Στον 1ο ψαλμό (*) ο ποιητής κάνει λόγο για τη μακαριότητα, την ευτυχία. Ποιος δεν την επιθυμεί; Η ευτυχία είναι ο πόθος κάθε ανθρώπου. Πώς εννοεί όμως ο άνθρωπος την ευτυχία; Και πού την αναζητεί και τη στηρίζει; Ποιες νομίζει ότι είναι οι συνθήκες και ποιοι οι παράγοντες που θα του εξασφαλίσουν την ευτυχία; Συνήθως θεωρεί ευτυχία την άνετη, ευχάριστη και χαρούμενη διαβίωσι εδώ στην παρούσα ζωή. Και γι’ αυτό πιστεύει ότι θα είναι ευτυχισμένος, αν έχη υγεία, αν επιτύχη και αναδειχθή ως επιστήμων ή επιχειρηματίας, αν επιτύχη στην οικογενειακή του αποκατάστασι, αν αποκτήση πλούτο, αν καταλάβη εξέχουσες θέσεις και αποκτήση δόξες και τιμές κοσμικές. Η πείρα όμως βεβαιώνει ότι όλα αυτά είναι πρόσκαιρα και αβέβαια, πολύ συχνά εξαφανίζονται και δεν παρέχουν ασφάλεια στον άνθρωπο. Και τότε είναι δυστυχισμένος εκείνος που στήριξε σ’ αυτά την ευτυχία του.
Γι’ αυτό ο ποιητής του ψαλμού μάς υποδεικνύει έναν άλλο δρόμο, που οδηγεί στην ευτυχία. Αυτός είναι η συνεχής και αδιάκοπη μελέτη και προσήλωσις στον νόμο του Θεού (στίχ. 2), όχι βέβαια απλώς για να γνωρίση ο άνθρωπος τι λέει ο Θεός και τι ζητεί από μας, αλλά για να έχη τον νόμο του κανόνα και οδηγό στη ζωή του. Αυτός είναι αληθινά ευτυχισμένος, ακόμη κι αν ζη σε εντελώς αντίξοες συνθήκες, αρρώστια, φτώχεια, στερήσεις, συκοφαντίες, διωγμούς κλπ., γιατί ξέρει ότι και οι θλίψεις της παρούσης ζωής είναι προσωρινές και ότι πέρα από αυτήν εκτείνεται η απέραντη αιωνιότης, στην οποία θα απολαύση την αληθινή και αδιατάρακτη ευτυχία εκείνος που έζησε και πολιτεύθηκε εδώ στη γη όπως ζητεί και παραγγέλλει ο Θεός. Η πεποίθησις αυτή τον οπλίζει με υπομονή στις δοκιμασίες της παρούσης ζωής και τον γεμίζει με χαρά για τα αγαθά που του έχει ετοιμάσει ο Θεός.
Στην εφαρμογή του νόμου του Θεού εμπόδιο είναι πολύ συχνά η συναναστροφή με ανθρώπους διεφθαρμένους, που συστηματικά διαπράττουν την αμαρτία και την παρανομία. Αυτοί με τα λόγια τους και προ παντός με το παράδειγμά τους παρασύρουν και άλλους στην αμαρτία. Γι’ αυτό πολύ παραστατικά ο ποιητής τους χαρακτηρίζει ως «λοιμούς» (στίχ. 1), δηλαδή ως ανθρώπους που πάσχουν από μεταδοτική ασθένεια· και όπως προσέχουμε να μην κολλήσουμε μια τέτοια ασθένεια από κάποιον που την έχει, έτσι πρέπει να προσέχουμε να μην αποκτήσουμε τις κακές συνήθειες ασεβών και παρανόμων ανθρώπων. Γιατί, όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, είναι ευκολώτερο να κολλήση κανείς μια ασθένεια παρά να μεταδώση υγεία.
Επειδή λοιπόν αυτό είναι πολύ εύκολο και επικίνδυνο, επιβάλλεται η αποφυγή της συναναστροφής με τέτοιους ανθρώπους. Κι αν αυτό είναι αδύνατο, γιατί πρόκειται για άτομα του οικογενειακού ή του επαγγελματικού περιβάλλοντός μας, πρέπει η προσοχή μας να είναι ακόμη πιο εντατική και συστηματική. Αν δεν είναι δυνατή η πλήρης διακοπή των σχέσεών μας με αυτά, ας είναι οπωσδήποτε διαφορετική η ζωή μας από τη δική τους, έστω κι αν αυτό θα έχη δυσάρεστες συνέπειες: περιφρόνησι, λοιδορίες, κατατρεγμούς, επιβουλές, αδικίες.
Ο ευσεβής άνθρωπος παρομοιάζεται πολύ παραστατικά με δέντρο που βρίσκεται κοντά σε νερά, ποτίζεται πολύ καλά απ’ αυτά και γι’ αυτό έχει πλούσια και μόνιμη φυλλωσιά και καρποφορεί επίσης πλούσια στον καιρό του (στίχ. 3). Πράγματι, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι χαριτωμένος και ευχάριστος στους γύρω του. Όπως χαιρόμαστε ένα καταπράσινο και γεμάτο καρπούς δέντρο, έτσι χαιρόμαστε και θαυμάζουμε τον ευσεβή και ενάρετο άνθρωπο, που έχει να παρουσιάση καρποφορία πνευματική, ασυγκρίτως ανώτερη από οποιαδήποτε οικονομική ή άλλη κοσμική καρποφορία· γιατί, όπως το δέντρο ποτίζεται από τα νερά, έτσι κι αυτός ποτίζεται από τη χάρι του Θεού και σ’ αυτό οφείλεται η πλούσια καρποφορία του.
Ακόμη και άνθρωποι ασεβείς και διεφθαρμένοι θαυμάζουν κατά βάθος έναν τέτοιο χαριτωμένο άνθρωπο. «Την αρετήν οίδε και πολέμιος θαυμάζειν», λέει ένα αρχαίο γνωμικό. Ακόμη κι ο εχθρός ξέρει να εκτιμά και να θαυμάζη την αρετή. Γιατί οπωσδήποτε κάποιες στιγμές που η λογική και η φωνή της συνειδήσεως λειτουργούν μέσα του, βλέπει και αναγνωρίζει πόσο λαθεμένη είναι η δική του πορεία και πόσο σταθερή και μόνιμη η πορεία του ευσεβούς.
Την αστάθεια και το κακό τέλος των ασεβών περιγράφει ο ποιητής στο δεύτερο μέρος του ψαλμού. Αν ο ευσεβής μοιάζει με δέντρο καρποφόρο, ο ασεβής μοιάζει με το λεπτό άχυρο, που το παρασύρει ο άνεμος και το εξαφανίζει (στίχ. 4). Η κοσμική ευτυχία και η δόξα του εξαφανίζεται πολύ συχνά και στην παρούσα ζωή. Ξέρουμε πόσο εύθραυστη είναι η υγεία μας και πόσο απότομα χάνεται ο πλούτος και η δόξα. «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν» (Ψαλμ. λγ’ 11), ακούμε και ψάλλουμε συχνά.
Αλλά κι αν τελειώσουν μέσα σ’ αυτά την πρόσκαιρη ζωή τους οι ασεβείς, τους περιμένει η κρίσις του Θεού, που θα είναι φοβερή γι’ αυτούς. Όχι μόνο δεν θα μπορέσουν να σταθούν με καθαρό το μέτωπο μπροστά του, αλλά και θα οδηγηθούν σε απώλεια αιωνία (στίχ. 5-6). Καμιά δικαιολογία δεν θα τους σώση. Στην εικόνα της μελλούσης κρίσεως ο Κύριος παρουσιάζει τους εξ αριστερών του να τον ρωτούν: «Κύριε, πότε σε είδομεν πεινώντα ή διψώντα ή ξένον ή γυμνόν ή ασθενή ή εν φυλακή, και ου διηκονήσαμέν σοι;» Και ο κριτής τους απαντά: «Αμήν λέγω υμίν, εφ’ όσον ουκ εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, ουδέ εμοί εποιήσατε» (Ματθ. κε’ 44-45).
Ας μην εντυπωσιαζώμαστε λοιπόν κι ας μη σκανδαλιζώμαστε από τη φαινομενική ευημερία και ευτυχία των αμαρτωλών, κι ας μη μας καταλαμβάνη λύπη και αθυμία για τη δυστυχία και την ταλαιπωρία δικαίων και εναρέτων ανθρώπων. Το αιώνιο τέλος ας σκεπτώμαστε. Γιατί «γινώσκει Κύριος οδόν δικαίων, και οδός ασεβών απολείται» (στίχ. 6).
(*) Κείμενο και μετάφραση του 1ου ψαλμού βλέπε εδώ:
Από το βιβλίο: Πρωτοπρεσβ. Κωνσταντίνου Παπαγιάννη, ΑΝΘΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ. Εκδόσεις «Το Περιβόλι της Παναγίας», Θεσσαλονίκη 2013, σελ. 12.
Η αληθινή μακαριότητα – Διδάγματα του 1ου ψαλμού