Θα σας θυμίσω ακόμη μία φορά ότι και μέσα στον παράδεισο οι πρωτόπλαστοι έπρεπε να δοκιμασθούν. Ο Θεός τους έπλασε αναμάρτητους, τους έδωσε τα πάντα. Όχι απλώς δεν τους έλειπε τίποτε, αλλά μέσα τους είχαν αναμαρτησία, αγνότητα, καθαρότητα, αθωότητα· δεν είχαν βέβαια ακόμη αποτετελεσμένη αγιότητα. Επλάσθησαν «κατ’ εικόνα» Θεού, αλλά έπρεπε να δοκιμασθούν μέσα στον παράδεισο με το αν θα τηρήσουν ή όχι την εντολή του Θεού, για να φθάσουν, τηρώντας την εντολή, στο «καθ’ ομοίωσιν». Και ενόσω τα έπαιρναν απλά τα πράγματα, καθόλου δεν ήταν δύσκολο να ζουν με αθωότητα, με αγνότητα και, αν επιτρέπεται να πούμε, με ανεμελιά με την καλή έννοια. Ούτε κίνδυνος υπήρχε από πουθενά ούτε καμιά απειλή ούτε κάποιο εμπόδιο, ενόσω έμεναν σ’ αυτό το οποίο τους είπε ο Θεός. Έτσι, καθόλου δεν μπήκε άλλος λογισμός μέσα στο μυαλό τους, μέσα στην καρδιά τους, ή κάποιος προβληματισμός. Τελείωσε· το είπε έτσι ο Θεός; Έτσι είναι. Και έβαιναν όλα καλώς.
Ο Θεός βέβαια γνώριζε πόσο καιρό θα κρατούσε αυτή η δοκιμασία, ώστε να προχωρήσουν στο «καθ’ ομοίωσιν» και να φθάσουν στην τελειότητα εκείνη που έπρεπε να φθάσουν, και να μην υπάρχει κίνδυνος να πέσουν. Όμως δεν τήρησαν την εντολή. Την ώρα την κρίσιμη, που έρχεται ο διάβολος μετασχηματιζόμενος εις όφιν και τους λέει αυτό που τους λέει, θα μπορούσαν από την πρώτη στιγμή ούτε καν να τον προσέξουν, ούτε καν να τον ακούσουν και να μη δώσουν την παραμικρή προσοχή στα λόγια του. Έτσι, δεν θα υπήρχε κανένας κίνδυνος και κανένα πρόβλημα.
Όμως, προσέξτε, παρακαλώ. Έδωσε ο Θεός στους πρωτοπλάστους αυτή την εντολή που έδωσε, και οικονόμησε ο Θεός να υπάρχει ο διάβολος. Τον οποίο διάβολο δεν τον έκανε ο Θεός διάβολο. Αυτός ήταν άγγελος και έγινε διάβολος, διότι έκανε πιο μπροστά ο ίδιος αυτό που πάει τώρα να σπρώξει την Εύα και τον Αδάμ να κάνουν. Ο Θεός λοιπόν οικονόμησε να υπάρχει και ο διάβολος και γνώριζε ο Θεός ότι θα έλθει ο διάβολος και θα πει αυτά τα λόγια στην Εύα και στη συνέχεια η Εύα στον Αδάμ. Αυτά τα γνώριζε ο Θεός, αλλά τα οικονομεί έτσι, για να φανεί τι θα κάνει ο άνθρωπος. Να δείξει επάνω στην πράξη, να δείξει την ώρα την κρίσιμη, αν αγαπά τον Θεό ή δεν τον αγαπά, αν πιστεύει στον Θεό ή δεν πιστεύει, αν υπακούει στον Θεό ή δεν υπακούει.
Θα περνούσε επομένως ο άνθρωπος μέσα από μια δυσκολία, όχι γιατί τα έκανε έτσι ο Θεός, αλλά γιατί έτσι χρειαζόταν. Όπως αργότερα στην Καινή Διαθήκη θα πει ο Κύριος: «Ανάγκη ελθείν τα σκάνδαλα» (Ματθ. 18:7), που το αναφέραμε και άλλη φορά. Ιδού· όταν έπεσαν οι δαίμονες, μόνο το τάγμα του εωσφόρου έπεσε. Οι άλλοι άγγελοι; Οι άλλοι, τα εννέα τάγματα, πέρασαν μια δυσκολία, πέρασαν μια κρίση, αλλά έμειναν σταθεροί, και δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα. Και όχι μόνο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα, αλλά από κει και πέρα οριστικά πλέον ξεπέρασαν αυτό τον κίνδυνο.
Θα μπορούσαν να ξεπεράσουν αυτή τη δυσκολία ο Αδάμ και η Εύα. Ήλθε βέβαια ο όφις, ο διάβολος, εισηγείται αυτά που εισηγείται, αλλά θα μπορούσαν να μην τον πιστέψουν καθόλου, να μην τον ακούσουν καθόλου. Δεν είχαν κανένα λόγο, δεν είχαν καμιά ανάγκη να τον πιστέψουν. Αν επιτρέπεται να πούμε, δεν άντεξαν αυτή τη μικρή δυσκολία, που δεν ήταν τίποτε. Έπρεπε απλώς να μείνουν πιστοί στον Θεό και υπάκουοι στον Θεό. Δεν άντεξαν αυτή τη δυσκολία και παρασύρθηκαν από τη συμβουλή του όφεως, και έγινε το κακό που έγινε.
Οι δοκιμασίες υπηρετούν τη σωτηρία του ανθρώπου
Από κει και πέρα λοιπόν, ακριβώς διότι ο Θεός αγαπά τον άνθρωπο, ακριβώς διότι ο Θεός τελικά θέλει να σώσει τον άνθρωπο, επέτρεψε και οικονόμησε να είναι έτσι τα πράγματα, ώστε ο άνθρωπος να περάσει μέσα από δοκιμασία, να περάσει μέσα από παιδεμό, μέσα από όλες αυτές τις δυσκολίες που ο Θεός οικονομεί, και γενικότερα και ειδικότερα, για να σωθεί ο άνθρωπος και όχι για να χαθεί. Αυτό το πράγμα πρέπει να το καταλάβουμε καλά: για να σωθεί. Δεν υπάρχει κανείς μετά την πτώση, μετά την αμαρτία, δεν υπάρχει κανείς από τα παιδιά του Αδάμ –όλοι οι άνθρωποι είναι τέκνα του Αδάμ– που τελικά βρήκε την αλήθεια και σώθηκε, που βρήκε τον Θεό και έγινε παιδί του Θεού, και που δεν πέρασε μέσα από δοκιμασίες, οι οποίες είναι συγχρόνως συνέπεια της πτώσεως, συνέπεια της αμαρτίας.
Εάν, π.χ., η γη είναι έτσι όπως είναι, και από καιρού εις καιρόν γίνονται σεισμοί κλπ. ή γενικότερα τα στοιχεία της φύσεως από καιρού εις καιρόν θυμώνουν, ας πούμε έτσι, και εκδηλώνονται όπως εκδηλώνονται, αν γενικά πάνω στη γη υπάρχει η αναστάτωση, υπάρχει η αγριότητα, υπάρχει η επιβουλή, αν μέσα στον άνθρωπο τελικά είναι τα πράγματα έτσι όπως είναι –για να μην ξεχνούμε και τα γονίδια– τα επέτρεψε ο Θεός, τα οικονόμησε ο Θεός, όλα αυτά.
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, «Το μυστήριο της σωτηρίας», Β’ έκδ., Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2000, σελ. 131 (αποσπάσματα).
Η δοκιμασία των πρωτοπλάστων