Γιατί οι άνθρωποι οδηγούνται στην άρνηση του Χριστού; Γιατί δεν ακολουθούν όλοι τον Σωτήρα, αλλά πολλά άτομα ή λαοί Τον έχουν απωθήσει;
Παντοειδείς οι αιτίες. Απαριθμούμε:
α) Η άγνοια και η έλλειψη μιας φωτισμένης πίστεως. Όποιος είναι άμοιρος θεωρητικά κάποιας γνώσεως των τελειοτήτων του Θεού και του πλούτου της Θεολογίας, κυρίως δε είναι άμοιρος βιώματος του κάλλους του Χριστού, που ξετρελλαίνει, πώς θα Τον εγκολπωθεί;
β) Οι προκαταλήψεις εμποδίζουν επίσης το πλησίασμα του Λυτρωτή. Μπορεί να οφείλονται σε ευρύ φάσμα παθητικών συναρτήσεων, από το τι δηλαδή έγραψε κατά της πίστεως ένας δημοσιογραφίσκος που αυτοθεωρείται παντογνώστης και αυθεντία, έως το πόσο άπρεπα συμπεριφέρθηκε ένας ανώτερος τάχα άνθρωπος του Ιησού – κακέκτυπό Του.
γ) Το χαμηλό διανοητικό επίπεδο, οι παράξενες νοοτροπίες και οι ταραγμένες ιδιοσυγκρασίες των ποικίλων ατόμων, υψώνονται σαν φράχτες που κλείνουν τον δρόμο στον Ιησού.
δ) Ο χειρότερος όμως ανασχετικός παράγοντας είναι τα πάθη, ψυχικά και σωματικά. Για να υποδεχθείς τον Χριστό στον οίκο της καρδιάς σου, πρέπει πρώτα να τον καθαρίσεις από την κόπρο τη Αυγεία. Μα για να ξεριζώσεις τα πάθη και να φυτέψεις τις αρετές χρειάζεται αποφασιστικότητα, ιδρώτας και θυσία.
Λοιπόν, εκείνο το «απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού» (Ματθ. 16.24) πέφτει πολύ βαρύ στον οκνηρό.
Ο ευαγγελιστής Ιωάννης θεολογεί: «Ην το φως το αληθινόν [ο Χριστός], ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον. εν τω κόσμω ην, και ο κόσμος δι’ αυτού εγένετο, και ο κόσμος αυτόν ουκ έγνω. εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβον» (1.9-11).
Γιατί αυτή η ανεξήγητη στάση; Απαντάει ο ίδιος ιερός συγγραφέας: «Το φως ελήλυθεν εις τον κόσμον, και ηγάπησαν οι άνθρωποι μάλλον το σκότος ή το φως· ην γαρ πονηρά αυτών τα έργα· πας γαρ ο φαύλα πράσσων μισεί το φως και ουκ έρχεται προς το φως, ίνα μη ελεγχθή τα έργα αυτού» (3.19-20). Όσο ο κακοποιός αποστρέφεται το φως, τόσο ο αμετανόητος αμαρτωλός αποστρέφεται τον Χριστό, στρέφει τις πλάτες και κλείνει τα μάτια στον νοητό ήλιο της δικαιοσύνης Χριστό (πρβλ. Δοξαστικό αποστίχων Κυριακής Τυφλού).
Ηλίου φαεινότερο το ότι το παν, το κλειδί, έγκειται στο «Εάν τις θέλη το θέλημα αυτού [του Θεού] ποιείν» (Ιω. 7.17)· αυτός θα παραδεχθεί τον Χριστό. Καίρια ρυθμιστική σημασία στην υποδοχή ή στον εξοστρακισμό του Διδασκάλου των επιπόνων αρετών έχουν η επιμέλεια ή η ραθυμία. Ο Ιησούς ζητάει κατεργασία του χαρακτήρα, σμίλευση κοπιαστική της λίθινης καρδιάς μας, όπως τη χαρακτηρίζει στον Ιεζεκιήλ (11.19), ζητάει δουλειά, αφού και ο Πατήρ Του έως τώρα εργάζεται και ο Ίδιος εργάζεται επίσης (Ιω. 5.17).
Μα μπροστά στον ιδρώτα ο οκνηρός «κλωτσάει». Ο μόχθος των αρετών τον απωθεί, γι’ αυτό εκείνος απωθεί τον Θεό.
Στην παραβολή του σπορέα ένα μέρος του σπόρου «έπεσεν επί την πέτραν, και φυέν εξηράνθη δια το μη έχειν ικμάδα· και έτερον έπεσεν εν μέσω των ακανθών, και συμφυείσαι αι άκανθαι απέπνιξαν αυτό» (Λουκ. 8).
Τι άνοια, τι ντροπή! Ο σπορέας των αγαθών παρών, πλην οι ελαφρόψυχοι απομακρύνονται, είτε εξαιτίας δοκιμασιών και οδυνών, είτε εξαιτίας ευμαρείας και ηδονών. Και τα δυο έχουν υπόβαθρο τη φυγοπονία και τη φιλαυτία, τον εγωισμό.
Ιερομόναχος Ιουστίνος