Παρακαλώ, θα ήθελα να προσέξουμε εδώ κάτι που θα πούμε. Κατά κανόνα και στα πνευματικά θέλουμε να ακούμε πολλά, που λέγονται και κατά τον ένα και κατά τον άλλο τρόπο, τα οποία κάπως μας ικανοποιούν. Έχουμε μια περιέργεια, μια διάθεση απλώς να απασχολούμαστε. Δεν ξέρω αν μπορούμε να το πιάσουμε, να το καταλάβουμε αυτό που λέμε τώρα.
Όπως όταν έχει να κάνει κανείς μια εργασία που του φαίνεται βαριά, δύσκολη και δεν έχει διάθεση να την κάνει, τότε όχι ότι χάνει την ώρα του, όχι ότι κάνει μη καλά πράγματα, αλλά από δω κι από κει ενεργεί έτσι, κινείται έτσι, απασχολείται έτσι, που κατά βάθος αποφεύγει εκείνο το οποίο ακριβώς πρέπει να κάνει και είναι η ώρα να το κάνει· το αποφεύγει. Και όταν αναγκάζεται εκ των πραγμάτων και δεν γίνεται αλλιώς, τι να κάνει μετά; Το πραγματοποιεί. Για παράδειγμα, αν είμαστε κουρασμένοι, νυσταγμένοι, και το μόνο που επιζητούμε είναι να ξαπλώσουμε, και ξαφνικά κάτι μας απειλεί, φτερά θα βγάλουν τα πόδια μας. Όσο κουρασμένοι κι αν είμαστε, θα το ξεχάσουμε αυτό μπροστά στην απειλή.
Έχει αυτή την τάση ο άνθρωπος και στα πνευματικά ακόμη απλώς να απασχολείται· κάπως δηλαδή να ικανοποιείται, κάπως να ευχαριστιέται, σαν να παίρνει τη δόση του όπως οι ναρκομανείς, που λέγαμε άλλη φορά. Η απασχόληση με τα πνευματικά καλή είναι βέβαια, αλλά τελικά σαν να είναι κανείς έξω από τα πράγματα, σαν να είναι έξω από εκείνο που θέλει από αυτόν ο Κύριος. Όπως λέει η παροιμία: « Όποιος δεν θέλει να ζυμώσει, όλη μέρα κοσκινίζει». Κοσκινίζει· δεν κάνει τίποτε άλλο. Έχει λοιπόν την τάση αυτή και ο πιο πνευματικός άνθρωπος. Βέβαια πόσο την έχει ο καθένας, ο Θεός το γνωρίζει, και ο καθένας ας ψάξει να το βρει· αλλά πάντως υπάρχει.
Ο Θεός οικονομεί, επιτρέπει κάποιες φορές να είναι έτσι τα πράγματα, που μας δυσκολεύουν, όχι βέβαια γιατί δεν τα ελέγχει και μπορεί να ξεφύγουν, ας πούμε, από τα χέρια του. Όχι. Όλα τα οικονομεί κατά πολύ σοφό τρόπο ο Θεός.
Σκεπτόμουν εδώ και πολλή ώρα ότι ακόμη και θλίψεις εξωτερικές μπορεί να περάσει κανείς, δυσκολίες, πειρασμούς, αν θέλετε, επιθέσεις. Και αυτά τα παλεύει σιγά-σιγά. Αλλά έρχεται η κρίσιμη ώρα, που πρέπει κανείς να ξεπεράσει τον εαυτό του. Όταν σηκώνεις κάποιες δυσκολίες, ξεθαρρεύεις και λίγο, παίρνεις και λίγο αέρα, καθώς νομίζεις ότι τα κατάφερες, κατόρθωσες εσύ να τα παλέψεις. Κάπου εκεί δηλαδή η φιλαυτία βρίσκει τροφή, και ζωογονείσαι ως παλαιός άνθρωπος και έτσι αντέχεις κιόλας. Αλλά όταν όλες οι ανθρώπινες δυνάμεις και ελπίδες κατά κάποιον τρόπο εκλείψουν, τελικά μένουν για επιλογή, αν επιτρέπεται να πούμε, οι δύο αγάπες: η αγάπη του Θεού και η αγάπη του εαυτού μας.
Είπαμε, όταν έχεις να παλέψεις με θλίψεις, με πειρασμούς, με δυσκολίες, αυτά είναι ένα κάτι με το οποίο έχεις κέφι, διάθεση, κουράγιο να αντιπαλέψεις. Αλλά κάποτε αυτά τελειώνουν· ήρθε η ώρα να γίνει η πάλη με τον εαυτό σου. Επιτρέπει ο Θεός – για καλό! – να έρθουν έτσι τα πράγματα, που να μην έχεις, τρόπον τινά, ενίσχυση από πουθενά· να είσαι σαν πεθαμένος, σαν νεκρός από πλευράς διαθέσεως, κουράγιου, από πλευράς επιθυμίας να κάνεις αγώνα. Και εκείνο κυρίως που ενεργεί μέσα στα βάθη της ψυχής και νεκρώνει τον άνθρωπο, με την κακή έννοια, δηλαδή τον αχρηστεύει, είναι η φιλαυτία. Επιτρέπει λοιπόν ο Θεός να έρθουν έτσι τα πράγματα, ώστε να μην έχεις κουράγιο να αγωνιστείς. Από την άλλη πλευρά τα επιτρέπει ο Θεός να έρθουν έτσι, που να μην έχεις τίποτε για να ικανοποιηθείς και εσύ και να φάει και λίγο η φιλαυτία και έτσι να συντηρηθεί, να ζήσει. Οπότε, αυτή η κατάσταση σε νεκρώνει, σε αχρηστεύει. Αυτό είναι οικονομία του Θεού, για να συνειδητοποιήσει κανείς πέρα για πέρα την όλη αδυναμία του.
Κατά ωμό τρόπο ζωντανεύει από μέσα η φιλαυτία, ο παλαιός άνθρωπος και θέλει τα δικαιώματά του. Σε στέλνει να πας να κάνεις δουλειές, για να του φέρεις τροφή, αν επιτρέπεται να το πούμε έτσι· να τον διασκεδάσεις, να τον ευχαριστήσεις. Εν τω μεταξύ ο Θεός επιτρέπει να έρθουν έτσι τα πράγματα, τα φέρνει έτσι, τα οικονομεί έτσι, που ή θα αφεθείς να καταποντιστείς μέσα στη φιλαυτία σου ή θα στραφείς στον Θεό.
Μπροστά σου είναι αυτά τα δύο: ή αφήνεσαι στην αγάπη της φιλαυτίας και καταποντίζεσαι εκεί, ή αγαπάς τον Θεό. Και το μόνο που μένει είναι έτσι πεθαμένος όπως είσαι ένεκα της φιλαυτίας σου, ένεκα του παλαιού ανθρώπου, που σου αφήρεσε όλες τις δυνάμεις – το οποίο, όπως είπαμε, το επιτρέπει ο Θεός – εκείνο που χρειάζεται, λοιπόν, είναι το εξής: Έχεις δεν έχεις κουράγιο, έχεις δεν έχεις δύναμη, έχεις δεν έχεις όρεξη και διάθεση, μπορείς δεν μπορείς, να στραφείς, να δοθείς στον Θεό.
Όπως είπαμε προηγουμένως, όσο κουρασμένος κι αν είσαι, αν έρθει μια απειλή, φτερά θα βγάλουν τα πόδια σου και ό,τι άλλο χρειαστεί θα κάνεις, ακριβώς επειδή διατρέχεις μεγάλο κίνδυνο. Ο Θεός λοιπόν περιμένει σε τέτοιες περιπτώσεις – που αισθάνεται κανείς σαν νεκρός, σαν πεθαμένος, ένα χάλι μέσα του και άχαρος – ακριβώς αυτό να κάνει· να πει: «Μπορώ δεν μπορώ εγώ, έχω δεν έχω όρεξη, έχω δεν έχω διάθεση εγώ, ζει Κύριος Παντοκράτωρ!» Να μη δώσει δηλαδή καθόλου σημασία στο πώς αισθάνεται και να προσπαθήσει να κάνει την προσευχή του, να προσπαθήσει να πάει στον Χριστό, να αγαπήσει τον Χριστό, να δείξει ότι τον Χριστό θέλει, αυτόν φωνάζει, σ’ αυτόν κραυγάζει.
Και αυτό είναι κάτι που μπορεί να το κάνει κανείς, προσέξτε. Μπορεί να το κάνει. Είναι εκείνο που έχουμε πει, ότι βγαίνει μέσα από την ψυχή αυτό το βαθύτερο-βαθύτερο αίσθημα που έχει κανείς ότι είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος, ότι είναι μέσα του η φωνή του Θεού. Άμα λίγο προσέξει, άμα λίγο επιμείνει, βγαίνει αυτή η ώθηση προς τον Θεό. Και ο Θεός αυτό θέλει. Αυτό είναι η απάρνηση του εαυτού σου. Αφήνεις τα καμώματα και τα κέφια του εαυτού σου, αφήνεις τη φιλαυτία σου, τα αφήνεις όλα αυτά. Λες: « Μπορώ δεν μπορώ, θέλω δεν θέλω, επιθυμώ δεν επιθυμώ, τα καταφέρνω δεν τα καταφέρνω, δεν ακούω τίποτε. Ο Θεός μου υπάρχει. Και ο Θεός ξέρει και βλέπει. Και κραυγάζω όσο μπορώ και δείχνω με όποιον τρόπο μπορώ ότι πηγαίνω προς αυτόν». Αυτό θέλει ο Θεός. «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μαρκ. 8:34-35).
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Θέλεις να αγιάσεις;”, Νοέμβριος, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2019, σελ. 73 (αποσπάσματα).