Οποιαδήποτε εργασία κάνει κανένας του δίνει το αίσθημα της ικανοποιήσεως. Είναι θείο δώρο να μπορεί κανένας να εργάζεται. Για τον εαυτό του και για τους άλλους. Πολύ περισσότερο όταν παίρνει κανένας την εργασία και σαν αποστολή. Σαν θέλημα και εντολή Θεού. Όταν η εργασία – κι η πιο σκληρή ακόμη χειρωνακτική εργασία – συντελεί στο ψυχικό ανέβασμα εκείνου που την εργάζεται και του περιβάλλοντός του. Των συνανθρώπων του. Όταν νοιώθει πως με την εργασία του απεργάζεται την ευημερία της οικογένειάς του και της κοινωνίας καθόλου. Όταν η επαγγελματική του απασχόληση συνοδεύεται από μια προσπάθεια συστηματική για το κοινό καλό. Για την πνευματική καλλιέργεια και την ψυχική ανύψωση του ίδιου και των άλλων. Τότε ακριβώς η εργασία γίνεται ευλογία. Κάθε τίμια εργασία δεν είναι ντροπή. Καύχημα και χαρά είναι για το δουλευτή της.
Υπάρχουν όμως περιπτώσεις που η εργασία – το δώρο αυτό του Θεού – γίνεται εμπόδιο στο έργο Του το σωστικό. Υπάρχουν τρόποι, μέθοδοι ή στιγμές εργασίας που αντιβαίνουν στο θέλημά Του. Όταν π.χ. εργάζεται κάποιος βαριεστημένα, αναγκαστικά. Όταν θεωρεί την εργασία σαν αναπόφευκτο κακό. Παίρνει έτσι χωρίς να το αντιλαμβάνεται τη θέση και τη νοοτροπία του δούλου. Ακόμη όταν θεοποιεί την εργασία του τη βιοποριστική και με πνεύμα πλεονεξίας εξαντλεί τον εαυτό του με συνέπειες για την υγεία του οδυνηρές. Δε γνωρίζει ανάπαυση, που θα τον βοηθούσε να αντιμετωπίσει με αγάπη και ενδιαφέρον περισσότερο τους δικούς του ανθρώπους. Την οικογένειά του. Όταν επίσης χρησιμοποιεί άνομα και ανέντιμα μέσα, για να προσπορίσει σε βάρος των άλλων περισσότερα κέρδη. Με άλλα λόγια, όταν δεν εργάζεται κανένας συστηματικά ανάλογα με τις δυνάμεις του τις σωματικές και πνευματικές, τίμια.
Άλλες φορές η εργασία κάποιου αντιτίθεται φανερά στο έργο του Χριστού, της Εκκλησίας. Παράδειγμα η μαντευομένη κόρη των Φιλίππων που μας διηγήθηκε το σημερινό Αποστολικό ανάγνωσμα. Είχε μαντικό πνεύμα δαιμονικό. Για να ξεγελάσει τους ανθρώπους μάλιστα διακήρυττε πως ο Απόστολος Παύλος και οι συνοδοί του ήταν «δούλοι του Θεού του υψίστου» (Πράξ. 16:17). Μια αλήθεια αυτή. Με τις μαντείες της τις απατηλές παρείχε ένα καλό κέρδος στους κυρίους της. Και όταν εκείνος την απάλλαξε από το δαιμόνιο και «εξήλθεν η ελπίς της εργασίας αυτών» (Πραξ. 16:14), έφυγε δηλαδή μαζί με το δαιμόνιο και η ελπίδα της κερδοσκοπικής τους παράνομης επιχείρησης, αντέδρασαν. Συκοφάντησαν και οδήγησαν στη φυλακή τους Αποστόλους.
Έτσι γίνεται πάντοτε. Όταν αποκαλύπτεται μια παράνομη ή ανέντιμη εργασία, ο επιχειρηματίας αντιδρά και μάχεται κατά της αλήθειας. Δε θέλει το φως. Ο Χριστός γίνεται εχθρός, γιατί διαλύει τα σκοτάδια. Γίνονται έτσι ορισμένες εργασίες εμπόδιο στη χάρη του Θεού. Θέλουν μάλιστα πολλοί – μέντιουμ, πνευματιστές και παρόμοιοι – να υποκαταστήσουν την αληθινή προς το Χριστό πίστη, ελκύοντας την πίστη και την εμπιστοσύνη σε “πνεύματα” και σε μαντικές ικανότητες. Σαν να μην αρκεί το Ευαγγέλιο για να βρει κάποιος την αλήθεια.
Το κέρδος, άλλωστε, γίνεται πολλές φορές αιτία η εργασία μας και η πιο έντιμη να οδηγεί σε παραμέληση των χριστιανικών καθηκόντων και υποχρεώσεών μας. Για να μη χάσει κανένας, παραμελεί τον εκκλησιασμό του, την προσευχή του, την επαγρύπνηση στον ψυχικό του κόσμο και την ηθική του ακεραιότητα. Υποχωρεί στη συνείδηση και τις αρχές του. Συμβιβάζεται με τον σατανά, την ανεντιμότητα, την ανηθικότητα. Παραμελεί την υποχρέωση, την ανάγκη να εκδηλώσει την αγάπη του προς τους άλλους.
Αλλά προς Θεού, αδελφοί μου. Για τίποτα δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει αγγαρεία και κατάρα αυτό που είναι στ’ αλήθεια ευλογία Θεού. Κανένα κέρδος ας μη γίνει αιτία να χάσουμε την ψυχή μας. Ως κατενώπιον Θεού να εργαζόμαστε. Για να κερδίσουμε τα προς το ζην. Να εξασφαλίσουμε τη ζωή των οικείων μας. Για να απολαμβάνουμε με τον τίμιο ιδρώτα μας του Κυρίου Ιησού τη χάρη. Να συντελούμε στην αδελφοσύνη και την ενότητα της κοινωνίας μας. Η εργασία δεν είναι απασχόληση κατώτερη. Μαζί με τη συντήρησή μας μάς εξασφαλίζει και την ψυχική ικανοποίηση. Και τη βασιλεία των Ουρανών. Αυτό είναι το κέρδος. Η “ελπίς της εργασίας” μας που δεν πρέπει ποτέ να τη χάσουμε.
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Β’.