Άσχετα από τη διάθεση που έχει ο καθένας, άσχετα πως εμείς αισθανόμαστε, άσχετα τι συμβαίνει στον καθένα μας, η Εκκλησία είναι Εκκλησία. Είναι το σώμα του Χριστού, είναι ο φορέας της θείας ζωής, είναι αυτή που έχει τον θησαυρό του Θεού, είναι αυτή μέσα στην οποία τελείται το πανηγύρι της σωτηρίας των αμαρτωλών. Βλέπετε, θα πω πάλι, άσχετα από τη διάθεση του καθενός η Εκκλησία έχει το πρόγραμμά της, έχει τη λατρεία της, έχει τις ακολουθίες της, έχει τα μυστήριά της, έχει τη ζωή της. Δεν επηρεάζεται από μας.
Τα τροπάρια απόψε, καθώς τελούμε την απόδοση της εορτής των Θεοφανείων, λένε αυτά που λένε. Δεν άλλαξαν από την ημέρα που γιορτάζαμε τα Θεοφάνεια μέχρι σήμερα. Δεν άλλαξαν από τότε που έγιναν μέχρι σήμερα. Και αυτής της ακολουθίας τα τροπάρια και των άλλων ακολουθιών τα τροπάρια είναι πάντοτε αυτά. Είτε είναι τροπάρια που αναφέρονται στην Ανάσταση, όπως τις Κυριακές, είτε είναι τροπάρια που αναφέρονται στα μεγάλα γεγονότα της ζωής του Χριστού –Δεσποτικές εορτές– είτε είναι τροπάρια που αναφέρονται στην Παναγία, στους αγίους. Αυτά ο,τι λένε, λένε· αυτό είναι. Όλα μιλούν για την αγάπη του Θεού, όλα μιλούν για τη συγκατάβαση του Θεού, όλα μιλούν για την ευσπλαγχνία, τη φιλανθρωπία του Θεού, όλα μιλούν για το ότι ο Θεός συγκαταβαίνει, τρέχει πίσω από τον καθένα, ζητάει όχι τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς, ζητάει όλους αυτούς οι οποίοι είναι χαμένοι, απολωλότα πρόβατα, για να τους σώσει, για να τους κερδίσει, για να τους θεραπεύσει, για να τους χαροποιήσει, για να τους ευλογήσει, να τους αγιάσει, να τους θεώσει.
Καθένας με τη λίγη γνώση την πνευματική που έχει, με τη λίγη γνώση, αν θέλετε, τη θεολογική, τη λίγη γνώση τη χριστιανική που έχει διαβάζοντας, ακούγοντας, πληροφορούμενος, μαθαίνοντας μέσα στην Εκκλησία, καλείται να παραιτείται από τον εαυτό του, να απαρνείται τον εαυτό του ο οποίος έχει τα δικά του· πότε έτσι, πότε έτσι· πότε άθυμος, πότε στενοχωρημένος, πότε αναστατωμένος· με επιθυμίες, με πάθη… Αυτός είναι ο εαυτός μου. Αν δεν ήταν τέτοιος, δεν θα μας έλεγε ο Χριστός «Ει τις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν» (Ματθ. 16:24). Το ξέρει αυτό ο Θεός.
Τα αρνητικά στοιχεία μέσα μας υπάρχουν ούτως η άλλως, αλλά σε μερικούς κατορθώνουν να μην κάνουν έντονη την παρουσία τους και ξεγελιούνται. Σ’ άλλους όμως οικονομεί ο Θεός –δεν ξέρω πώς– και κάνουν πολύ έντονη την παρουσία τους. Αυτό είναι ο,τι καλύτερο, θα έλεγε κανείς, από μια πλευρά, διότι βλέπει κανείς καλύτερα τον εαυτό του, βλέπει κανείς καλύτερα όλα αυτά που υπάρχουν μέσα του, βλέπει κανείς πόσο όντως πρέπει να απαρνηθεί τον εαυτό του. Όντως δεν έχει να περιμένει προκοπή από τον εαυτό του, δεν έχει να περιμένει ζωή και χαρά και ευτυχία από τον εαυτό του.
Καθένας λοιπόν με βάση τις γνώσεις που έχει τις πνευματικές, με βάση ότι είναι σκεπτόμενος άνθρωπος, με βάση την καλή διάθεση που έχει, καλείται να απαρνείται τον εαυτό του μέσα στην Εκκλησία, μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι της Εκκλησίας. Η Εκκλησία είναι πάντοτε η Εκκλησία. Δεν αλλάζει η Εκκλησία, δεν επηρεάζεται από μας. Όσο αμαρτωλοί κι αν είμαστε εμείς, ο,τι κι αν κάνουμε την ώρα που ερχόμαστε εδώ στον ναό ή ο,τι κι αν κάναμε –ως χριστιανοί, όπου κι αν είμαστε, ανήκουμε στην Εκκλησία– η Εκκλησία δεν επηρεάζεται. Η Εκκλησία είναι ο Χριστός παρατεινόμενος εις τους αιώνας. Είναι αυτή που έχει την Χάρη του Θεού, το ταμείο της Χάριτος του Θεού, είναι αυτή που έχει αυτό το πανηγύρι, είναι αυτή που έχει όλα αυτά. Δεν αλλάζουν τα τροπάρια, δεν αλλάζει η λατρεία, δεν αλλάζουν οι ακολουθίες, δεν αλλάζουν τα μυστήρια με βάση το τι είμαστε εμείς. Αυτά είναι αυτό που είναι. Αυτό που είναι ο Χριστός.
Είπαμε ότι αυτό είναι το άλφα και το ωμέγα, αυτό είναι το πρώτο: η απάρνηση του εαυτού μας. Αλλιώς δεν θα το έλεγε ο Χριστός. Μην απορούμε, όταν διαπιστώνουμε ότι ο εαυτός μας είναι ό,τι είναι, και είμαστε σε δυσκολία τι θα κάνουμε. Αυτός είναι ο εαυτός μας. Και αντί να παιδευόμαστε να ευχαριστήσουμε τον εαυτό μας, να ικανοποιήσουμε τον εαυτό μας, να θρέψουμε τον παλαιό άνθρωπο –διότι σε τελευταία ανάλυση αυτό κάνει κανείς, όταν δεν απαρνείται τον εαυτό του– να απαρνούμαστε τον εαυτό μας.
Μπορεί να έλθει κανείς στον ναό και να έλθει με τον εαυτό του, να μείνει με τον εαυτό του και να φύγει με τον εαυτό του. Να μην απαρνηθεί δηλαδή τον εαυτό του. Μπορεί να νιώσει κάποιες ευχαριστήσεις. Γίνονται κι αυτά. Είπαμε, ο Θεός εύσπλαγχνος είναι, και καθώς δείχνεις μια καλή διάθεση, κάτι θα σου δώσει. Μερικά βέβαια είναι και ψυχολογικά. Μπορεί να μας αρέσει το ότι να, είναι σκοτεινά, όπως είπαμε κι άλλη φορά, ότι είναι βραδάκι, ότι είναι κάπως πιο ήσυχα, ότι να, τι ωραία λόγια έχουν τα τροπάρια, τι ωραία ψαλμωδία και να μείνουμε σ’ αυτό και να φύγουμε πάλι όπως ήλθαμε. Όχι. Να απαρνηθούμε τον εαυτό μας, να απαρνούμαστε τον εαυτό μας. Πάντοτε. Και όταν θα έλθουμε εδώ και όπου κι αν βρεθούμε, διότι παντού, όπου κι αν είμαστε, είμαστε μέλη της Εκκλησίας του Χριστού.
Θα έλεγε κανείς ότι έχουμε δικαιώματα, αφού βαπτισθήκαμε και μας έγραψαν στην Εκκλησία. Έχουμε δικαίωμα να μπαίνουμε μέσα στην εκκλησία, να μπαίνουμε μέσα στη λατρεία, να μπαίνουμε μέσα στο μυστήριο αυτό της Εκκλησίας, να μπαίνουμε μέσα σ’ αυτό το πανηγύρι, απαρνούμενοι όμως τον εαυτό μας. Δεν έχουμε δικαίωμα να μπαίνουμε, χωρίς να απαρνούμεθα τον εαυτό μας, αλλά κι αν υποθέσουμε το κάνουμε, κακό του κεφαλιού μας. Διότι όχι μόνο δεν έχουμε να πάρουμε τίποτε, όχι μόνο δεν θα καταλάβουμε τίποτε, δεν θα νιώσουμε τίποτε, αλλά θα βγούμε και ζημιωμένοι.
Να μην επηρεαζόμαστε λοιπόν από τον εαυτό μας. Όπως λέγαμε σε μια μικρή σύναξη, μπορεί όλα τα εκκλησιαστικά, όλα αυτά τα χριστιανικά, όλα αυτά τα πάνε-έλα κλπ., να γίνουν μια ρουτίνα και να λέει κανείς: «Τι καταλαβαίνουμε; Τι βγαίνει; Τι γίνεται;» Ασφαλώς τίποτε δεν γίνεται, έτσι λαθεμένα που τα παίρνει κανείς. Αλλά σ’ οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται κανείς, σ’ οποιαδήποτε στιγμή κι αν είναι, όπως κι αν έχει το πράγμα, ό,τι κι αν αισθάνεται, εάν με πίστη, με ελπίδα, με αγάπη, με μια βεβαιότητα με βάση αυτά που ξέρει, έχει το κουράγιο να απαρνείται τον εαυτό του και να μπαίνει μέσα στην ατμόσφαιρα της Εκκλησίας, στη θεία αυτή ατμόσφαιρα, τα πράγματα είναι αλλιώς. Ξεγλιτώνει κανείς και από τις ρουτίνες και από τα κατεστημένα και από όλα τα άχαρα.
Πάντοτε πάντοτε χωρίς καμιά εξαίρεση αυτό να κάνει κανείς και είναι στο χέρι μας να το κάνουμε. Μάλιστα θα έλεγα ότι, όσο χειρότερα νιώθουμε, όσο χειρότερα αισθανόμαστε, σε όσο χειρότερη κατάσταση είμαστε, τόσο όλα αυτά κράζουν και λένε: «Τι κάθεσαι; Απαρνήσου τον εαυτό σου». Και απαρνούμενος κανείς τον εαυτό του, γίνεται κοινωνός του μυστηρίου του Θεού. Μετά όλα, και τα τροπάρια και οι ψαλμωδίες και οι ακολουθίες και τα αναγνώσματα και η όλη ατμόσφαιρα και το όλο μυστήριο που είναι χαρά Θεού, είναι για όλους μας, είναι για τον καθένα. Είναι γι’ αυτόν όμως ο οποίος έχει απαρνηθεί και απαρνείται τον εαυτό του.
Ναι, αυτό, αδελφοί μου, να κάνουμε, όσο μπορούμε ο καθένας, και να μην πει κανείς ότι δεν μπορεί, γιατί ακριβώς αυτό είναι που θέλει ο Θεός. Περιμένει τον καθένα μας να απαρνηθούμε τον εαυτό μας. Όσο μπορούμε να το κάνουμε αυτή την ώρα· απόψε. Να αφήσουμε τις αθυμίες και όλα τα σχετικά. Δεν είναι τίποτε, αν δεν αφεθούμε σ’ αυτά. Μην καθόμαστε και κλαιγόμαστε, μην καθόμαστε και βουλιάζουμε και βαλτώνουμε σ’ αυτά. Αυτά όσο πιο έντονα είναι, όπως είπαμε, τόσο δείχνουν ότι πρέπει να τα παρατήσουμε, να τα απαρνηθούμε.
Να απαρνηθούμε λοιπόν τον εαυτό μας με όλα αυτά και να απαρνούμαστε τον εαυτό μας όχι μόνο τώρα, αλλά συνεχώς και πάντοτε. Γιατί αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν σταματάει. Μια φορά βέβαια πρέπει να απαρνηθεί κανείς τον εαυτό του, και αυτό υποτίθεται ότι έγινε στο Βάπτισμα, αλλά δυστυχώς πρέπει συνεχώς να το κάνουμε. Ωσότου έχει κανείς ανοικτά τα μάτια, πρέπει να το κάνει και έτσι όλο και περισσότερο θα ελευθερώνεται, θα λυτρώνεται. Θα τον λυτρώνει ο Κύριος. Αυτό από απόψε θα το καταλάβουμε. Όση ώρα θα μείνουμε ακόμη μέσα στον ναό, μέσα στη Θεία Λειτουργία, εάν έτσι ενεργήσουμε και εμπιστευθούμε στην αγαθότητα του Θεού, όλα αυτά που θα ακούσουμε από δω και πέρα θα είναι σαν να άνοιξε ο ουρανός, σαν να έγινε μεγάλο θαύμα. Ήλθε ο ουρανός στη γη. Ο Θεός εν μέσω ημών και μέσα μας.
Αν θα συνεχίσουμε αυτό το έργο, όλο και περισσότερο θα μπορούμε να λέμε αν όχι «ζω δε ουκέτι εγώ», αλλά «κοντεύει να μη ζω εγώ, και πλησιάζει όπου να ‘ναι να ζει πέρα για πέρα μέσα μου ο Κύριος».
Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Συνάξεις Δωδεκαημέρου”, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 1999, σελ. 260.