«Μη ουν μεριμνήσητε λέγοντες, τι φάγωμεν
ή τι πίωμεν ή τι περιβαλλώμεθα;» (Ματθ. 6:31)
Θα ήταν πράγματι παράλογο. Να δημιουργήσει τον άνθρωπο ο Θεός και να μην του δώσει τις συνθήκες και τις ικανότητες να συντηρηθεί στη ζωή και να προκόψει. Και είναι θαυμαστή πράγματι η σοφία του Θεού, που τόσο λεπτομερώς έχει προνοήσει όχι μόνο για τις επιμέρους ικανότητες και λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος αλλά και για τη δύναμη και ευστροφία του ανθρώπινου νου, ώστε με το συνδυασμό όλων αυτών των θεϊκών δωρεών ν’ αντεπεξέρχεται ο άνθρωπος στις ποικίλες δυσκολίες και να βελτιώνει τη ζωή του συνεχώς.
Είναι εκπληκτικά τα επιτεύγματα της ανθρώπινης σκέψεως και λογικής. Ανυπολόγιστες οι δυνάμεις και οι δυνατότητες που κρύβονται στον οργανισμό του. Αν σ’ αυτή την πραγματικότητα προσθέσει κανείς αυτό που προηγείται και είναι αιτία της αυτοδυναμίας του ανθρώπου, την αγάπη και στοργή του Δημιουργού Κυρίου, που εκδηλώνεται πλουσιοπάροχα με την πρόνοιά Του, θα έπρεπε να ησυχάζει, να ηρεμεί και να πορεύεται με αταραξία και εμπιστοσύνη στη ζωή.
Εντούτοις, διαφορετική είναι η καθημερινή διαπίστωση. Ο άνθρωπος ζει σε μια διαρκή ανησυχία: «τι τέξεται η επιούσα;». Πώς θ’ αντιμετωπιστούν μελλοντικά τα προβλήματά του; Βλέπει πως μέχρι σήμερα αν ζει, αν έχει υγεία, αν αντιμετωπίζει ικανοποιητικά τις ανάγκες του τις βιοτικές, αν δεν έχει πέσει θύμα κάποιου ατυχήματος, αυτό οφείλεται στο Θεό και την αγάπη Του. Άλλοτε το αναγνωρίζει αυτό, άλλοτε αποδίδει σε συμπτώσεις το ότι πάνε καλά τα ζητήματά του ή γλίτωσε από κάποιο κίνδυνο. Μερικές φορές λέγει και ένα «δόξα τω Θεώ» γι’ αυτές τις δωρεές.
Μα όταν του πεις πως, καθώς ως τώρα, έτσι και για το μέλλον έχει ο Θεός, η απάντηση είναι πρόχειρη. «Ως πότε θα έχει ο Θεός; Δε βλέπεις; Αν δεν κινηθεί κανείς, δε γίνεται τίποτε». Κι αν ήταν συνεπής σ’ αυτή του τη σκέψη κι εργαζόταν, έστω και με μειωμένη την εμπιστοσύνη στο Χριστό και την αγάπη Του, θα ήταν ίσως καλά. Αλλά το κακό είναι πως η έλλειψη της πίστεως στην αγάπη και την πρόνοια του Θεού κάνει τον άνθρωπο ανήσυχο.
Στερημένος θεληματικά από τη χάρη και την πρόνοια του Κυρίου, γιατί την απέρριψε ή την απέκρουσε, νομίζει πως μόνο με το μυαλό και τις δυνάμεις του θα τα βγάλει πέρα. Κάνει υπολογισμούς, μετρά τις οικονομικές του δυνατότητες, αναλογίζεται τις πιθανές συνέπειες, βλέπει την αδυναμία του, βρίσκεται σε αδιέξοδο, τον καταλαμβάνει δειλία, ανυπομονησία και ανησυχία, νευρικότητα, άγχος. Αποτέλεσμα, η κοινωνική μας ζωή να χαρακτηρίζεται από τη νευρικότητα και την ανησυχία αυτή.
Αυτό συμβαίνει όταν αποκλείσει κανείς από τη ζωή του το Θεό. Όταν παύει να ελπίζει στην αγάπη και την επέμβασή Του. Όταν δεν εμπιστεύεται στη στοργή και την πρόνοιά Του το μέλλον. Σχολιάζοντας το λόγο του Ευαγγελίου, θα έλεγε κανείς όχι ποιος μπορεί να προσθέσει στο ανάστημά του έναν πόντο, αλλά ποιος μπορεί να εξασφαλίσει, με όλα τα αποδοτικά μέσα που παρέχει η σύγχρονη επιστήμη και τεχνική, τη σοδειά μιας χρονιάς; Αυτή η αβεβαιότητα γίνεται τραγική καμιά φορά.
Διαφορετικό είναι όμως το πράγμα με τον πιστό. Αυτός «επιρρίπτει επί τον Κύριον την μέριμνάν του» (Α’ Πετρ. 5:7). Εργάζεται, προϋπολογίζει, σχεδιάζει, προσπαθεί. Αλλά όλες του τις ενέργειες και τις σκέψεις τις θέτει κάτω από τη χάρη και την αγάπη του Θεού. Εμπιστεύεται σ’ Αυτόν την καρποφορία του μόχθου του. Αναθέτει στην πατρική Του πρόνοια τη σύμπραξη ευνοϊκών συνθηκών για την απόδοση των προσπαθειών του, την επιτυχία των σκοπών και των επιδιώξεών του. Καλεί το Θεό βοηθό του. Συνεργάζεται μαζί Του. Αναπαύεται με τη σκέψη πως Αυτός είναι Πατέρας του και προστάτης, φίλος και στήριγμά του. Είναι βέβαιος ότι, όταν είναι εντάξει στο καθήκον του και φροντίζει να υποτάσσεται στο θέλημα του Θεού και να το πραγματώνει, «Αυτώ μέλει περί ημών» (Α’ Πετρ. 5:7). Ο Κύριος ενδιαφέρεται για μας, κατευθύνει το νου, κάνει αποδοτική την εργασία και τον κόπο μας. Και με τη σκέψη αυτή ησυχάζει.
Πόσο όμορφη θα ήταν η ζωή μας, αν όλοι είχαμε αυτή τη νοοτροπία κι αυτή την πίστη! Πόσο πιο ευχάριστη και ευλογημένη! Θα έλειπαν οι πιο πολλές από τις αφορμές των συγκρούσεων και διαιρέσεων. Θα περιορίζονταν οι αιτίες των νευροψυχικών νοσημάτων. Θα ξαναγύριζε η γαλήνη σε πολλές οικογένειες. Θα επικρατούσε η αγάπη και η αδελφοσύνη μέσα στην κοινωνία. Οι γκρίνιες και οι δυσφορίες που καθιστούν δύσκολο στη συνεργασία τον άνθρωπο θα έδιναν τη θέση τους στην αλληλοεκτίμηση, τον αλληλοσεβασμό, την αδελφοσύνη.
Ελεύθερος από αγωνίες και μέριμνες, θα γινόταν καθένας αποδοτικότερος. Θα ενδιαφερόταν και για κάτι πνευματικότερο. Θα έφευγε το άγχος. Θα οργάνωνε ο άνθρωπος την ατομική, την οικογενειακή, την κοινωνική του ζωή κατά τρόπο πιο άνετο. Θα ένιωθε πιο ελεύθερος, ικανός να απολαύσει τις πραγματικές χαρές της ζωής. Ενώ τώρα, βιαστικός πάντα, δούλος της δουλειάς, υποταγμένος σ’ ένα πλήθος ανάγκες που διαρκώς πολλαπλασιάζονται, χωρίς να είναι απαραίτητη η ικανοποίησή τους, αγανακτεί και μεμψιμοιρεί. Νιώθει να τον πιέζουν αυτές οι συνθήκες-δεσμά, με τα οποία ο ίδιος έδεσε τον εαυτό του.
Η ανάγκη της λυτρώσεώς του αδήριτη. Μόνον έτσι θα βρει τον εαυτό του και θα χαρεί τη ζωή. Πρέπει το συντομότερο ν’ αποτινάξει όχι δεσμά αλλά τη νοοτροπία που επιβάλλει τα δεσμά και το άγχος. Τη νοοτροπία της δουλικότητας, της απελπισίας και απογοητεύσεως που οφείλεται στο ότι έχει περιορίσει τον ορίζοντά του ο σύγχρονος άνθρωπος στα υλιστικά πλαίσια. Δεν αναγνωρίζει πως ο Θεός παίζει ένα ρόλο στη ζωή του. Πως από την ευλογία Εκείνου εξαρτάται η καρποφορία του μόχθου του. Πως η χάρη του Χριστού εξασφαλίζει τους ευνοϊκούς για την πρόοδο και την ευτυχία του όρους. Η αγάπη του Θεού τον περιβάλλει. Και γι’ αυτό τυραννιέται. Ζει και φέρεται αντίθετα στη φύση του. Αποκλείει κάθε πνευματική απόλαυση. Τα μετρά όλα με το χρήμα και των υλικών επιθυμιών την απόλαυση. Με αποτέλεσμα να χάνει την υγεία του, ακόμα και να μην απολαμβάνει ούτε αυτά που επιδιώκει.
Περιορίζει την τεκνογονία στο ελάχιστο για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του μοναδικού ή των δύο παιδιών που προγραμματίζει, με συνέπεια να στερείται τη χαρά που δίνει η οικογενειακή ατμόσφαιρα και να μην μπορεί ούτε το ένα παιδί να το αναδείξει καθώς το ονειρεύεται. Εξαντλείται στην επαγγελματική βιοπάλη για να ανεβάσει της οικογενείας του το επίπεδο, χάνοντας τη συζυγική αρμονία και παραμελώντας την αγωγή των παιδιών. Αγωνίζεται να εξασφαλίσει όσο το δυνατόν περισσότερα μέσα οικονομικά για τους οικείους του παραμερίζοντας και τις δικές τους πνευματικές ανάγκες μαζί με τις δικές του και διαλύοντας έτσι την οικογένειά του. Παλεύει και δίνεται ολοκληρωτικά στην απόκτηση ενός τίτλου ή στην επιδίωξη μιας θέσεως, μιας οικονομικής βάσεως, και φθείρει την υγεία του. Συγκεντρώνει κι επιστρατεύει όλες του τις δυνάμεις για την ικανοποίηση περιττών αναγκών και την απόκτηση μέσων πολυτελείας, καταπιέζοντας απαραίτητες αξιώσεις προσωπικές και οικογενειακές. Λογαριάζει, χωρίς το φως που δίνει του Θεού η παρουσία, τα προβλήματα και τις ανάγκες του, κάμπτεται εμπρός στη διαπίστωση της προσωπικής του αδυναμίας, χάνει την ψυχραιμία του και καθιστά μαρτυρική την προσωπική και οικογενειακή του ζωή.
Πόση ανακούφιση και πόσο θάρρος αντίθετα δίνει η εμπιστοσύνη στο Θεό! Αυτή έχει κλονιστεί και κατάντησε τυραννική και άχαρη η ζωή μας. Για να ξεφύγει από τον κλοιό αυτό και να ξανανθίσουν οι ελπίδες, το θάρρος, η αισιοδοξία και η χαρά, ανάγκη να ξαναβρούμε ως άτομα και ως σύνολο το Θεό.
Η παρουσία Του στη σκέψη και την καρδιά μας θα μας λυτρώσει. Η αίσθηση της παρουσίας Του στην καθημερινή μας ζωή θα μας αναγεννήσει. Με τη βεβαιότητα πως μας παρακολουθεί η πατρική Του στοργή οι δυνάμεις μας θα ανανεωθούν. Τα όνειρά μας θα ζωηρέψουν. Θα εξαλειφθεί ο μαρτυρικός βραχνάς. Θα βρούμε τον προορισμό μας.
Κάτω από τη χάρη Του θα ομορφύνει η ζωή μας. Το άγχος θα παραχωρήσει τη θέση του στη γαλήνη και τη χαρά. Στην πραγματική απόλαυση της ζωής.
Από το βιβλίο: Πολυκάρπου Βαγενά, Μητροπολίτου Κερκύρας, «Ελθέτω η βασιλεία σου», τ. Β’.