Η σημερινή περικοπή του Ματθαίου (4.18-23) τελειώνει με τον στίχο: «Και περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων… και κηρύσσων το ευαγγέλιον της βασιλείας και θεραπεύων”.
Ο Χριστός δίδαξε κάτι το τόσο ελκυστικό και κοσμοπόθητο, παρότι βάναυσα κακοποιούμενο πολλές φορές. Δίδαξε την αλήθεια.
“Η διδαχή η καινή αύτη” (Μάρκ. 1.27), ή κατά τον στίχο που έδωσε την αφορμή του κηρύγματός μας “το ευαγγέλιον της βασιλείας”, το καλό άγγελμα που μας έφερε ο Λυτρωτής, ανακεφαλαιώνει το παν: Αποκαλύπτει τον αληθινό, ζωντανό Θεό και εξιχνιάζει τον άνθρωπο και ταυτόχρονα τον οδηγεί στην καταλλαγή με τον Θεό.
Πρώτα-πρώτα ο Ιησούς μάς αποκάλυψε το ουσιαστικότερο και βασικότερο, τη θεολογία. Τα περί Θεού είναι ό,τι το πιο σπουδαίο, το μείζον, οπότε η Θεολογία απέβη κωδική λέξη που περικλείει σύνολη την “ιερή επιστήμη”. Περιλαμβάνει και την Κοσμολογία (από θεολογική βέβαια έποψη και όχι αστρονομική), την Ανθρωπολογία (επίσης όχι βιολογικά) την Εσχατολογία και τους λοιπούς κλάδους γενικά.
Λοιπόν ο Χριστός μάς φανέρωσε τη γνώση της Τριαδικής Θεότητος. “Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε· ο μονογενής υιός ο ών εις τον κόλπον του πατρός εκείνος εξηγήσατο” πληροφορεί ο ευαγγελιστής Ιωάννης (1.18).
Το αψευδές στόμα του Σωτήρα επιβεβαίωσε ότι “ουδείς επιγινώσκει τον υιόν ει μη ο πατήρ, ουδέ τον πατέρα τις επιγινώσκει ει μη ο υιός και ω εάν βούληται ο υιός αποκαλύψαι” (Ματθ. 11.27).
Ο πιο λοιπόν κατάλληλος ή μάλλον ο μόνος κατάλληλος και αρμόδιος προς παρουσίαση των υπερφυσικών μυστηρίων της Θεολογίας ήταν ο Θεάνθρωπος. Και πράγματι μας έδωσε τη Θεολογία, καθώς εξομολογείτο στον Πατέρα κατά την περάτωση του κηρυκτικού έργου Του: “Εφανέρωσά σου το όνομα τοις ανθρώποις” (Ιω. 17.6).
Μας δίδαξε το “όνομα” του Πατρός, δηλαδή τις ιδιότητές Του και όχι την ουσία Του, αφού “Θεόν ουδείς πώποτε τεθέαται” (Α’ Ιω. 4.12) κατά την ουσία Του –είναι ανέφικτη στα μέτρα μας. Ο Χριστός ήταν εκείνος που “εξηγήσατο” τα ενεργήματά Του, την άκτιστη θεία Χάρη δια της οποίας έρχεται σε επαφή με το πλάσμα Του.
Μας αποκάλυψε ειδικότερα ένα καίριο θείο ιδίωμα. Τον είχαν παρακαλέσει οι μαθητές “Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι”, οπότε τους παρέδωσε τον τύπο: “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς· αγιασθήτω το όνομά σου…” (Λουκ. 11.1-4). Ο Θεός δεν είναι κάποιος γνωστός, κάποιος φίλος· είναι ο πατέρας μας!
Με ένα λόγο η προσευχή αυτή επικεντρώνεται στη συμφιλίωση. Με την αμαρτία καταντήσαμε εκούσια αποπαίδια του Θεού, αυτοαποκληρωθήκαμε, ώστε χρειάσθηκε να έρθει ο Υιός του Πατρός αφ’ ενός και πρωτότοκος αδελφός μας αφ’ ετέρου (Ρωμ 8.29).
Η πολιτεία Του σε όλο της το φάσμα, ενσάρκωση, διδαχή, θυσία, δόξα Του, μας επαναπροσάγαγε στον Πατέρα· καλύτερα μας θύμησε πως ο Θεός είναι ο πατέρας μας. Ενεργοποίησε την παλιά μισοξεχασμένη νοσταλγία Του· είναι και ονομάζεται πατέρας μας.
Στη συνέχεια αποκάλυψε τον Εαυτό Του, και το γιατί ήρθε στη γη και προφήτεψε για τον Εαυτό Του.
Στη συνέχεια αποκάλυψε το Άγιο Πνεύμα. Προσδιόρισε το έργο Του. Ποιο έργο Του; Να οδηγήσει τους αποστόλους και την Εκκλησία στο να καταλάβουν όσα δίδαξε Αυτός (Ιω. 14.26), καθώς και να διοχετεύει την Χάρη (π.χ. πρβλ. Κυρίλλου Αλεξανδρείας, Κατά Ιουλιανού ΙΙΙ στο Χρ. Ανδρούτσου, Δογματική, Αθήναι 1907, σελ. 221). Ήσαν αδιανόητα πολλά του Χριστού πριν από την Πεντηκοστή.
Μας αποκάλυψε τα της Τρισηλίου Θεότητος. Η γνώση της Τριάδος· μεγάλο πράγμα! Κατά τον Ευάγριο, τούτο είναι η Βασιλεία των Ουρανών, το να έχεις συνείδηση, να έχεις καταλάβει Εκείνο με το οποίο πρέπει να ενωθείς προς θέωση. Αντίθετα η άγνοια, η μέγιστη άγνοια, είναι η Κόλαση, ό,τι το χειρότερο (Κεφάλαια 33 Κατ’ ακολουθίαν, 25). Το ίδιο και κατά τον συναρπαστικό μυστικό θεολόγο Θαλάσσιο: “Αγιασμός και θέωση αγγέλων και ανθρώπων είναι η γνώση της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος” (Περί αγάπης και εγκρατείας… Α’ εκατοντάς 100).
Μετά από τα της Τριάδος ο Κύριος μάς παρέθεσε τα του ανθρώπου. Ποια η καταγωγή του, ποιος ο σκοπός του, ποιες οι σχέσεις του με τους συνανθρώπους, την Κτίση, τους αγγέλους, τον Θεό· ποιο το μέλλον του, κλπ. Έθεσε τον νόμο Του, που ρυθμίζει πλέον τις σχέσεις του με τον εαυτό μας, τον αδελφό μας, τον Θεό μας. Μας έδωσε λοιπόν και την Ηθική μετά τη Δογματική.
Η Ηθική Του συμπλήρωσε και τελειοποίησε την Ηθική του Μωυσή. Το “Ου φονεύσεις” το ανύψωσε στο ούτε να οργισθείς καν εναντίον του πλησίον, και το «Ου μοιχεύσεις» στο ούτε να δεις καν για να επιθυμήσεις (Ματθ. 5.21-45).
Κάτι το σημαντικότατο: Δίδαξε με λόγο μα και με έργο –το δυσκολότερο! Όχι απλώς νομοθέτησε αφηρημένα, αλλά Αυτός πρώτος εφάρμοσε τον νόμο Του. Ή μάλλον η διαδικασία ήταν αντίστροφη: Δίδαξε αυτά που έπραξε. Το μέτρο ήταν Αυτός!
Δίδασκαν και οι Φαρισαίοι, αλλά… Για τούτο σύστησε ο Ιησούς στους ακροατές του “Όσα εάν είπωσιν υμίν τηρείν, τηρείτε και ποιείτε, κατά δε τα έργα αυτών μη ποιείτε· λέγουσι γαρ, και ου ποιούσι” (Ματθ. 23.3).
Ο Χριστός ήταν στο άλλο άκρο. Ρώτησε “Τις εξ υμών ελέγχει με περί αμαρτίας [οιασδήποτε, και της πιο μικρής];” (Ιω. 8.46). Δικαιωματικά διεκδίκησε την τελειότητα για τον Εαυτό Του· την είχε!
Συμπερασματικά, επαλήθευσε τις προφητείες, συμπλήρωσε την Παλαιά Διαθήκη και μας προσέφερε άρτια την Αποκάλυψη. Έχουμε το απαραίτητο φως άπλετο, όσο βέβαια αντέχουν τα μάτια μας.
Πώς δίδασκε ο Χριστός;
Πρώτα-πρώτα “ως εξουσίαν έχων, και ουχ ως οι γραμματείς” (Ματθ. 7.29). Οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι προσπαθούσαν να στηρίξουν τον λόγο τους καταφεύγοντας στις γνώμες μεγάλων ραββίνων· ανέφεραν τις θέσεις εκείνων. Ο Χριστός μιλούσε με αυθεντία και κύρος του τύπου “Εγώ δε λέγω υμίν”· ως αυτοαλήθεια δεν είχε ανάγκη επικουρίας άλλων.
Έπειτα, δίδασκε με αγάπη και όχι σαν τους Φαρισαίους που επέθεταν στους ώμους των ανθρώπων “φορτία βαρέα και δυσβάστακτα” και ούτε το δάχτυλό τους δεν έβαζαν να τους βοηθήσουν –οι ίδιοι ήσαν άμαθοι στο να σηκώνουν για τον εαυτό τους τούς περιορισμούς και τις εντολές που επέβαλλαν στον κόσμο· έλεγαν (στους άλλους) και δεν έκαναν (αυτοί), όπως τους ξεσκέπαζε ο Κύριος (Ματθ. 23.3-4).
Ακόμη δίδασκε ανυστερόβουλα, χωρίς τα ιδιοτελή ελατήρια των Φαρισαίων, που το ενδιαφέρον τους δήθεν για τον λαό ήταν ουσιαστικά ενδιαφέρον για το άτομό τους. Θήρευαν δόξες καθήμενοι “επί της Μωσέως καθέδρας… προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις… και καλείσθαι υπό των ανθρώπων ραββί ραββί” (Ματθ. 23.2-7). Ή κυνηγούσαν τον πορισμό, οφέλη οικονομικά, κατατρώγοντας “τας οικίας των χηρών… προφάσει” (Ματθ. 23.13). Τέτοιες κακίες συντροφευμένες και από χορό άλλων ελαττωμάτων επέσυραν τον χαρακτηρισμό των διδασκάλων τάχα Φαρισαίων και Γραμματέων σαν τυφλών οδηγών (Ματθ. 23.24). Τους τον προσήψε ο πραγματικός Διδάσκαλος όταν μαστίγωνε την υποκρισία τους (Ματθ. κεφ. 23).
Χάρις ακριβώς στην ειλικρινή αγάπη Του ο Λυτρωτής μας δεν περιφρονεί κανέναν, απευθύνεται σε όλους. “Έκλινε ουρανούς και κατέβηκε” (Ψαλμ. 17.9) και συγκατέβηκε προς χάριν όλων μας. Δεν φοιτούσε σε παλάτια επικοινωνώντας με τους κατά κόσμο επιφανείς, αλλά καθώς αφηγείται ο στίχος που αποτέλεσε το έναυσμα της ομιλίας μας, “περιήγεν όλην την Γαλιλαίαν ο Ιησούς διδάσκων” σε πόλεις, χωριά και ύπαιθρο.
Αγάπη εικοσιτεσσάρων καρατίων, που Τον έδειχνε όπως ήταν, μειλίχιο Διδάσκαλο, προσιτό, θελκτικό, που συνάρπαζε μονάδες και πλήθη.
Συνάρπασε τη Μαρία που καθισμένη στα πόδια Του, ρουφούσε άπληστα τον λόγο Του. Τι και αν είχε αφήσει μόνη της την αδελφή της Μάρθα, η οποία δυσανασχετούσε γιατί δεν τη βοηθούσε που πάσχιζε να περιποιηθεί και φιλοξενήσει αβραμιαία τον υψηλό επισκέπτη, τον υπερουράνιο. Και όμως ο άδολος Διδάσκαλος της αγάπης δεν επαίνεσε τη Μάρθα, αλλά τη Μαρία (Λουκ. 10.38-42).
Συνάρπαζε και ενθουσίαζε και πλήθη. “Εξεπλήσσοντο οι όχλοι επί τη διδαχή αυτού” (Ματθ. 7.28). Συνάρπαζε τόσο, που κρεμασμένοι από τα χείλη Του ξεχνούσαν και χρόνο και πείνα, εκεί στην έρημο, μακρυά από κατοικημένες περιοχές. Χρειαζόταν τότε να πολλαπλασιάζει θαυματουργικά τρόφιμα, για να τους χορταίνει. Έκπληκτοι και ξαναμμένοι από τους λόγους και τα θαύματά Του “έλεγον ότι ούτος εστίν αληθώς ο προφήτης ο ερχόμενος εις τον κόσμον”, ώστε έμελλαν “έρχεσθαι και αρπάζειν αυτόν ίνα ποιήσωσιν αυτόν βασιλέα” (Ιω. 6.1-15).
Υπήρξαν όμως και στιγμές που η μελιστάλακτη γλώσσα του μεταβλήθηκε σε φραγγέλιο, όπως στους ταλανισμούς των Φαρισαίων, που μνημονεύσαμε πριν από λίγο. Ωστόσο και ο στυπτικός λόγος Του απέβλεπε στην ωφέλεια των επιπληττομένων ή στον παραδειγματισμό των ακροωμένων ή ακριβέστερα και στα δυό. Έτσι ή αλλιώς “δούλευε” η αγάπη Του.
Ιερομόναχος Ιουστίνος
Η διδαχή του Χριστού – Κυριακή Β’ Ματθαίου