Το όνομα της Εκκλησίας δημιουργεί συχνά αρνητικές εντυπώσεις στον άνθρωπο της εποχής μας. Αυτό δεν οφείλεται μόνο στην πολεμική που ασκήθηκε ή ασκείται εναντίον της, αλλά και στην κακή εκπροσώπησή της. Οφείλεται ακόμα στην ταύτισή της με πρόσωπα ή καταστάσεις που συνδέονται με αυτήν, αλλά βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής και δεν εμπνέουν αγάπη ή συμπάθεια. Η Εκκλησία όμως είναι η κιβωτός της αγάπης και της ζωής. Είναι η νέα δημιουργία, η καινή κτίση, όπου σώζεται και ανακαινίζεται ολόκληρος ο κόσμος (Β’ Κορ. 5:17). Η Εκκλησία προέρχεται από τον Θεό και κατευθύνεται προς αυτόν. Την ίδια όμως προέλευση και τον ίδιο προορισμό είχε εξαρχής και ο κόσμος (1). Αλλά ενώ ο κόσμος λησμονεί τον Θεό, αυτονομείται και προχωρεί στην ασυναρτησία και την καταστροφή, η Εκκλησία αποκαθιστά την κοινωνία με τον Θεό και δίνει νόημα και σκοπό στην ύπαρξή του.
Η αυτόνομη θεώρηση του κόσμου παγιδεύει και καταστρέφει τον άνθρωπο. Και ο άνθρωπος που δεν βλέπει τίποτε πέρα από τον κόσμο υποδουλώνεται σε αυτόν και υποτάσσεται στον νόμο του θανάτου. Έτσι ο κόσμος γίνεται η φυλακή του και το σώμα του τάφος της ψυχής του. Στην Εκκλησία ο άνθρωπος ελευθερώνεται από τον νόμο του θανάτου, ανακαινίζεται και εισάγεται στην ζωή. Σε αυτήν συγκροτείται η θεανθρώπινη κοινωνία και ανυψώνεται ο άνθρωπος σε αληθινό πρόσωπο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Τριαδικού Θεού.
Τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος έχουν τα πάντα κοινά. Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα έχουν κοινή την θεία ουσία και ενέργεια. Δεν υπάρχει τίποτα που να κατέχει το ένα πρόσωπο και να το στερούνται τα άλλα. Η ενότητα των τριών προσώπων εκφράζεται με την περιχώρησή τους, ενώ η διαφορά τους με την ετερότητα των υποστατικών τους ιδιωμάτων: Ο Πατήρ είναι αγέννητος, ο Υιός γεννητός και το Άγιο Πνεύμα εκπορευτό εκ του Πατρός. Η αγάπη των τριών προσώπων της Θεότητος δεν αποτελεί κίνηση προς λήψη ή συμπλήρωση, αλλά έκφραση πληρότητας και ενότητας. Καμία στέρηση και καμία ιδιοτέλεια δεν έχει θέση στην Αγία Τριάδα. Υπάρχει μόνο αγάπη και πλησμονή αγάπης. Και η αγάπη αυτή προσκαλεί τους ανθρώπους σε μίμηση και κοινωνία αγάπης.
Η ανιδιοτελής αγάπη δεν μπορεί να υπάρξει ως ανθρώπινο κατόρθωμα. Μπορεί όμως να υπάρξει ως καρπός μετοχής στην θεία αγάπη. Και η μετοχή αυτή κατορθώνεται με κόπο μέσα στην Εκκλησία, όπου οι πιστοί προσφέρονται στον Χριστό, ενώ σε όλους τους πιστούς υπάρχει ο ένας αδιαίρετος Χριστός. Η Εκκλησία εικονίζει σε κτιστό επίπεδο την άκτιστη Τριαδική Θεότητα, ενοποιώντας κατ’ εικόνα του Τριαδικού Θεού την μυριοϋπόστατη ανθρωπότητα. Ο εξεικονισμός αυτός πραγματοποιείται με την αγαπητική περιχώρηση των μελών της Εκκλησίας κατά το πρότυπο της περιχωρήσεως των προσώπων της Αγίας Τριάδος.
Βέβαια ο Τριαδικός Θεός δεν εικονίζεται μόνο στην μυριοϋπόστατη κοινωνία των πιστών, αλλά και στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου. Όπως ο ένας Θεός είναι ταυτόχρονα Τριαδικός (Νους, Λόγος και Πνεύμα), έτσι και ο κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος άνθρωπος έχει ταυτόχρονα νου, λόγο και πνεύμα εικονίζοντας τον Δημιουργό του (2). Αλλά και όπως κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος είναι τέλειος Θεός και έχει ολόκληρη την Θεότητα, έτσι και κάθε άνθρωπος περιλαμβάνει μέσα του δυνάμει ολόκληρη την ανθρωπότητα, την οποία και καλείται να περιπτυχθεί με απεριόριστη αγάπη. Αυτό πραγματοποιείται μέσα στην Εκκλησία με την συντριβή του εγωισμού. Ο πιστός γίνεται κοινωνός της θείας αγάπης και μέλος της κοινωνίας της θεώσεως. Έτσι εκπληρώνεται και το αίτημα της αρχιερατικής προσευχής του Χριστού, «ίνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν» (Ιω. 17:21).
Η Εκκλησία συγκροτείται και λειτουργεί με τα μυστήρια. Τα μυστήρια είναι κτιστά μέσα, με τα οποία παρέχεται η άκτιστη χάρη του Θεού. Ο κτιστός άνθρωπος χρειάζεται κτιστούς φορείς, για να δεχθεί την άκτιστη χάρη. Το κύριο όμως στοιχείο στα μυστήρια δεν είναι ο κτιστός φορέας αλλά η άκτιστη δωρεά. Γι’ αυτό και όποιος τα προσεγγίζει δεν πρέπει να περιορίζεται στον κτιστό φορέα τους αλλά να προχωρεί στο πνευματικό και απόρρητο περιεχόμενό τους. Όποιος π.χ. δεν θεωρεί το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας πνευματικά, αλλά περιορίζεται στον άρτο και τον οίνο που βλέπει, δεν διακρίνει το σώμα και το αίμα του Χριστού.
Η πηγή από την οποία αντλούν την χάρη τα μυστήρια της Εκκλησίας είναι η εν Χριστώ οικονομία. Και τα βασικά μυστήρια, που συγκεφαλαιώνουν την εν Χριστώ οικονομία, είναι το Βάπτισμα, το Χρίσμα και η θεία Ευχαριστία. Ο Χριστιανισμός δεν είναι θρησκεία με την οποία ανέρχεται ο άνθρωπος προς τον Θεό, αλλά αποκάλυψη που πραγματοποιείται με την κάθοδο του Θεού προς τον κόσμο. Τα μυστήρια αποτελούν «θυρίδες», από τις οποίες εισέρχεται το φως του Θεού στον κόσμο και εισάγεται στο θνητό ανθρώπινο σώμα η αθάνατη ζωή. Αυτά προσφέρουν την αληθινή ζωή που νικά τον θάνατο. Ενεργοποιούν το ένα και «μέγα της ευσεβείας μυστήριον» (Α’ Τιμ. 3:16), που είναι η φανέρωση του Χριστού στον κόσμο και η σύσταση της Εκκλησίας.
Όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας τελούνται με την επίκληση των θείων ονομάτων της Αγίας Τριάδος: του ονόματος του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Τα θεία αυτά ονόματα δεν έχουν μαγική δύναμη αλλά οντολογική σχέση με τα σημαινόμενα πρόσωπα. Όταν τα προφέρουμε «με αληθινή ομολογία πίστεως και σε κατάσταση φόβου Θεού, ευλάβειας και αγάπης, έχουμε πράγματι και τον Θεό μαζί με τα Ονόματά Του». Αντίθετα η λήθη του οντολογικού χαρακτήρα των θείων ονομάτων, η απουσία της εκκλησιαστικής αυτής πείρας στην τέλεση των μυστηρίων, όπως και στην προσευχή, ερημώνουν την χριστιανική ζωή (3).
(1) «Τα πάντα δι’ αυτού και εις αυτόν έκτισται». Κολ. 1,16.
(2) Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια εκατόν πεντήκοντα 39, εκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τομ. 5, σ. 39-40. Πρβλ. Ιω. Δαμασκηνού, Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως 1,6-7, PG 94, 801C-805C.
(3) Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου, Περί προσευχής, σ. 126.
Από το βιβλίο: Γεωργίου Ι. Μαντζαρίδη, Χριστιανική Ηθική. Δεύτερος τόμος. Ι. Μ. Μ. Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 2015, σελ. 111 (αποσπάσματα).