Στο σημερινό ευαγγελικό ανάγνωσμα (Λουκ. 16.19-31) διαβάζουμε: «Άνθρωπός τις ην πλούσιος… ευφραινόμενος καθ’ ημέραν λαμπρώς» με κατάληξη έπειτα από τον «εφήμερο» επίγειο βίο του, να φωνάζει σπαρακτικά προς τον προπάτορα Αβραάμ, που βρισκόταν αγεφύρωτα μακρυά του, «οδυνώμαι εν τη φλογί ταύτη».
Αυτός όμως τότε του φανερώνει τη δικαιοσύνη του Θεού: «Απέλαβες συ τα αγαθά σου εν τη ζωή σου, και Λάζαρος ομοίως τα κακά· νυν δε ώδε παρακαλείται, συ δε οδυνάσαι» τελεσίδικα «εν τω άδη… υπάρχων εν βασάνοις».
Εμείς παρατρέχοντας τη «σύγχρονή» μας δικαιοσύνη του Θεού θα εστιασθούμε στα έσχατα, τότε που θα φανερωθεί αυτή αναφανδόν και αδιαμφισβήτητα. Προς τα εκεί άλλωστε μας κατευθύνει ο πλούσιος ο «υπάρχων εν βασάνοις» της Κολάσεως.
Η δικαιοσύνη του Θεού είναι μια βασική ιδιότητά Του και αποτελεί αρμοδιότητα υπαγόμενη στο βασιλικό αξίωμα του Χριστού. Υπενθυμίζουμε ότι κατά τη Δογματική το τρισσό (τριπλό) αξίωμά Του συναποτελείται από το βασιλικό, το προφητικό και το αρχιερατικό αξίωμα, δηλαδή είναι αντίστοιχα ο μοναδικός Παντοκράτωρ, ο μέγιστος διδάσκαλος και ο μέγιστος μεσίτης των ανθρώπων προς τον Πατέρα.
Λοιπόν η δικαιοσύνη του Θεού αποτελεί μιαν από τις ιδιότητές Του. Από την αγιότητά Του πηγάζει ο ηθικός νόμος, το θείο θέλημα, που κατ’ ανάγκη θα λέγαμε, ζητάει τη θεία δικαιοσύνη. Και η αγιότητά Του και η δικαιοσύνη Του και οι λοιπές ιδιότητές Του συμπεριλαμβάνονται στις «άκτιστες ενέργειές» Του, που είναι παντοτινές, αΐδιες.
Ως πανυπερτέλειος ο Θεός έχει και πανυπερτέλειες τις ιδιότητές Του: «Η δικαιοσύνη Σου [είναι] δικαιοσύνη στον αιώνα, και ο νόμος Σου αλήθεια», βεβαιώνει ο Άμωμος Ψαλμός 118 (στ. 142). Επίσης στον ίδιο Ψαλμό διαπιστώνεται «Δίκαιος είσαι, Κύριε, και ευθείες οι κρίσεις σου» (στ. 137).
Ο απόστολος καθησύχαζε τους πιστούς συμπατριώτες του Ιουδαίους ότι δεν ήταν «άδικος ο Θεός επιλαθέσθαι του έργου… και του κόπου της αγάπης» τους που έδειξαν «διακονήσαντες τοις αγίοις» (Εβρ. 6.10).
Ο Θεός «γνωρίζει έργα ανόμων, αφού δε είδε άτοπα δεν θα [τα] παραβλέψει», προσθέτει ο Σωφάρ, ο φίλος του Ιώβ (11.11).
Δεν αντιδρά όμως αμέσως ο Θεός, δεν κρίνει αυτοστιγμεί. Μακροθυμεί και έναντι των καλών και έναντι των κακών. Όλα θα γίνουν στην ώρα τους. Ρωτάει ο Παύλος τον αμαρτωλό: «Συ εκφεύξη το κρίμα του Θεού; ή του πλούτου της χρηστότητος αυτού και της ανοχής και της μακροθυμίας καταφρονείς, αγνοών ότι το χρηστόν του Θεού εις μετάνοιαν σε άγει;… θησαυρίζεις σεαυτώ οργήν εν ημέρα οργής και αποκαλύψεως και δικαιοκρισίας του Θεού, ος αποδώσει εκάστω κατά τα έργα αυτού» (Ρωμ. 2.3-6).
Να διευκρινίσουμε κάτι το απρόοπτο: Ο Θεός έχει δυό δικαιοσύνες! Μια όσο ζούμε, μια μετά τον θάνατο.
Όσο ζούμε φέρεται ανάμεικτα και ως πανάγαθος και ως δίκαιος. Υπερισχύει η στοργή του, ενεργεί ως πατέρας του ασώτου συνήθως –μας εξυπηρετεί και μας συμφέρει να θεωρούμε τον Κύριο μόνο μέσα από το κείμενο του ασώτου!
Πράγματι, έτσι είναι όσο διανύουμε την επίγεια πορεία μας, «έως ημέρα εστίν» πριν τη νύχτα του θανάτου, «ότε ουδείς δύναται εργάζεσθαι» την αρετή (Ιω. 9.4).
Όσο βρισκόμαστε στη σάρκα πρέπει να λέμε με τη βιωτή μας, έμπρακτα στον φιλάνθρωπο Θεό «Μην εισέλθεις σε κρίση με τον δούλο Σου, γιατί δεν θα δικαιωθεί μπροστά Σου κάθε ζωντανός» (Ψαλμ. 142.2).
Ο παλιός ερμηνευτής Δίδυμος ο Τυφλός ήταν πέλαγος της σοφίας, θεολογικής και μη, που την είχε αποκτήσει μόνο δια της ακοής (Σωζομένου Εκκλ. Ιστορία 3,15). Σχολιάζοντας το ψαλμικό «Ελεήμων ο Κύριος και δίκαιος» (114.5) υπογραμμίζει ότι η Γραφή συνάπτει τους οικτιρμούς του Θεού με τη δικαιοσύνη Του, για να δείξει ότι ούτε η κρίση Του είναι ανίλεη ούτε το έλεος άκριτο και αυθαίρετο (εν Ιωήλ Γιανακοπούλου Η Π. Διαθήκη, Ψαλμοί).
Συμπερασματικά ας επωφεληθούμε όσο ζούμε –αβέβαιο το πόσο!– από το έλεός Του, για να τα πάμε καλά με την τελική δικαιοσύνη Του.
Μεταθανάτια θα φανεί σε μας η τελειότητα της θείας δικαιοσύνης. Ο Ύψιστος είναι τέλειος δικαστής γιατί δεν του ξεφεύγει τίποτε, γιατί αυτός γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς (Ψαλμ. 43.22). «Σε κάθε τόπο οι οφθαλμοί του Κυρίου σκοπεύουν καί κακούς καί καλούς» (Παρ. 15.3). Τα βλέπει όλα· «αυτός που έπλασε το μάτι δεν [βλέπει και] καταλαβαίνει» (Ψαλμ. 93.9), ό,τι και αν γίνεται και στο πυκνότερο σκοτάδι; Και τα ακούει όλα· «αυτός που φύτεψε το αυτί δεν ακούει» (αυτ.) ό,τι και αν λέγεται έστω και ψιθυριστά, έστω και άφωνα στα βάθη της καρδιάς;!
Αφού βλέπει και ακούει, πέρα από κάθε οξυδέρκεια και οξυηκοΐα ανθρώπινη, και αφού δεν Τον πιστεύουμε σαν απρόσωπο θεό των ανατολικών θρησκειών, που έκανε τον κόσμο και μετά αποσύρθηκε στην αδιαφορία του, θ’ αμείψει το καλό. Πόσο το θέλουμε τούτο, αν έχουμε λίγα καλά!
Ωστόσο ως λογικό αίτημα ακολουθεί η τιμωρία του κακού. Πόσο δεν το θέλουμε τούτο, εφόσον έχουμε πολλά κακά!
Πάντως, ό,τι και αν μας συμφέρει, η πραγματικότητα είναι μία: Και επιβραβεύει και καταδικάζει.
«Ο Κύριος [τις] καρδίες όλων τις γνωρίζει, και αυτός που έπλασε κάθε πνοή, αυτός ξέρει, ο Οποίος ανταποδίδει στον καθένα κατά τα έργα του» (Παρ. 24.12). Δηλαδή ως Πλάστης και Παντογνώστης γνωρίζει αλάνθαστα τη δικογραφία.
Ακόμη ο Κύριος δεν ξεχνάει όπως οι άνθρωποι. Το διακήρυσσε με το στόμα το προφητικό του Ωσηέ (7.2): «Όλες τις κακίες τους τις θυμήθηκα· τώρα τους κύκλωσαν [και πολιόρκησαν] τα σχέδιά τους, απέναντι του προσώπου Μου [τα έχω]».
Δεν Του διαφεύγει τίποτε, γι’ αυτό θα ψηλαφίσει (λεπτομερώς) κάθε μια αδικία της γης, κατά τον προφήτη Ζαχαρία (3.9).
Είναι επιπλέον απαραλόγιστος, δεν παραπλανάται ούτε εξαπατάται δεν λαθεύει.
Με τέτοιες προϋποθέσεις και «προδιαγραφές» δεν Του χρειάζονται μάρτυρες, ακροαματικές διαδικασίες, πραγματογνωμοσύνες, αντιπαραστάσεις και τα συναφή, όπως παρατηρεί και ο ιερός Χρυσόστομος (Προς Θεόδωρον εκπεσόντα, 12).
«Έκαστος ημών περί εαυτού λόγον δώσει τω Θεώ» συμπληρώνει και ο Παύλος (Ρωμ. 14.12). Δεν θα διαθέτουμε δηλαδή τότε συνήγορους που με τις ρητορείες ή τη διαλεκτική τους τέχνη και «αξιωσύνη» θα μας σώσουν.
Άλλωστε «ουκ έστι προσωπολήπτης ο Θεός», καθώς κατάλαβε με τα πολλά ο Πέτρος (Πρ. 10.34). Συμφωνεί απόλυτα και ο άλλος μέγιστος απόστολος Παύλος: «Πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. 2.6).
Ακόμη εκείνη η πρωτοφανής αλήθεια που αποκάλυψε ο μέγας Παύλος έχει προεκτάσεις και στην Κρίση: «Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην [–φοβερή η ισοπέδωση για τους τότε–], ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος [– ακατανόητο–] ουκ ένι άρσεν και θήλυ [–αφάνταστο–]· πάντες γαρ υμείς εις έστε εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3.28).
Λοιπόν, όπως εδώ είμαστε ίσοι όλοι, έτσι και στο φοβερό Βήμα δεν θα υπάρξει χαριστική μεταχείριση.
Και μια τελευταία τελειότητα της θείας δικαιοσύνης: Είναι αδέκαστη. Δεν δελεάζεται και δεν διαφθείρεται ούτε με μεσάζοντες ούτε με γνωριμίες τρανών της γης και με «μέσα», είναι υπεράνω και έξω από «μέσα» και ελιγμούς ανθρώπινους, γιατί –δόξα τω Θεώ!– δέχεται μεσίτες τους (υπεράνθρωπους) αγίους! Και βέβαια δεν δωροδοκείται, δεδομένου ότι «το αργύριο αυτών [των αμαρτωλών] και το χρυσάφι τους δεν θα δυνηθεί να τους γλυτώσει την ημέρα [της] οργής του Κυρίου» (Σοφονία 1.18). Δεν «σηκώνει» συναλλαγές και ανταλλάγματα.
Θα είμαστε μόνοι, απογυμνωμένοι από «καμώματα», αβοήθητοι μπροστά στον άτεγκτο Κριτή και μπροστά στην κατακραυγή και τον εξευτελισμό του πανανθρώπινου και παναγγελικού ακροατηρίου. Μόνοι με τις πράξεις μας· «έκαστος γαρ το ίδιον φορτίον βαστάσει» (Γαλ. 6.5).
Εδώ να θυμηθούμε ότι για τον καθένα μας ξεχωριστά, η δική του μικρή «τελική κρίση» είναι η στιγμή του θανάτου του, αφού παύει πλέον να υφίσταται η δυνατότητα για διάπραξη πια του καλού ή του κακού. Κλείνει η «δικογραφία»(!) και αρχίζει πρόγευση της αποφάσεως, καθώς προείπαμε.
Και ένα τελευταίο: Η απόφαση θα είναι τελεσίδικη, δεν θα εφεσιβάλλεται, χωρίς περιθώρια αναψηλαφήσεως. Δεν χωρούν εφετεία, τριτοβάθμιες κλίμακες και τα τοιαύτα, για τον απλούστατο λόγο ότι αποκλείεται η πιθανότητα δικαστικής πλάνης, μα και ποια υψηλότερη βαθμίδα υπάρχει από τον Παντοκράτορα;
Ιερομόναχος Ιουστίνος