναι τα σύμφωνα της φράσεως «Ο βασιλεύς της δόξης» – θα είναι επίδραση, νομίζουμε, από την επιγραφή του Ποντίου στην εβραϊκή της μορφή, «γράμμασιν… Εβραϊκοίς» (Λουκ. 23.28), αφού οι Ισραηλίτες έγραφαν μόνο τα σύμφωνα και υπονοούσαν τα φωνήεντα.
Έκτοτε ο Σταυρός έγινε ο θρόνος του Παντοβασιλιά και το σκήπτρο όσων αναδείχθηκαν δι’ Αυτού «βασιλείς και ιερείς» (Αποκ. 5.10) – το σκήπτρο ήταν το έμβλημα της βασιλικής εξουσίας, γι’ αυτό οι μάρτυρες ιδίως εικονίζονταν κρατώντας το σκήπτρο-Σταυρό. Μόνο όποιοι «οφθαλμούς έχουν και δεν θα δουν, αυτιά έχουν και δεν θ’ ακούσουν» (Ψαλμ. 134.16-17), μόνοι αυτοί δεν βλέπουν και δεν ακούν τι γράφει και τι κράζει ο Σταυρός: «Χριστός, να ο Βασιλιάς της δόξας»! Τον Παντοκράτορα υποδεχόμαστε στη Μεγάλη Είσοδο.
Ιερομόναχος Ιουστίνος